Ο Κόπολα είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση, είναι ένας μεγάλος σκηνοθέτης με πάρα πολλές αποτυχίες. Κι οι αποτυχίες είναι ηθελημένες ωστόσο εδώ παραβιάζεται εργοκεντρικός κανόνας-τι πάει να πει «ηθελημένες»; Πως το ξέρουμε; Όπως μας έχει διδάξει ο Αριστοτέλης κι οι αναλυτές του ότι το έργο βλέπουμε, το έργο κρίνουμε , το εργο είναι αυτό που μιλάει, τις προθέσεις του δημιουργου δεν τις ξερουμε ώστε να καταστρατηγησουμε τον κανόνα και να μιλήσουμε αυθαίρετα για «προθέσεις», αναλογα με την συμπάθεια. Όταν τα κάνουμε αυτά, ε, κακά τα ψέματα, έχουμε ξεστρατίσει από την κριτική του έργου.
Ο Κοπολα λοιπόν εχει πολλές αποτυχίες με μόνη τη διαφορά ότι οι περισσότερες, πλην μιας δυο , ήταν όλες ΚΑΛΟΣΚΗΝΟΘΕΤΗΜΕΝΕΣ.
Μα τι σημαίνει «καλοσκηνοθετημένη αποτυχία»; Αμα είναι καλά σκηνοθετημένη, τότε που αποτυγχάνει; Μήπως σε όλα τα υπόλοιπα; Μα όλα αυτά δεν είναι η σκηνοθεσία;
Ναι, είναι! Το να μπορείς όμως να γοητεύεις με τον τρόπο που στήνεις κι αφηγείσαι, με τα κόλπα που κάνεις είτε με τη μηχανή είτε με τη δόμηση, ακόμα και με την άναρχη και να μπορείς να ασκείς πάνω στο θεατή μια σαγήνη, που να μην ξέρει να του αρεσει ΄δεν του αρέσει ΄γ να μην μπορεί να προσδιορίσει. Αυτό είναι στοιχείο μιας μεγαλης υπογραφής που κατέχει το αντικείμενο.Το να γοητεύει με τον τρόπο που τα δείχνει κι όχι με αυτά που δείχνει, τα οποία μπορεί να είναι και άλλα αντ’άλλων
Στο «MEGALOPOLIS» είδα ακριβως αυτό που έχω δει και σε άλλες καλοσκηνοθετημένες αποτυχίες του Κόπολα. Με κυριο χαρακτηριστικό τη μεγαλοστομία ή τη μεγαλομανία. Μεγαλοστομία επειδή έχει ένα διδακτισμό στο ύφος αλλά αν είχε ξεκαθαρο περιεχόμενο κι είχε δουλέψει παραπάνω το σεναριο δεν θα πείραζε, διοτι είναι απαραδεκτο στον Κόπολα να υπάρχουν σοβαρες ελλείψεις στα σεναρια καθοτι είναι από τους μεγαλύτερους σεναριογραφους, από τους μεγαλύτερους σεναριογραφους-σκηνοθέτες, το σεναριο είναι η βαση κι από εκεί αντλεί τη σκηνοθεσία του αλλά από εκεί και μετά, καθοδον, χάνεται.Στις περιπτώσεις που αποτυγχάνει. ‘Η χάνει το μέτρο
Κάτι σαν τη «Μητρόπολη» του Φριτς Λανγκ να ήθελε να κάνει κι ο τίτλος το υπαινίσσεται, κάτι σαν υιοθετηση γερμανικού εξπρεσιονισμού, κάτι σαν αλληγορία σημερινής Αμερικής και Ρωμιακής Αυτοκρατορίας σρη φάση της τελευταίας πράξης της παρακμής λίγο πριν από την πτώση, όλα είναι ογκώδη, είναι μεγαλεπήβολα, κάνει παραλληλισμους με τις δυο «αυτοκρατορίες» και παίζει ακόμα και με τα ονόματα, Ο ασυμβίβαστος κεντρικός ήρωας, ο αρχιτέκτονας της Νέας Ρωμης, λέγεται Καταλίνας, κι η Νέα Υόρκη φυσικά λέγεται Νεα Ρώμη, ο δημαρος λέγεται Κικέρων κι είναι μέλλων κι άσπονδος πεθερός του αρχιτέκτονα, όπου ο μεν πρώτος είναι ιδεαλιστής ενώ ο δευτερος πραγματιστής κι εμλέκονται διαφορα παράταιρα πρόσωπα, που ο Κοπολα ως μεγαλος σκηνοθέτης κάνει εκπληκτική διανομή και βάζει ονόματα σε μαεστρκές καταστάσεις που δεν έχουν ρόλους αλλά ξεγελούν ως ερμηνείες. Ας πούμε ο ΓΙΟΝ ΒΟΪΤ. Με τον ΝΤΑΣΤΙΝ ΦΟΜΑΝ από την άλλη, δεν ολοκληρώνει.To αντίπαλο ντουέτο ΑΝΤΑΜ ΝΤΡΑΪΒΕΡ και ΤΖΑΝΚΑΡΛΟ ΕΣΠΟΖΙΤΟ δεν διαθέτει το αναλογο εκτόπισμα , τον αναλογο όγκο ώστε να ξεχωρίσει και να αναδειχθεί μέσα από όλες αυτές τις κατασκευές οι οποίες είναι εντυπσιακές και σχεδιαστικά και χρωματικά και μέρος της γοητείας που ασκεί το εργο, σε όσους την ασκήσει.
Απλά, φευγοντας από την ταινία με τις αλληγοριες της, τις διδασκαλίες της και με τα στοιχεία που επιστρατευονται για να γοητεύσουν έναντι του κενού, συνειδητοποιώ για μια ακόμα φορά ότι Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΙΧΡΕΩΤΙΚΑ ΣΥΝΩΝΥΜΟ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ, ΤΗΣ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑΣ.