Διότι, τόσοι πολλοί «Ρίπλεϋ» κάθε τόσο, γιατί; Μέχρι και θεατρικό έβγαλαν, εδώ στην Ελλάδα….. ‘Οταν μάλιστα έχουν γίνει καλές ταινίες γύρω από αυτό το μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ. Δεν είναι δα κι ο «Αμλετ» να εξετάσουμε πολύπλευρα αυτό που εκπροσωπεί, να «σηκώνει» δηλαδή πολλαπλές αναγνώσεις.
Στέκομαι λοιπόν στο μαυρόασπρο επίτευγμα διότι αυτό είναι και το πιο σημαντικό που έχει να προσφέρει η «μίνι» (αν και τρέμω στην ιδέα μη κι έχουμε κανένα επόμενο κύκλο) σειρά. Είναι όμως τόσο σημαντικό το επίτευγμα ώστε να λειτουργεί σαν σαγήνη. Σε παρασύρει στα δίχτυα του και το απολαμβάνεις όλο, ακόμα κι αν συναισθάνεσαι ότι τα ξέρεις. Ο τρόπος προσέγγισης είναι μεγάλης αισθητικής και δεν είναι αισθητική της φιγούρας αλλά αισθητική της σκηνοθεσίας. Η μάλλον της επίγνωσης, μια και σεναριογράφος-σκηνοθέτης είναι το ίδιο πρόσωπο, ο ΣΤΗΒΕΝ ΖΑΪΛΙΑΝ, του οποίου η σεναριακή προσαρμογή, μπορεί να μη συγκρίνεται με του Αντονυ Μινγκέλα- στα τελευταία επεισόδια τραβάει μάκρος, επιμηκύνεται, χωρίς λόγο , χωρίς να προσθέτει τίποτα. Όμως, σαν να θέλει να το δει σε εικόνα, η έννοια «μεταφορά» να του λειτουργήσει με βάση την αισθητική. Κι από εκεί να κερδίσει στο μυστήριο. Διότι υπάρχουν πράγματα που το κάνουν να υπολείπεται σεναριακώς. Και κατεπέκταση ως μεταφορά, αν κι ακολουθεί το παράδειγμα Μινγκέλα στο να μην είναι ο «ωραίος» ο Ρίπλεϋ αλλά ο Ντίκι. Θυμηθειτε τον Τζουντ Λω απεναντι στον Ματ Ντέημον. Διότι έτσι λειτουργεί καλύτερα (κι αυτό έχει να κάνει με σεναριακή σκέψη που επεκτείνεται σε σκηνοθετική) το ότι ο ωραιος «πρέπει» να είναι ο Ντίκι. Για να δικαιολογείται ότι λειτουργεί πάνω στο Ρίπλεϋ σαν αντικείμενο θαυμασμού, επιθυμίας μίμησης αλλά και πόθου. Το λέω σε σχέση με την κατά τα άλλα ωραιότατη ταινία του Ρενε Κλεμάν, όπου έδινε ρέστα ο Αλαίν Ντελόν ως ωραίος αινιγματικός αλήτης Ριπλεϊ αλλά χανόταν μερος της ψυχολογίας της σύμβασης, τη στιγμή που το σεναριο δεν παρείχε σχετικές εξηγήσεις. . Γιατι να θελει ο Ντελόν να γίνει σαν τον Μωρίς Ρονέ; Η Ψυχολογία της Σύμβασης, είναι σοβαρή υπόθεση.
Εδώ από αυτή την άποψη, η «ζύγιση» είναι τέλεια. Ο ΑΝΤΡΙΟΥ ΣΚΟΤ ως Ριπλεϋ είναι το έτερο μέγιστο επίτευγμα αυτής της μεταφοράς μετά τη μαυρόασπρη αντίληψη . Κι ως επιλογή, ως casting αλλά κι ως απόδοση , ως τρόπος απόδοσης, το κακό πως το δουλεύει μέσα από κανόνες λιτότητας κι αφαίρεσης, πως γίνεται αντιπαθής και φοβιστικός χωρίς να κάνει κανένα σχετικό μορφασμό, είναι όλα τόσο φίνα χαμηλόφωνα. Για «Ντίκι» έχει βάλει ένα ωραιο, τον ΤΖΩΝΥ ΦΛΥΝ, μόνο που αδικεί τον Ντίκι η σεναριακή διασκευή. Τον προσπερνά γρήγορα. Δεν τον «φωτίζει» ιδιαίτερα. Δεν τον αφήνει να λειτουργήσει ως αντικείμενο πόθου κι έμπνευσης. Όπως δεν αξιοποιεί , σε ένα βαθμό, ούτε την Μαρτζ, την κοπέλα του Ντίκι,, παρόλο ότι σκηνοθετικά ο Ζαϊλιαν , έχει πετύχει να συντονιστούν ο Σκοτ με την ΝΤΑΚΟΤΑ ΦΑΝΙΝΓΚ, στους μεταξύ τους τόνους. Όμως το σενάριο την αφηνει ίδια, σχεδόν και στα 8 επεισόδια και θυμάμαι πάλι του Μινγκέλα, με την Γκουινεθ Πάλτροου και πως της είχε γράψει το ρόλο, ότι ο Ρίπλεϋ ξεγέλασε τους πάντες, ακόμα και τον πατέρα ακόμα και την Αστυνομία αλλά τη μόνη που δεν είχε καταφέρει να ξεγελάσει ήταν την ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ γυναίκα. Εδώ, μέχρι τέλους, παραμένουμε αμετακίνητοι..
Όμως..Ομως θα επανέλθω στο μαυρόασπρο. Κι αυτό που έχει στηθεί είναι πραγματικά κομμάτι Τέχνης, που μπορεί και συμπαρασύρει στην ανοδική του πορεία τα πάντα.
Κι είναι το πως σκέφτηκε ο Ζαίλιαν, κι οι παραγωγοί με τους οποίους τα κουβέντιασε και για Φωτογραφία, σκηνογραφική διεύθυνση αλλά και διακόσμηση, πήραν ΑΡΙΣΤΕΙΣ. Ήθελαν να μας βάλουν (λέω «ήθελαν», χωρίς να είμαι μπροστά στις συζητήσεις αλλά δεν νομίζω ότι αυτό προέκυψε κατά λάθος) τη μαυρόασπρη Ιταλία του 60. Να της δώσουν το μυστηριακό ύφος που επίσης διαθέτει κι είναι κομμάτι του σκηνικού της και της απέραντης ομορφιάς της και να μην το κάνουν έγχρωμο, τόσο γιατι προηγήθηκαν οι άλλες ταινίες όσο και για το ότι με το μαυρόασπρο, το συνολικό σκηνικό θα μπορούσε να έχει και σεναριακό χαρακτήρα. Ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΕΛΣΓΟΥΙΤ, OSCAR-ΟΥΧΟΣ για τη φωτογραφία την έγχρωμη του «ΘΑ ΧΥΘΕΙ ΑΙΜΑ»’, με υποψηφιότητα για τη μαυρόασπρη «Καλή νυχτα και καλή τύχη» η οποία πιθανόν να ήταν και το έναυσμα για τη συνεργασία, έχει κάνει δουλειά ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ. Θέλει ολόκληρο τόμο η ανάλυση της. Κι είναι το πως έχει συνυπάρξει με τους χώρους , που του έχουν παραδώσει υλικό για υποβολή ατμόσφαιρας- εδώ έχει έτερο αριστεύσαντα, τον ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΓΚΡΟΠΜΑΝ από τη «Ζωή του ΠΙ» κι οσκαρικό υποψήφιο και την τρομερή Ιταλίδα κινηματογραφική «ντεκορατρίτσε» ΑΛΕΣΑΝΤΡΑ ΚΟΥΕΡΤΣΟΛΑ, οσκαρική υποψήφια για τα σετ του «Blade Runner 2049»….ΚΙ όλοι μαζί συνδημιουργούν τη μαυρόασπρη παλέτα. Με την οποία ουσιαστικά φτιάχνουν σκηνοθεσία. Διότι κι ο Στήβεν Ζαίλιαν είναι μεσα σε όλο αυτό εννοείται κι αυτοί έχουν αναλάβει την υλοποίηση της Σκηνοθεσίας.
Στην καταπληκτική δουλειά της διανομής, θα ήθελα να αναφερθώ στη γατα και στο περί αυτής ΜΟΝΤΑΖ, έτσι όπως την κάνει «παρατηρήτρια», στη ΜΑΡΓΚΕΡΙΤΑ ΜΠΟΥΙ ως σπιτονοικοκυρά του υποπτεύεται-δεν υποπτεύεται. Και τελος , σε ερμηνευτικό επίπεδο, μαζί με τον Αντριου Σκοτ, τον ΜΑΟΥΡΙΤΣΙΟ ΛΟΜΠΑΡΝΤΙ στο ρόλο του επιθεωρητή Ραβίνι που διεξάγει την έρευνα. Τι ενσάρκωση! Μια κι η κατεύθυνση του ρόλου τον ήθελε περισσότερο «επιθεωρητή» και λιγότερο «Ιταλό», τον ήθελε αυστηρό και διεθνοποιημένο, χωρίς, όμως, να χάνει την ταυτότητα του.
ΥΓ. Ο ΤΖΩΝ ΜΑΛΚΟΒΙΤΣ λειτουργεί ως σιωπηλή, έμμεση αναφορά για έναν ακόμα Ρίπλεϋ, εκείνον της Λιλιάνα Καβάνι κι όπως τον εχει στο φινάλε, είναι ο λόγος που με κάνει να αναρωτιέμαι για επόμενο κύκλο .