Το «ΥΠΑΡΧΩ» εντάσσεται στο είδος που λέγεται «ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ» και πάνω σε αυτό το είδος πανεπιστημιακές σχολές και σεναριακές σπουδές διδάσκουν πραγματα που καλό είναι να τα ξέρουμε ώστε να κάνουμε πρισματκή κριτική και να απολαμβάνουμε ως θεατές καλύτερα ένα έργο, διευρύνοντας και τους ορίζοντες μας και το καλλιτεχνικό μας κριτήριο κατά βαση κι αισθητήριο κατόπιν. Τα διαχωρίζω λίγο επειδή το δεύτερο άπτεται και του «γούστου»
Με βαση αυτή την τοποθέτηση θελω να επισημάνω ότι σε μια κινηματογραφική βιογραφία που αφορά σε ιστορικό πρόσωπο, σε πολιτικό, σε καλλιτεχνη, σε αθλητή, σε επιστήμονα, σε ακτιβιστή, από τη στιγμή που δεν μιλάμε για ντοκυμαντέρ αλλά πρόκειται για ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ, το σενάριο και το έργο οφείλουν να ακολουθήσυν τους κανόνες της Τέχνης κι όχι της όποια πραγματικότητας του προσώπου, χώρια ότι κι η πραγματικότητα είναι διαφορετικήη όπως την κοιταζει ο κάθε άνθρωπος με τα δικά του μάτια.
Συνεπώς όταν βλέπουμε μια βιογραφία το πρώτο που αναγνωρίζουμε-αυτά τα έχω διδαχθεί σε πανεπιστμιακά course στην Αμερική και τα διδάσκονται και στις Ακαδημίες και τις πανεπιστημιακές σχολές ΚΑΙ της Ευρωπης και της Αυστραλάις και του Καναδά, είναι η ματιά. Πως θέλουμε να δουμε το βιογραφούμενο προσωπο. Και πριν από αυτό, ως πρώτιστο των πρωτίστων, που δεν ισχύει μόνο για τις βιογραφίες αλλά και για όλα τα έργα, ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΖΗΤΑΜΕ ΑΠΟ ΕΝΑ ΕΡΓΟ ΝΑ ΗΤΑΝ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΑΠΌ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟ ΙΔΙΟ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ!!!!!!!!
Ειδικά στα βιογραφίες που ο καθενας θα ήθελε να δει το δικό του βιογραφούμενο πρόσωπο πάνω στον ήρωα, τα δικά του γεγονότα, εκείνα που ο ίδιος περίμενε, μόνο που ο σεναριογραφος κι ο σκηνοθέτης έκαναν το δικό τους έργο κι αυτό μας καλουν να δούμε και να κρίνουμε. Με βαση, όμως, το ΠΩΣ το έκαναν κι όχι αν επελεξαν τα στοιχεία που εμείς θα θέλαμε
Κι εδώ βεβαίως θα έρθει η δικαιολογημένη απορία και η πιθανότητα μιας ένστασης ότι μπορεί σε θεατή αυτή η επιλογή να μην αρέσει. Δικαίωμα του στα να μην του αρέσει. Όχι όμως και να ηθελε άλλο έργο από εκείνο που είδε. Τοτε καλείται να πάψει να είναι θεατής και να καθίσει να φτιάξει το δικό του έργο, όπως εκείνος το θέλει.
Μετα από αυτή την μακροσκελή εισαγωγή προχωρώ στο «ΥΠΑΡΧΩ». Το οποίο μας δείχνει τον Στέλιο Καζαντζίδη ετσι όπως τον επέλεξαν ο σκηνοθέτης ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΕΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ κι η σεναριογράφος ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΠΕΗ κι όπως συνεργάστηκαν. Κι αυτό θα κρίνουμε
Επέλεξαν το δρόμο της αφηγηματικής βιογραφίας, με διαλεγμένα επεισόδια από τη ζωή του καλλιτέχνη, επέλεξαν το κοινωνικό το κομμάτι, τη σχεση του με τα τραγουδια, με τις τρεις γυναίκες της ζωής του, την Καίτη Γκρεϋ, τη Μαρινέλλα, τη Βασω και φυσικά με την καθοριστική μητέρα του, Κυρία Γεσθημανή.
Δεν επέλεξαν τον εσωτερικό σεναριακό δρόμο, δεν επέλεξαν να φτιάξουν ένα δράμα ψυχισμού, σε σχέση ας πούμε με αυτό που κάνει ο Πάμπλο Λαραϊν στη «Maria»για την Κάλας, επέλεξαν να προβάλουν τον Καζαντζίδη μέσα από την εξιστόρηση και την επιλογή περιστατικών σε μια συρραφή η οποία διηγείται στρωτά και με τον τρόπο της κρατά και τον θεατή αφου του αφηγείται την ιστορία ως διήγηση, ως παραμύθι.
