Το «Τετάρτη 04.45» το είδα με καθυστέρηση αφού είχα διαβάσει κι ακούσει χωρίς να βγάλω ασφαλές συμπέρασμα. Πήγα και το είδα για να το συμπεριλάβω στην «β΄προβολή» του siteκαι θα ήθελα αυτή η «Β’ ΠΡΟΒΟΛΗ» να ήταν πραγματικότητα και για τις θερινές αίθουσες, έτσι όπως δούλευε το σύστημα αλά παλαιά που επέτρεπε στις ταινίες τη «δεύτερη ευκαιρία».
Την ταινία θα τη χαρακτηρίσω «ΑΨΟΓΗ» αλλά στο β’ σκέλος του σημειώματος, αφού διατυπώσω προηγουμένως τη βασική μου ένσταση την οποία και θα προσπαθήσω να εξηγήσω. Η ένσταση μου αφορά στον προσδιορισμό της. Δεν ξέρω αν είναι κι «αυτοπροσδιορισμός» από τον ίδιο τον σκηνοθέτη της ή αν παρασύρονται πλέον όλοι από τα δημοσιεύματα κι από εκείνους που θέλουν να τους κατευθύνουν αλλά ο ορίζοντας τους είναι περιορισμένος με την επανάληψη του όρου «φιλμ νουάρ». Μόνο που υπήρχε ελληνικός όρος και ελληνικό είδος. Ηταν οι «ταινίες υποκόσμου» ή «ταινίες καταγωγίων». Το είχα αναφέρει και στην κριτική μου για την ταινία του Νικόλα Τριανταφυλλίδη «Οι αισθηματίες». Ο Τριανταφυλλίδης είχε ακολουθήσει εκείνη την οδό, το είχε κάνει απόλυτα ελληνικό. Η Αθήνα του ήταν Αθήνα κι όχι γιαλαντζί Λος Αντζελες.
Προς Θεού, δεν συγκρίνω τις δύο ταινίες, απλή αναφορά κάνω. Η ένσταση μου δεν αφορά στην υπεράσπιση της ελληνικής γλώσσας, δεν είναι εκεί το πρόβλημα μου αλλά στις κινηματογραφικές ρίζες. Και χωρίς τις ρίζες, κάπου χάνεσαι.
Ο Αλέξης Αλεξίου έχει σκηνοθετήσει άψογα την ταινία, της έχει δώσει ατμόσφαιρα εξαιρετική και ρυθμό ανάλογο, αναδεικνύεται σε αυτήν ο διευθυντής φωτογραφίας Χρήστος Καραμάνης με φωτισμούς υψηλής «νυχτερινής» ποιότητας εξωτερικών αλλά ΚΑΙ εσωτερικών χώρων αλλά…. αλλά… Αλλά είναι σαν να δίνει εξετάσεις ότι μπορεί να κάνει καλά το «νουάρ» όπως το κάνουν κι έξω. Δηλαδή οι Αμερικάνοι, Οπότε, κολυμπά σε πολύ ανοιχτή θάλασσα. Ενώ αν ακολουθούσε την εξέλιξη της ελληνικής εκδοχής στο είδος, θα εξέλισσε και το είδος. Και τον εαυτό του μαζί.
Βέβαια, καταλαβαίνω, ότι στα παιδιά των νεωτέρων γενεών, οι κινηματογραφικές ρίζες είναι διαφορετικές. Θεωρούν ρίζες τους, και δεν τους αδικώ, τις ταινίες που έχουν δει κι ο ελληνικός κινηματογράφος με τα είδη του, ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, δεν συμπεριλαμβάνεται . Κι έτσι χάνεται η εξέλιξη, κι ο κακόπιστος θεατής που αποφεύγει τον ελληνικό κινηματογράφο μένει έξω από το παιχνίδι και δεν συμβάλλει στην ανανέωση μιάς κινηματογραφίας. Μένουν οι αυτοαποκαλούμενοι «σινεφίλ» αλλά αυτοί είναι 100 άνθρωποι και δεν γίνονται πιστευτοί από τους πολλούς.
