Εχουμε να πούμε κάποια πράγματα για το έργο της Αμερικανίδας ΤΖΕΗΝ ΑΝΤΕΡΣΟΝ και για την παράσταση που έβγαλε από αυτό ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΑΦΟΥΛΙΑΣ με τέσσερις καλούς ηθοποιούς
Το δεύτερο σκέλος, περί σκηνοθεσίας κι ερμηνείας, αγγίζει την τελειότητα. Ως προς το πρώτο, περί του έργου δηλαδή, σηκώνει κάποια συζήτηση.
Κι η συζήτηση, ως προς το έργο, έχει να κάνει με το ότι ενώ λέει κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα γύρω από την απώλεια, το θάνατο, το πένθος και πως αυτά ο άνθρωπος τα διαχειρίζεται, όταν τον επισκεφθούν, εν τούτοις.. Είναι ένας καθαρόαιμος αμερικάνικος ρεαλισμός, στο ρεαλισμό οι Αμερικάνοι είναι κυρίαρχοι, εδώ όμως το «φέτα ζωής» του ρεαλισμού, έρχεται και το βαραίνει. Διότι του λείπει η ποίηση. Εκείνο το καλλιτεχνικό αναφτέρωμα που και στον ρεαλισμό απαντάται,κι αυτή η ποίηση ειναι που .κάνει την καλλιτεχνική δημιουργία . Δεν φταίει ο ρεαλισμός για αυτό, όσο η διαχείριση του. Στο πως η συγγραφέας διαχειρίζεται το ρεαλισμό. Κι ο τρόπος είναι τέτοιος που σε βάζει κι εσένα τον θεατή σε μια διαδικασία πένθους
Βέβαια, αυτό είναι το έργο!! Αυτό την ενδιέφερε να γράψει, αυτό μας κάλεσε να δούμε. Ποτέ δεν υπαγορεύουμε εμείς στο συγγραφέα πως θα θέλαμε να είναι το έργο διότι το έργο πάντοτε είναι αυτό που βλέπουμε, αυτό και μόνο, αυτό και κανένα άλλο. Συνεπώς η όποια συζήτηση, γίνεται πάνω σε αυτό το έργο και στο παραδεδεγμένο δικαίωμα της συγγραφέως. Να πούμε εδώ και για τη μεταφράστρια, ΝΑΤΑΛΥ ΔΟΥΚΑ, πως έχει παραδώσει στον Τσαφούλια, μετάφραση «ανάγλυφη»
Ωστόσο, το ίδιο το αντικείμενο, στιγμές – στιγμές νιώθεις να σε πνίγει. Δυο εξαδέλφες θα συναντηθούν μετά των συζύγων, διαφορετικά μεταξύ τους τα δυο ζευγάρια, δεν έχουν κοινή αντιμετώπιση στα πράγματα ούε στη ζωή, τους ενώνει αυτή τη στιγμή όμως ένα βάρος. Το ένα ζευγάρι πενθεί την κόρη του. Το άλλο ζευγάρι ετοιμάζεται να αποχαιρετήσει το ένα μέλος. Πάνω σε αυτό τον καμβά στήνεται κι αναπτύσσεται το έργο κι επαναλαμβάνω παρα το βάρος συναισθάνεσαι κάποιες στιγμές πως λέει ωραία πράγματα. Όμως, το βάρος είναι βάρος
Η παράσταση είναι που το αποτρέπει αυτό κι εδώ μπαίνουμε δυναμικά στο κυρίως θέμα, στην παράσταση.
Και φυσικά η μεγάλη πίστωση είναι στον ΣΩΤΗΡΗ ΤΣΑΦΟΥΛΙΑ και να σημειώσω πως όταν δει κανείς παραστάσεις του θεατρικές τότε αντιλαμβάνεται ακόμα καλύτερα την επιτυχία του στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση.
Διότι ένα απ΄τα προσόντα του, από τα ΚΥΡΙΑ προσόντα του που τον έκαναν ξεχωριστό, είναι η δουλειά με τους ηθοποιούς. Ο τρόπος που δουλευει με τους ηθοποιούς, ο τρόπος με τον οποίο μπορεί και φτιάχνει υποβλητικό κι αποδοτικό κλίμα και το πως τους βάζει να παίξουν μεταξύ τους. Εξου και βγαίνουν αποχρώσεις απίθανες στη διάρκεια της παράστασης, στο μεταξύ τους παρε -δωσε, στα ανεβοκατεβάσματα των τόνων, στο πως τους συνθέτει, ποιους βάζει σε κλίμα έξαρσης, ποιους τους έχει για να κρατούν τα ίσια και το πένθος του κειμένου να μην πνίξει τη σκηνή και κατέβουν τα νερά στην πλατεία και πνίξουν και τους θεατές. Όχι απλώς το αποτρέπει, αλλά εχει κι ένα τρόπο να το υπονομεύει κωμικά, που όχι μόνο δεν το γελοιοποιεί και δεν το υποβαθμίζει, έρχεται να θυμίσει πως σε όλα τα μεγάλα ρεπερτόρια είτε μιλαμε για θεατρικά αριστουργήματα ή για κινηματογραφικά σενάρια ολκής, ότι και το μεγαλύτερο δραμα χρειάζεται ενέσεις κωμικότητας.. Να αρχίζουμε από τον Σαίξπηρ; ‘η Λίγο πιο πίσω, από τον Ευριπίδη; Όπως, το αντίστοιχο στη κωμωδία ότι κι η πιο τρελή, κι ο πιο ξεκαρδιστική, χρειάζεται το δραματικό της «ιντερμέτζο».
Ο Τσαφούλιας έρχεται διαβασμένος ως σκηνοθέτης, και συγχρόνως το ρυθμό που κουβαλά από το σινεμά και την τηλεόραση, το μοντάζ δηλαδή, το μετατρέπει σε ρυθμό πάνω στη σκηνή. Είναι ένα σφιχτοδεμένο μοντάζ αυτό που συμβαίνει επί Σκηνής κι είναι αυτό που έχει συμβάλει επι πλέον στο κλίμα των αποδόσεων και στη αποφόρτιση της φόρτισης.
Το ένα ζευγάρι, εκείνους που πενθούν την κόρη, τους έχει αρχικά πιο χαμηλότονους, το έτερο ζευγάρι, εκείνων που ετοιμάζονται να υποδεχτούν την απώλεια, τους έχει σε πιο ζωηρούς τόνους, σε πιο «ζωντανές» κλίμακες. Συγχρόνως, αυτή η αντίθεση που συμβαίνει με τα δυο ζευγάρια, την κάνει να συμβαίνει κι εντός του κάθε ζευγαριού, με το κάθε μέλος. Σαν να παίζουν εναλασσόμενο τένις μεταξύ τους, κι οι «φωναχτοί» κι οι «χαμηλόφωνοι». Κάποιος από τους πρώτους, κάποια στιγμή θα γίνει κι αυτός εκ των αναγκών πιο φωναχτός και θα αναγκάσει τον άλλον να μεταβληθεί σε χαμηλόφωνο, το ανάλογο θα γίνει και με τους χαμηλόφωνους, όπου κι εκεί κάποια στιγμή ο ένας θα πρέπει να βγάλει την ένταση του, ο άλλος να κρατήσει τα ίσα και…τουμπαλιν.
Αυτό είναι η σκηνοθεσία, αυτό είναι που κάνει τους ηθοποιούς να μπαίνουν και να ζουν μια κατάσταση, να τη χρωματίζουν να τη νοστιμεύουν και να γίνεται η σύνθεση.
Να αρχίσω από την ΑΘΗΝΑ ΤΣΙΛΥΡΑ; Ο ΤΣΑΦΟΥΛΙΑΣ της υπογράφει ΟΡΙΣΤΙΚΑ την επισημοποίηση της ωρίμανσης. Τι ωραίο που είναι να βλεπεις το πως ωριμάζει ένα ταλέντο, μέσα στο Χρόνο.. Και πως γίνεται μια άλλη, για όσους δεν την είχαν παρακολουθήσει βήμα προς βήμα και θα τη δουν απότομα ,μετά από καιρό. Το πιστώνω στην ίδια αλλά στον Τσαφούλια αυτό που θα δουν διότι την παρακολουθεί και στο σηριαλ του, τις «ΔΕΚΑΕΠΤΑ ΚΛΩΣΤΕΣ» κι είναι απολύτως εξαιρετική. Μια πραγματικά ωριμασμένη καλλιτέχνης.
Ο απέναντι της, στο ζευγάρι της, ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΙΣΒΑΣ… Ναι, ο Ρίσβας δίνει ποίηση και χρώμα στο ρεαλισμό του, του δίνει άνεση, τον κάνει άνθρωπο που καταλαβαίνεις ότι εχει εξετάσει όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα, ότι ακόμα και τη σχέση με τον μπάφο την έχει εντάξει στο παίξιμο, όπου θέλει εδώ τον χαρακτήρα χαλαρό, χαλαρωμένο, και για αυτά που έρχονται αλλά και για τη στάση στη ζωή. Και βέβαια, μέσα από αυτά τα χρώματα των δυο συγκεκριμένων ερμηνευτών, φτιάχνεται η κόντρα, η αντίθεση, με το άλλο ζευγάρι, η αντίθεση των αποχρώσεων όπου κι εδώ όμως οι αποχρώσεις είναι που κάνουν παιχνίδι.
