Αυτό που με μαγεύει σε αυτή την ταινία είναι ο ΤΡΟΠΟΣ της συνύπαρξης ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΛΗΝ, ΚΑΘΡΗΝ ΧΕΠΜΠΟΡΝ και ΒΕΝΕΤΙΑΣ.
Κι επειδή γνωρίζω το θεατρικό έργο του ΑΡΘΟΥΡ ΛΩΡΕΝΤΣ στο οποίο βασίζεται η ταινία (το είχα δει μάλιστα ανεβασμένο στην Αθήνα του 1977 από τον θίασο ΜΥΡΑΤ-ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ με τίτλο «ΜΠΕΛΑ ΒΕΝΕΤΣΙΑ», όπου η Βούλα έπαιζε με δικά της θαυμάσια χρώματα την ηρωίδα, έχω να μιλήσω για το μεγαλείο της σκηνοθεσίας του Ντέηβιντ Λην. Διότι το έργο ως έργο είναι ένα γλυκόπικρο μπουλβαράκι επιφάνειας. Καλογραμμένο αλλά αυτό και τίποτε περισσότερο.
Δείτε τώρα τι κάνει ο μεγάλος σκηνοθέτης και τι σημαίνει μεγάλος σκηνοθέτης.
Τον Ντέηβηντ Λην προφανώς τον συνεπαίρνει η Βενετία κι αυτό είναι ολοφάνερο στο φιλμ. Έναν άνθρωπο με τεράστια κινηματογραφική κατάρτιση, που ξέρει κι από μοντάζ κι από ντοκυμαντέρ που ήταν σχεδόν αποκλειστική παράδοση της δικής του πατρίδας, της Μεγάλης Βρετανίας, στα χρόνια εκείνα, διαβάζοντας αυτό το έργο, τη Βενετία σκέφτηκε.
Την εξάντλησε σε ρεπεράζ ντοκυμαντερίστικο και αφού δεν άφησε γωνιά ανεκμετάλλευτη (σε ένα μέρος στο οποίο πήγα ανελλιπώς μια 25ετία κατ έτος και κάθε φορά ανακάλυπτα και κάτι- σε ένα μέρος δηλαδή γεμάτο «γωνιές») , την συνύφανε με τον χαρακτήρα της ηρωίδας. Κάθε γωνιά και κάθε σημείο, έρχεται να αποκαλύψει, να φανερώσει, να εκδηλώσει, να υπαινιχθεί έστω, και μία πτυχή του χαραχτήρα της ηρωίδας, που ξεδιπλώνεται καθώς αρχίζει και προχωρά το ταξίδι της.
Ναι, υπάρχει το θεατρικό έργο. Ο συγγραφέας, που μεταξύ άλλων έχει γράψει και το σενάριο του αγαπημένου μου «THEWAYWEWERE» («Τα καλύτερα μας χρόνια») του παραδίδει την ηρωίδα. Από κει και πέρα αναλαμβάνει ο σκηνοθέτης. Διότι το σενάριο βεβαίως κι είναι η αρχή των πάντων. Βεβαίως και εν αρχή ην ο λόγος. Βεβαίως κι είμαι οπαδός του σεναρίου διότι χωρίς αυτό ταινία δεν γίνεται. Όμως στην ταινία την υπογραφή τη βάζει ο σκηνοθέτης. Και το «ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ» είναι το καλύτερο μάθημα για να αντιληφθεί κανείς πως μπαίνει ο σκηνοθέτης σε μία ταινία και την «ξαναγράφει» από την αρχή.
Η ηρωίδα είναι μια μεσόκοπη Αμερικανίδα, μόνη, γεροντοκόρη , οπωσδήποτε στερημένη από τον έρωτα. Ολη της την ως τώρα ζωή της μάζευε χρήματα για να επισκεφθεί αυτό το μυθικό μέρος. Μόνο που η Βενετία, όπως κι όλη η Ιταλία αλλά και πολλά μέρη του κόσμου δεν είναι μόνο μνημεία και φύση αλλά είναι και άνθρωποι είναι και αύρα. Οι μυθικές πόλεις αντλούν το μύθο τους από αυτή την αύρα στην οποία συνυπάρχουν Ιστορία, Μνημεία, Χρώματα, κι Ανθρωποι. Όλα αυτά που συναποτελούν την έννοια Ζωή αλλά και κάτι ακόμα: Τη θεωρία του ζωτικού χώρου ότι σε ένα μέρος μπορείς να κάνεις εκείνα που δεν θα έκανες στο δικό σου και δυστυχώς (ή ευτυχώς) δεν μπορείς να τα μεταφέρεις πίσω και να τα μεταφυτέψεις. Τότε το ταξίδι θα έχανε το νόημα του.