Ναι, η προδιάθεση είναι συμπαθώς διακείμενη προς τον Καζαντζίδη. Του προβαλει τα στοιχεία που τον κατεστησαν λαϊκο είδωλο. Και τις όποιες συγκρούσεις μέχρις αυτού το σημείου που εξυπηρετούν αυτή τη θέση. Αγιογραφία; Θα μπορούσε κανείς να πει «ναι», όμως, σε ένα τέτοιο σεναριακό, επιστηομνικο μάθημα, η πρώτη ένσταση που θα ακουγόταν θα ηταν «και γιατί όχι;». Για ποιο λόγο δηλαδή δεν έχουμε δικαίωμα να δούμε ένα βιογραφούμενο πρόσωπο μέσω της..αγιογραφίας (αν κι η ταινία δεν είναι 100 /ο/ο αγιογραφία). Όμως το θέμα δεν είναι αν επιλέγουμε την αγιογραφία που είναι καλλιτεχνικό δικαίωμα κι αυτή, το θέμα είναι αν αυτά που επιλέγουμε για στοιχεία της είναι σε θέση να την στηρίξουν.
Επειδή το νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις, σε αυτή την περίπτωση, είτε της αγιογραφίας είτε της απάλειψης στοιχείων, την πληρωνουν κάποιοι στηρικτικοί χαρακτήρες. Απο τη στιγμή που αποφεύγονται οι συγκρούσεις, μοιραία κι οι ηθοποιοί που τους ανέλαβαν δεν θα μπορέσουν να ερμηνεύσουν τις μεταπτώσεις, να τους δουν σφαιρικά, θα μείνουν στις πρωτες επισημάνσεις με τις οποίες πέρασαν τις εξετάσεις για το ρόλο με πολύ καλό βαθμό αλλά η μη εξέλιξη δεν τους επέτρεψε την μεγαλη δημιουργία. Αναφέρομαι σε δυο περιπτώσεις στην ταινία, στον ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΙΟΥΝΤΑ και στον ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΡΑΜΙΧΟ. Ο πρώτος μπόρεσε κι έπλασε κι έφτιαξε τον ΧΡΗΣΤΟ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟ ως ένα συμπαθές και γεμάτο ευγνωμοσύνη παιδί που θεωρει τιμή ότι το είδωλο του τον πήρε στην ορχήστρα του στα 17 του χρόνια και του έδωσε τη δυνατοτητα να γράψει τραγουδια και να μεγαλουργήσει. Ο Σιούντας (που τον βλέπω και στο σήριαλ “Grand Hotel” και δείχνει κι εκεί τα προσόντα του) βρήκε το ύφος, το χαμογελο, τον τρόπο εκφοράς να ζωντανεψει τον ευγνώμονα και ταλαντούχο πιτσιρικά απέναντι στο είδωλο. Και τον αφησαν εκεί. Διότι αυτά πο συνέβησαν στην πορεία με τη σχεση Νικολοπουλου-Καζαντζίδη που ήρθαν τα πάνω-κάτω ,η ταινία τα απαλείφει αρα κι ο ηθοποιός μένει εκεί, στο ευρηματικό ζεστο χαμόγελο. Το ανάλογο ισχύει και στην περίπτωση του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΜΙΧΟΥ ο οποίος ως πεπειραμένος ηθοποιός προλαβαίνει κι επισημαίνει με τον τρόπο του μια παγίδευση στη συμφωνία Μάκη Μάτσα και Καζαντζίδη, το έργο όμως δεν θέλει, για δικους του λόγους να δειξει τα μετεπειτα, που έφτασαν δημοσιογραφοι στο σημείο να στέλνουν το θέμα στη Βουλή και να ζητουν εθνικοποίηση της φωνής του Καζαντζίδη , για να ξεμπλοκαριστεί από τη παγίδα συμβολαίου.
Αυτά τα λέω όχι για άλλο λόγο, για να υπαινιχθώ «ελλείψεις», αλλά για να επισημάνω το γεγονός πως στη βιογραφία, εμείς που την κάνουμε ,επιλέγουμε τι θέλουμε να δείξουμε κι όπως μου ειχε διδάξει ο ΣΥΝΤΝΕΫ ΠΟΛΛΑΚ πρεπει να ξερει ο σκηνοθέτης κι ο σεναριογραφος να προχωρα σε θυσίες προκειμένου να στηρίξει το έργο του.