Η ΠΕΓΚΥ ΣΤΑΘΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, μια ηθοποιός που με κέρδισε από την πρώτη φορά που την είδα στη Σκηνή, τότε στο θεατρο «Λουζιτάνια» με τον Κώστα Καρρα και την Κατερίνα Βασιλάκυ στο «Επιτέλους είναι ζωη μου», μου είχε κάνει εντυπωση η σκηνικη της ευγένεια. Αυτό το είδα να την ακολουθεί σε όλη τη μετέπειτα διαδρομη της ,έχει μια φυσική ευγένεια που η Σκηνή την αναδεικνύει κι έχει κι ένα τρόπο να παίζει (αριστουχα τη Σχολής του Εθνικού που την «εριξαν» μετα την αποφοίτηση… αλλά με το ταλέντο της τα καταφερε) , πράγμα σπάνια, για τα θεατρικά δεδομένα και δη τα εγχώρια, σαν να μην παίζει. Είναι τόσο αβίαστη, τόσο φυσική, με συστολή από τη μια και με αέρα από την άλλη, που δίνει στους ρόλους αυτό το ξεχωριστό. Γι αυτό και τα ανεφερα τα στοιχεία διότι ο θεατής θα τα δει συγκεντρωμένα σε αυτή την ερμηνεία της. Κι ο Τσαφούλιας προφανώς δεν έκανε τίποτε άλλο παρα να την αφήσει να τα αναπτύξει. Τι καλύτερο θα μπορύσε να της προσφερει ένας σκηνοθέτης σε ενα ρολο τόσο ζόρικο, σε ένα έργο που αν οι ηθοποιοί δεν του δώσουν ανάσες, θα γίνε αφόρητο
Κι ερχεται ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ και στέκεται απέναντι από τη Σταθακοπούλου, σε ρόλους που πρέπει να κάνουν «κόντρες». Όχι συζυγικού καυγά, δεν είναι τέτοιο ζευγάρι, είναι όμως εκείνος ο άντρας ο προσγειωμένος και συντηρητικός, κι είναι κι εκείνη η γυναίκα η δίπλα του ναι αλλά κάποια ώρα κι ο άντρας αυτος θα λυγίσει κι εκεί ο Μαυρόπουλος θα αντιληφθεί ότι οφείλει να αναζητήσει κι άλλους δραματικούς ρόλους διότι έχει χυμούς μέσα του κι όταν βγαίνουν από αυτό το γήινο αρσενικό, τότε εξανθρωπίζουν επι πλέον το ρόλο.
Στην παράσταση θα ήθελα να αναφέρω πάλι ως προς τον Τσαφούλια το ότι συμμετέχει στους φωτισμούς , μαζί με την ΕΛΕΝΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ κι είναι φωτισμοί κάδρου, δίνουν και κινηματογραφικότητα στη στατικότητα της Σκηνής, κεντούν πάνω στο σκηνικό της ΗΛΕΝΙΑ ΔΟΥΛΑΔΙΡΗ, το οποίο σκηνικό υποδεικνύει, δεν αναπαριστά αλλά με τη βοήθεια και των φωτισμών σε έχουν κάνει να νιώσεις τον τόπο στον οποίο διαδραματίζεται, συν τα συμφραζόμενα ..Ενα σπίτι στην εξοχή, υποδεικνυόμενο. ΑΓΙΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, κοστούμια, δύσκολη δουλειά, ναι μεν ένα ρούχο για τον καθένα αλλά πρέπει το ρούχο αυτό να είναι αυτό και κανένα άλλο, να «φωνάζει» τόσο τον άνθρωπο που το φοράει όσο και τον ηθοποιό που τον εκπροσωπεί. Κι η μουσική (ΘΟΔΩΡΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ), την είχε την «κινηματογραφικότητα» της, αν ήθελε κάποιος να το δεί από αυτή τη σκοπιά, ήταν τόση όση, και χωρίς να καπελώνει με τη «θεματαρα» και την "κομματαρα» και το «soundtrack» και διάφορα τέτοια, ήταν μουσική που θα σε έβαζε στο κλίμα της παράστασης χωρίς να σφυρίζεις μετά το σκοπό της.