Ο Ντέηβιντ Λην καθοδηγεί την κινηματογραφική διασκευή έχοντας στο νου του τη Βενετία κι αφήνει να μπουν στην καρδιά του θεατή όλα τα παραπάνω που αναφέρω, χωρίς να λέγονται, χωρίς να δηλώνονται παρά φτερουγίζουν σαν συναισθήματα σε όλη τη διάρκεια, στην κάθε εικόνα. Οπότε, παρακολουθούμε αυτή τη γυναίκα να αποκαλύπτει κι ένα στοιχείο του χαρακτήρα που της έφτιαξε ο συγγραφέας, από το κάθε σημείο που επισκέπτεται, από το κάθε τι απλό που ένας τουρίστας κοιτάει, όχι όμως κι ο Ντέηβιντ Λην που μόνο τουρίστας δεν είναι. Η κάθε εικόνα σε γεμίζει ομορφιά, και σε κάνει να αντιλαμβάνεσαι τι συναισθάνεται η ηρωίδα στη δεδομένη στιγμή, ποιο στοιχείο του χαρακτήρα της λευτερώθηκε. Κι αυτή η «απελευθέρωση» του ταξιδιού χτίζεται μέσα από αυτά τα μέρη και δίνει άλλη διάσταση στη δράση που ακολουθεί.
Κι υπάρχει κι η Κάθρην Χέπμπορν . Η οποία σε όλο αυτό το παραπάνω ανταποκρίνεται με τον πιο δημιουργικό τρόπο. Και τον πιο κινηματογραφικό. Με την έκφραση και με το σώμα. Στην ερμηνεία της αυτό που πρόσεξα ιδιαιτέρως κι αυτή τη φορά είναι το πώς έχει φτιάξει το σώμα της, το σωματότυπο της, είτε με τις κινήσεις της είτε με τη στάση της. Με το πώς κινείται και με το πώς στέκεται. Στο σώμα της λοιπόν έχει δώσε μια απίστευτη ελαφράδα κινήσεων, συχνά –πυκνά και μία χάρη. Δεν το έχει βαρύνει, δεν παίζει σωματικά την γεροντοκόρη. Δεν είναι σφιγμένη, και βέβαια σε συνεργασία του σκηνοθέτη και της πρωταγωνίστριας με την ενδυματολόγο, την αείμνηστη Βρετανή Μάργκαρετ Φερς(που είχε πάρει Οσκαρ για την «Αννα των χιλίων ημερών»), τα ρούχα επιλέχθηκαν να τονίσουν αυτή την πλευρά. Η Κάθρην Χέμπορν έχει αέρα κομψής αλλά και σεμνής γυναίκας. Ως βάση της ερμηνείας της έχει την πλήρη ενσωμάτωση της ηρωίδας στο μέρος. Από την πρώτη σκηνή, από τη στιγμή του τραίνου που φτάνει στην «Λαγκούνα», η ηρωίδα μέσω της Κάθρην Χέπμπορν είναι μια γυναίκα ευτυχισμένη. Πρώτον διότι έφτασε στο όνειρο της, δεύτερον διότι έρχεται σε επαφή με αυτό. Με τον έρωτα δεν είναι εναρμονισμένη κι εκεί η Κάθρην επιστρατεύει την Τέχνη της για να υπογραμμίσει την αμηχανία της ηρωίδας αλλά όχι τον γεροντοκορισμό. Με ιδεώδη φυσικά παρτενέρ για Ιταλό εραστή τον Ροσάνο Μπράτσι, ο οποίος εκείνη την εποχή «φύσαγε» και επειδή πρέπει να λειτουργήσει το έργο κι ως ρομαντικό παραμύθι αλλά χαρακτήρων.Το παραμύθι δεν γίνεται ποτέ παραμυθάκι διότι ο Ντέηβιντ Λην έχει βάλει με σχολαστικότητα τις αποστάσεις.
