Με την έννοια ότι ο χαρακτήρας του Λούσιους είναι ολόιδιος, ολόιδια γραμμένος με του Μάξιμου δηλαδή με τον χαρακτήρα του Ράσελ Κρόοου στο πρωτο φιλμ, δηλαδή ήθελαν να κινήσουν τον ΠΩΛ ΜΕΣΚΑΛ στα χνάρια εκείνα κι αποφάσισαν να δουλέψουν πάνω στο έτοιμο υλικό. Και βέβαια να του δωσουν και την αναλογη σεναριακή συμβαση ώστε να δικαιολογεί- άσχετοι δεν είναι. Δεν θα πω όμως περισσότερα επ’ αυτού, θα τα δειτε.
Βέβαια, στον χαρακτήρα επεφύλαξαν κι ένα παρελθόν αλλά κάτι έπρεπε να του βάλουν. Ο ιδιος ο Μέσκαλ αποδεικνύει εξαιρετικά πρωταγωνιστικά προσόντα κι μαλιστα δυναμικού ήρωα, ταινιών χλαμύδας, από παιδαρας βγαίνει άντρακλας κι αυτό είναι ένα ζητούμενο κι αυτό έχει να κάνει με ηθοποιία. Ο ηθοποιός ξέρει τι έχει αναλάβει, τι πρέπει να προβάλει, με ποιον τρόπο να το κάνει αυτό , εν χρειάζεται να είναι εκ προοιμίου «ματσό» για να τον παίξει, κ ο σκηνοθέτης του φτιάχνει το αναλογο πλαίσιο με τη συνδρομή καταρχάς των ενδυματολόγων (Ο ΡΙΝΤΛΕΗ ΣΚΩΤ δουλευει γενικά με σταθερούς συνεργάτες) και του ολοκληρώνουν αυτο που πρεπει να προβάλει. Όμως ο ρολος, ως γραψιμο, είναι κατάπολύ μια από τα προηγούμενα κι αυτό δεν θα επιτρεψει στον ηθοποιό να φτάσει στις ανώτατες διακρίσεις. Ενώ ο Ράσελ Κρόου είχε σηκώσει στους ωμους του σαν Ατλαντας ένα είδος που έμοιαζε πεθαμένο. Ωστόσο, τις προσωπικές του εξετάσεις ο Μέσκαλ τις έχει περάσει και σε ένα βαθμό κι ο Ριντλεη Σκωτ. Ο τελευταιος ως προς τ ι; Ως προς το ότι οργανωσε και σκηνοθετησε ευρηματικά ένα θέαμα. Το είδος που ο ίδιος επανεφερε από τη λησμονιά, τότε με τον «Μονομαχο» κι το πιστωσε στην ταινία, όχι όμως και προσωπικά στον ίδιο αναλογα. Η προσωπική του πίστωση ήταν τότε ο πρωταγωνιστης που το σώσε ψηλά. Οι θαυμαστές κι οι auter-ιστες κατά καιρούς τον έχουν παρουσιάσει τον Ρίντλεη Σκοτ κάπως μπερδεμένα, μπεερδεμένα από τους ίδιους, πάνω στο τι σκηνοθέτης είναι. Κάτι έχουν παρερμηνεύσει στο ξεκινημα του, μεσολαβησε και το «Blade runner» για το οποίο πολλά γραφτηκαν κι άλλα τόσα ειπώθηκαν και υπαρχει διχασμός ανάμεσα σε υποστηρικτές και πολέμιους κι από κει και πέρα επιχειρούν, σε κάθε τι που κάνει να τον ενταξουν στους auteurs, να τον κρινουν σαν να ήταν auteur της θεωρητική έννοιας ενώ τα έργα του, ως προςα υτο, είναι το απολυτο αλλα αντ’αλλων. Ενας χολυγουντιανός σκηνοθέτης είναι με καλή αισθητική αλλά και με άνισα αποτελέσματα. Σε αυτά περιλαμβάνονται και πολλές ξεπέτες και μαλιστα ποικίλων ειδών. Ενπάση περιπτωσει, με την εργοκεντρκή έννοια, καλός σκηνοθέτης είναι όταν το θελει, στο «Μονομάχο 2» ήθελε να ανανεωσει το αντικείμενο ως θέαμα. Και να δειξει ότι μπορεί να επιβάλει κι αλλον πρωταγωνιστή.
Σε όλο το έργο, δομικά ισχύει το σαν να ξανακάνει τον «Μονομάχο» τον πρώτο. Ο τρόπος όμως που το κάνει είναι συναρπαστικός, ενίοτε και γοητευτικός. Το οπτικοακουστικό του είναι θεσπέσιο. Φωτογραφία, Σκηνικά και Κοστούμια, καθώς κι Οπτικά Εφφε παρατάσσοναι για οσκαρική βραδιά κι εκείνος που μεγαλουργεί και πάλι είναι ο Ηχος.
Λογω ελλειψης σεναριου λείπουν οι τονισμένοι συμπληρωμαικοί χαρακτηρες, λείπει ο «Κόμοδος» (κι η αλα..Τζεημς Ντην «ανατολικά της Εδεμ» εκδοχή του από τον Γιόακιν Φινιξ), υπάρχει όμως ο ΝΤΕΝΖΕΛ ΓΟΥΩΣΙΓΚΤΩΝ.
Κι είναι αυτος που εκπροσωπεί το καινούργιο, που αντιπροσωπεύει στην κυριολεξία το «Νο2» και το κάνει αυτόνομα, είναι ο κακός κατά το σεναριο Μαρκίνος, υπαρκτό πρόσωπο, με παρεμβαση μυθοπλασίας πάντως εδώ, το «μαυρος» δεν εχει να κάνει με το πολιτικώς ορθόν και με το wοke όπως συμβαίνει σε άλλες ταινίες εποχής της συγχρονης μόδα,ς, ο Μαρκίνος ήταν Βερβερίνος, Βέρβερος, Μπαρμπαριά που λέμε, βορειοαφρικανοί πειρατές, έμορος όπλων κι διοργανωτής μονομαχιώνο οποίος μετά τον Καρακάλα είχε φτάσει στα ύπατα αξιώματα, και σύμφωνα με κάποιες πηγες δεν είχε πάει και ποτε του στη Ρωμη…
Εδώ, εχουμε να κάνουμε με τη μυθοπλασία, με το πως τον θέλει η ταινία τον Μαρκίνο, κι ο Ντένζελ πραγματικά υπογράφει τον ρόλο και παίζει με σοβαρότητα το ανάλαφρο είδος.