Αυτο λοιπόν είναι το σχήμα πάνω στο οποίο στήνεται το «ΥΠΑΡΧΩ». Και το «Υπάρχω» στήνεται σε μια απολαυστική αφηγηματική γραμμή από τον ΓΙΩΡΓΟ ΤΣΕΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟ κι από το μεγάλο ρίσκο να βάλουν τον ΧΡΗΣΤΟ ΜΑΣΤΟΡΑ να υποδυθεί τον Στέλιο. Κι ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ δικαιωνει το στοίχημα και την επιλογή και την φροντίδα Τσεμπερόπουλου. Ναι, βγαίνει Ηθοποιός. Διότι είναι ολοφάνερο ότι ο σκηνοθέτης δεν του έδωσε το ρήμα «παίξε» αλλά του πρόστασε το ρήμα «νιωσε!!!». Κι ο Μάστορας πρώτα ΕΝΙΩΣΕ τον Καζαντζίδη, συναισθάνθηκε ως τραγουδιστής τα βιώματα, κι από κει μετά, εξεφραζε αυτά που συαισθανόταν για τον Καζαντζίδη και δεν πήγε να τα «παίξει» ώστε πέσει σε άλλου τυπου παγίδες. Κερδίζει το στοιχημα και προσωπικά και για λογαριασμό της παραγωγής και της σκηνοθεσίας και βεβαια εντυπωσιαστηκα σε κάτι που δεν είναι ακριβως της αρμοδιότητας μου, στο τραγουδιστικό. Περίμενα ως το τελος τους τιτλους τελος για να δω ποιος λέει τα τραγουδια. Μηπως εχει γίνει κάποια ηχοληπτική μίξη, μήπως κάπου ανακατεύεται κι φωνή του Καζαντζίδη, μεσα από τις ευρηματικές ενιρχηστρώσεις του ΜΙΝΩΑ ΜΑΤΣΑ.. Κι όμως όχι, ΤΑ ΛΕΕΙ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ. Και η φωνή το Καζαντζίδη δεν είναι μια οποιαδήποτε φωνή που μπορείς να τη μιμηθείς , ούτε στα ανεβοκατεβάσματα ούτε ως ηχόχρωμα. Παρασύρθηκα σε δυο τρία τραγουδια και τραγουδησα κι εγω μαζί του. Ειδικά στο «Θολωμένο μου μυαλό» του Ακη Πάνου που είναι κι από τα αγαπημένα μου.
Όλα τα «περασματα» κι οι φυσιογνωμίες εχουν σκηνοθετηθεί θαυμάσια, ΜΙΧΑΛΗΣ ΒΑΛΑΣΟΓΛΟΥ, μα ίδιος ΣΕ ΟΛΑ ο ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ; Τι θαυμα διανομής είναι αυτό (ΜΑΚΗΣ ΓΑΖΗΣ ο υπεύθυνος σε όλη αυτην υπέρλαμπρη διανομή?), η «Μαρινέλλα» της ΑΣΗΜΕΝΙΑΣ ΒΟΥΛΙΩΤΗ είναι η Μαρινέλλα ΄πως τη θλει το σεναριο για τη συγκεκριμένη εκδοχή Καζαντζίδη, τονίζει το καλοψυχο αλλά και το προσγειωμένο και το φιλοδοξο σε ηπιους ,τρυφερους τόνους, η «Κυρα Γεσθημανη» της ΑΓΟΡΙΤΣΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ μέσα από τις συντομες σεναριακες επισημάνσεις είναι η παρεμβατικη μητέρα-πεθερά όπως τη θελει ο μύθος, η ΑΝΝΑ ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ όταν λέει « όλη η Ελλάδα λάτρευε τον Καζαντζίδη ,εγω αγάπησα τον Στέλιο» βγάζει τη συγκινηση του τι σημαινε η «Βασω» στην τρίτη ερωτική πράξη της ζωής του και…και..και..
ΚΑΙ…..
…..Αυτό που συμβαίνει με την «ΚΑΙΤΗ ΓΚΡΕΫ» της ΚΛΕΛΙΑΣ ΡΕΝΕΣΗ είναι μεγαλη στιγμή. Είναι ο ορισμός της έννοιας supporting actress, της στηρικτικής ηθοποιού, το εκτόπισμα κι η παρουσια κι ο χειρισμός της «Καίτης Γκρεϋ», στον πιο ωραιο από τους γυναικείους ρόλους του σεναριου, ναι θα το πω ωμά, είναι αυτή που θα έπρεπε να πάρει το φετινό Oscar β’ γυναικείου ρόλου, αν η ταινια έφτανε ως εκεί. Το λεω με απολυτη υπευθυνότητα και μετα λόγου γνωσεως λένε ότι αυτό που είδα στην Κλέλια Ρένεση δεν το είδα σε καμία από τις υπέροχες φετινές supporting τις εν δυναμει για το Oscar, τις υπέροχες κι εννοώ και τη Ροσελίνι στο «Κονκλάβιο» και τη Σαλτάνα στην «Πέρεζ», η Κλελια Ρένεση ως «Καιτη Γκρευ» τις τρωει όλες.!!!!!!!!!!!!!!!! Και βέβαια την ολοκληρώνουν η ΜΑΡΙΑ ΚΟΝΤΟΔΗΜΑ ενδυματολογικά κι ο ΧΡΟΝΗΣ ΤΖΙΜΟΣ κομμωτικά, έχω να λέω για αυτήν.
Φωτογραφία(ΔΡΚΟΥΛΑΡΑΚΟΣ), Σκηνικά (ΔΑΓΚΛΙΔΗΣ), δίνουν εποχή και περιβάλλον, στον Ηχο ο ΒΑΡΥΜΠΟΜΠΙΩΤΗΣ με τον ΑΝΤΥΠΑ, τον ΛΟΥΖΙΩΤΗ και τις μουσκες επεξεργασίες-παρεβασεις του ΜΑΤΣΑ , κι ο ΤΣΤΣΙΠΟΥΛΟΣ στο μονταζ το ενισχυτικό της αφηγησης συμβάλλουν στην υπογραφή της ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ ΤΣΕΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