Αυτά ως εισηγητική «σύσταση» της ταινίας του «THE BOY»(Αλέξανδρου Βούλγαρη), γύρω από τη σχέση μητέρας και κόρης, με επιστροφή της δεύτερης στο Πολύδροσο Αττικής των παιδικών αναμνήσεων από το οποίο η κόρη έχει φύγει κι επιστρέφει να φροντίσει την άρρωστη μητέρα.
Η ταινία αφαιρεί, αφαιρεί, αφαιρεί, στην προσπάθεια της να πιάσει το «κουκούτσι», τον πυρήνα, της σχέσης των δύο αυτών γυναικών.
Όμως πάσχει από το ελάττωμα του ελληνικού κινηματογράφου (κι όχι της ελληνικής τηλεόρασης) που το σενάριο είναι δευτερεύουσα κατάσταση. Υπάρχει το θέμα, δηλώνεται εξαρχής, εμμένει σε αυτό κι από κει και μετά επαναλαμβάνεται.
Αυτό είναι το μεγάλο ελάττωμα της ταινίας. Δεν υπάρχει διερεύνηση για να αναπτύξει υπόθεση. Κι όταν λέω υπόθεση δεν εννοώ αστυνομική πλοκή, όμως μια πλοκή τη χρειάζεται για να μπορέσει να λειτουργήσει η ιστορία. Και να μπορέσει ο θεατής να μπεί στη διαδικασία, να καταλάβει και να νιώσει καλύτερα.
Ωστόσο, μια «προεργασία» σεναριακού τύπου, έστω και σε επίπεδο σύλληψης, δείχνει ότι προϋπήρξε. Ότι προηγήθηκε.
Κι αυτό φαίνεται στις δυο ερμηνεύτριες, την ΣΟΦΙΑ ΚΟΚΚΑΛΗ και την ΒΙΚΥ ΚΑΓΙΑ, οι οποίες παίζουν τις γυναίκες που έχουν αναλάβει, και τη σχέση τους, αυτό εννοώ, τη σχέση μάνας και κόρης, σαν να τις ξέρουν, σαν να τις καταλαβαίνουν, το παίξιμο τους τα στολίζει αυτά, δεν υπογραμμίζει τα κενά τους. Αυτό είναι το υπερασπιστικό της ταινίας , ότι δηλαδή υπήρξε βάση που επέλεξε τη διαδικασία της αφαίρεσης. Απλά κι η αφαίρεση φαίνεται ότι ήταν επιλογή εξ αρχής, η εξίσωση δείχνει ότι υπήρχε συγκρότηση γύρω από το τι ταινία κάνω και του τι ταινία θέλω να κάνω, στις προθέσεις έχει ανταποκριθεί, στο αποτέλεσμα όμως είναι ελλειπτική. Κι οδηγείται , τελικά, στο «ελλιπής». Σεναριακά ελλιπής. Δεν τις επεξεργάστηκε, δεν τις έβαλε σε ιστορία τις δυο γυναίκες , τις κράτησε στο πρόβλημα, στο θέμα δηλαδή και τις οδήγησε, μαζί με αυτές και τους θεατές , στην επαναληπτικότητα. Όπως οδηγεί και μένα, αυτή τη στιγμή.
Θα σταθώ στη μουσική, κυρίως για τον τρόπο χρήσης της, που δεν έχει σχέση με το «θεματαρα», «κομματάρα», «soundtrack»-όπως το εννοούν κάποιοι. Δουλεύει ως τόνος, ως «χορδή» συναισθημάτων , αποφεύγοντας την ταυτολογία εικόνας κι αφήγησης κι ενίοτε επιστρατεύει κι όργανα. Με πολύ ελεγμένο τρόπο.
Ο ΣΙΜΟΣ ΣΑΡΚΕΤΖΗΣ έχει αποτυπώσει στη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, τη λιτότητα και την ελλειπτικότητα, που θέλει η ταινία, την αφαίρεση, την οποία συναντάμε και στη σκηνογραφία (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΑΜΠΡΙΔΗΣ) στην οποία, την κύρια δουλειά την έχει αναλάβει ο..κήπος. Μέσα από εκεί βγαίνει το Πολύδροσο. Όπως και το ψυχρό χρώμα, που διάλεξε για το δωμάτιο της κλινικής στο φινάλε.
Και κάτι για τον ΗΧΟ (ΓΙΩΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ, ΝΑΛΥΣΑ ΓΚΡΗΝ): Ο ήχος της ησυχίας. Ο ήχος της μεσημεριανής εξοχής. Ο ήχος του κήπου στο ήσυχο προάστιο
Η Βίκυ Καγιά, το θέμα της παραμονής της στον κινηματογράφο, να το κοιτάξει. Ξέρει να υπολογίζει το φακό χωρίς να ποζάρει. Η Κόκκαλη είναι εκφραστική .
Ο διευθυντής φωτογραφίας εχει κάνει και στις δυο υπέροχα close-up που χρειάζεται ο σκηνοθέτης.