Ηταν επόμενο για τον Ντέηβιντ Λην, μετά από αυτή την ταινία, να γίνουν τα μεγάλα ανοίγματα. Μετά από αυτή την υπερ-σκηνοθέτηση της Βενετίας που την έκανε προέκταση της πρωταγωνίστριας , όπου εδώ δόθηκαν εξετάσεις από τον ίδιο προς τη ΜΕΓΑΛΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΑΟΡΑΤΗ ΣΧΟΛΗ, ο Ντέηβιντ Λην ήταν έτοιμος πιά για τα ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΕΠΗ που ακολούθησαν για να σκηνοθετήσει, σε μεγάλες πλέον επιφάνειες τη ζούγκλα της Μαλαισίας, την έρημο της Ιορδανίας, τη Μόσχα και τη Σιβηρία, τις ανεμοδαρμένες ακτές της Ιρλανδίας, την Ινδία ολόκληρη. Και να εντάξει μέσα σε αυτά μυθιστορήματα κι ανθρώπους. Για να μας αφήσει παρακαταθήκη αυτά που δεν χορταίνουμε να βλέπουμε. Είναι καταπληκτικό να παρατηρήσει κανείς το έργο του και να δει την τελειότητα του στο εκάστοτε μέγεθος να φέρνει ως αποτέλεσμα πάντα κάτι μεγάλο. Την κατάκτηση του ανθρώπινου δράματος στην «Σύντομη συνάντηση» πως την μεγαλώνει λίγο παραπάνω όταν κάνει Κάρολο Ντίκενς με τις «Μεγάλες Προσδοκίες» σε μια μαυρόασπρη γοτθική πανδαισία που έχει να κάνει με την αίσθηση των χώρων όπως πηγάζουν από τα σενάρια, τα οποία καθοδηγεί ο ίδιος, μέχρι να φτάσουμε σε τούτη δω τη Βενετία κι ύστερα να σαλπάρουμε για τα κλασικά αριστουργήματα.
Και κάτι ακόμα: ΤΑ ΤΡΑΙΝΑ. Δεν υπάρχει άλλος σκηνοθέτης στον κόσμο με τη δική του εμμονή για τα τραίνα. Θυμηθείτε τη «Σύντομη συνάντηση» που όλη στρέφεται γύρω από το τραίνο, εδώ στη Βενετία την αρχή και το τέλος που την ηρωίδα τραίνο τη φέρνει στη χαρά- τραίνο την οδηγεί πίσω στη μελαγχολία, τη «Γέφυρα του ποταμού Κβάι» και πόσο άμεση είναι η σχέση με τη σιδηροδρομική γραμμή και το τραίνο που καταλήγει σε τραγικό ήρωα της υπόθεση, μα και στο «Λωρενς τη Αραβίας» ποιος δεν θυμάται τη ν επίθεση στο τραίνο που την καταγράφει ο Αμερικανός δημοσιογράφος και δεν λέω τίποτα για το «Δόκτωρ Ζιβάγκο» διότι είδαμε όλων των λογιών τις ρώσικες διαδρομές ων ουκ εστιν αριθμός. Στην «Κόρη του Ράυαν» του έλειψαν αλλά τα επανέφερε στο «Πέρασμα στην Ινδία» σε βαγόνι πρώτης θέσης πάνω από το Γάγγη αλλά και με τον «οδοντωτό» που ανηφορίζει στα βουνά για να γίνει το δράμα στις σπηλιές.
Αχ μεγάλε!
ΥΓ.Βεβαίως και πρέπει να δώσω κλείνοντας ένα «πιστοποιητικό» και στον διευθυντή φωτογραφίας , τον Τζακ Χίλντγυαρντ, που τον πήρε μαζί του στην ακολουθήσασα «Γέφυρα του ποταμού Κβά騻 για να πάρει εκεί τελικά το Οσκαρ φωτογραφίας. Απλά, η Βενετία είναι από μόνη της κάρτ-ποστάλ και καπελώνει τους οπερατέρ. Προς όφελος των σκηνοθετών που την επέλεξαν.