Από κει και πέρα, στην καθαυτή κριτική της ταινίας έχω να πω μόνο καλά λόγια. Διότι αυτό που ήθελε να κάνει ο σκηνοθέτης το έκανε αψεγάδιαστα. Κι ένας βασικός κανόνας της κριτικής, αν θέλει να λέγεται κριτική, μα και του θεατή που πάει στον κινηματογράφο, είναι να κρίνει το έργο και να δει το έργο με βάση αυτό που είναι, με βάση αυτό που το ίδιο το έργο ήθελε να είναι, με βάση αυτό που ο δημιουργός ήθελε να κάνει. Κι όχι αυτό που θα θέλαμε να δούμε ή να κάνουμε εμείς! Όμως, επειδή η κριτική δεν είναι για να βάζει αστεράκια ούτε να εκτελεί (μόνο) χρέη ψυχαγωγικού οδηγού παρά είναι για να βάζει και κάποια ζητήματα προς συζήτηση στο τραπέζι, καταθέτω αυτό το στοιχείο που με απασχόλησε. Ότι είναι μια όμορφη ταινία, χωρίς ρίζες. Βεβαίως και διαδραματίζεται στην Αθήνα, βεβαίως κι ο ήρωας ζει την οικονομική κρίση του σήμερα μέσα από το δικό του χώρο, το υπερχρεωμένο νυχτερινό κλαμπ , βεβαίως και δεν κάνει κήρυγμα περί οικονομικής κρίσης αλλά εμπνέεται από αυτήν και τη μεταφέρει στο δικό του κόσμο, κι όλο αυτό είναι προς τιμήν του, βεβαίως κι ως μαθητής δείχνει ότι έχει αφομοιώσει τα μαθήματα. Ισως μάλιστα σε μερικά χρόνια, η κριτική μου αυτή να φαίνεται εντελώς παρωχημένη διότι αυτό το περί ανακατέματος ριζών να έχει γίνει κατάσταση και τότε πιά, αν κάποιος τη δει μετά από 20 χρόνια στην TV να μη λάβει υπόψη του τέτοια πράγματα. Ναι, ο ρυθμός με την αγωνία του χρεωμένου ήρωα του υποκόσμου να προλάβει σε 32 ώρες να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του για να μη χάσει το μαγαζί του αλλά και τους προσωπικούς λογαριασμούς που έχουν κάνει μαντάρα και την προσωπική του ζωή(το μοντάζ του Λάμπη Χαραλαμπίδη βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το σενάριο του Αλεξίου) είναι δείγμα αφομοίωσης μαθημάτων, όπως επίσης και το casting κι οι ηθοποιοί. Ο Στέλιος Μάινας είναι άψογα αγχωμένος , το στοιχείο του άγχους που υπογραμμίζει με λεπτές αποχρώσεις στον ήρωα του, καθιστά την ερμηνεία του αυτή από τις κινηματογραφικά αρτιότερες του. Ο Δημήτρης Τζουμάκης επίσης με την υποδειγματική κινηματογραφική του άνεση και λιτότητα γίνεται αληθινός τοκογλύφος που δουλεύει για τη Μαφία. Ο Γιώργος Συμεωνίδης επίσης που κάνει τον ιδιοκτήτη του στριπτιζάδικου, έναν Αλβανό, ήταν για μένα αποκάλυψη.. Αντίθετα, τη Μαρία Ναυπλιώτου, δεν ξέρω γιατί δεν την αναγνώρισα και βεβαιώθηκα μόνο στους τίτλους φινάλε ότι ήταν εκείνη..
Γενικά, θα παραδεχτώ ότι έχει βγεί γενιά σκηνοθετών στην Ελλάδα, που , όμως, με τις ταινίες τους κάτι τρέχει και δεν φτάνουν στον προορισμό τους. Αυτό που κατά τη δική μου αντίληψη «τρέχει» βρίσκεται απλωμένο παραπάνω σε όλο το κείμενο.