Σημειωτέον συνεργάζεται με την ίδια σεναριογράφο, που συνέπραξαν στην «Ευτυχία», την ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΠΕΗ. Και τόσο εκείνη όσο κι εκείνος αποκαλύπτουν άλλες προσπάθειες και καταλήγουν σε διαφορετικές ικανότητες. Αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος, αν πάμε βάσει της θεωρίας του auteur κι αρχίσουμε να μιλάμε περί των δημιουργών κι όχι περί της ταινίας. Περί των δημιουργών λοιπόν μπορούμε να πούμε τόσο για την Μπέη όσο κι ειδικότερα για τον Φραντζή, πως τελικά δηλώνουν ανήσυχοι. Του Φραντζή η φιλμογραφία, αν εξετασθεί ταινία προς ταινία, και δεν θα το κάνω από εδώ διότι ούτε οπαδός της θεωρίας είμαι ούτε είναι αυτό το αντικείμενο της κριτικής, ωστόσο δεν μπορώ να μην το τονίσω διότι είναι το χαρακτηριστικό μέσα από το οποίο θα δούμε το έργο. Διότι αυτό το έργο έκαναν, ένα διαφορετικό από τα προηγούμενα. Στο σενάριο συνεργάζεται κι ο ΚΩΣΤΗΣ ΣΑΜΑΡΑΣ.
Και το τωρινό , με τίτλος «Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΡΦΥ» που κατά την παρακολούθηση της ταινίας και της ιστορίας αποδεικνύεται πολύ πιο παιχνιδιάρικος, από όσο του φαίνεται, και προσδιορίζει κωμωδία.
Διότι κωμωδία είναι «Ο νόμος του Μερφυ». Κι αυτό είναι που ξενίζει και με αυτά που παράγει ο auter-ιστικος κινηματογραφικός μας τόπος, και η τόλμη του Φραντζή να ασχοληθεί με κάτι από το είδος.
Βέβαια το σοφιστικέ στοιχείο δεν λείπει, το έχει εν δυνάμει το auter-ίστικο , δεν πάει να κάνει κωμωδία για το κοινό, κάνει κωμωδία για ένα φεστιβαλικό ακροατήριο, είναι όμως κωμωδία.
Κι είναι κωμωδία που έχει ως βάση την ψυχανάλυση, από αυτήν που πάσχει αρκετά ο ελληνικός τόπος ειδικά ως παραδοχή κι αναγνώριση από προηγούμενες γενιές που την ψυχανάλυση την απέφευγαν όταν δεν την κορόιδευαν ή την υποτιμούσαν, ειδικά την ψυχοθεραπεία που τους τρομάζει κι ως λέξη, πάντως το ολο αίνιγμα της κωμωδίας είναι η ψυχανάλυση της ηρωίδας..Ο διαταραγμένος εσωτερικός της κόσμος που ξεκινά από διαταραγμένα βιώματα και μετατρέπεται σε κάτι κωμικό, που μάλλον αποκρυσταλλώνεται κωμικά κι είναι σαν να κατάγεται από το «οκτώμιση» κι αρκετά από την «Τζουλιέτα των πνευμάτων» σε επίπεδο ψυχανάλυσης και παρουσίασης αυτής. Μέσα από ένα γκροτέσκο χρωμάτων και σκηνικων , η ηρωίδα που είναι μια αποτυχημένη ηθοποιός η οποία έφτασε στα 40 κι ακόμα την παλεύει, μπαίνει σε μία «δίνη με κάποιες σεναριακές αφορμές καθόλου αυθαίρετες που είναι όμως για να εξυπηρετήσουν κωμωδία ,κι η δίνη αυτή την οδηγεί σε ατραπούς φανταστικές και παράξενες , που περνούν κι από το κράτος του σουρεαλισμού κι από τα σύνιρα του γκροτέσκο, ωστόσο ο Φραντζής ως σκηνοθέτης διαχειρίζεται με λεπτότητα την διόγκωση που απαιτεί κι υπαγορεύει το είδος. Αυτή η λεπτότητα στον χειρισμό, στην οποία συνηγορεί το αισθητικό κομμάτι, με τη φωτογραφία του πεπειραμένου κι από ξένες παραγωγές ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΒΕΛΑ και με τα σκηνικά του ΜΙΧΑΛΗ ΣΑΜΙΩΤΗ είναι που κανει την ταινία να λειτουργεί ακόμα κι όταν σποραδικά δείχνει να χάνεται.. Η συνέπεια στο ύφος κρατά τις σταθερες και βέβαια συμβάλει τα μεγιστα η δουλειά στο ΜΟΝΤΑΖ του ΛΑΜΠΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ που της οφειλει πολλά η ταινία στη διατήρηση της αλα κωμωδία, ταυτότητας. Της κρατα τις απίστευτες ισορροπίες. Με άλλα λόγια ο Αγγελος Φραντζής , σε αυτό το κωμικό άνοιγμα , έχει βάλει μια δική του σκηνοθετική υπογραφή, στη στιγμή που το έχει μεταδώσει σε όλους τους συντελεστές και βέβαια καταλήγει στους ΗΘΟΠΟΙΟΎΣ από τους οποίους ουσιαστικά και ξεκινά, οι οποίοι είναι πραγματικά συντονισμένοι με αυτή την απόπειρα για κωμωδία κι αποδεικνύουν τις αντοχές τους στο είδος, όσοι, ως τώρα , δεν είχαν την ευκαιρία για κάτι τέτοιο. Κι εννοώ, πρώτη και καλύτερη την ΚΑΤΙΑ ΓΚΟΥΛΙΩΝΗ, η οποία δείχνει εδώ ότι το ταλέντο της έχει τη δυνατότητα να την οδηγεί και σε κωμικούς παράδρομους, χωρίς να χάνει το δραματικό ύφος της, που είναι υφος και της ηρωίδας. Η Γκουλιώνη αποδεικνύει πολύ αξιοπρόσεκτες δυνατότητες στο να κάνει τα βιώματα και τις ατυχίες και τις γκρίνιες της ηρωίδας , κωμικές. Επίσης, για τον ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ θα έλεγα τα ανάλογα, κυρίως στην αρχική σκηνή του καβγά, οποίος τον παίζει με τη δέουσα υποψία περί κωμωδίας. Κι η ΒΑΓΓΕΛΙΩ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗ επίσης στο ρόλο της ψυχοθεραπεύτριας που ισορροπεί το κωμικό με το σοβαροφανές στοιχείο κι ετοιμάζει το δρόμο για μια κρυμμένη έκπληξη όταν θα την αναλάβει την ηρωίδα αυτή, τον χαρακτήρα αυτό, παρακάτω η ίδια η Γκουλιώνη. Επίσης και για τον ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΟΛΥΧΡΟΝΗ που του δίνεται η ανάλογη δυνατότητα. Για τον υπέροχο ΧΡΗΣΤΟ ΣΤΕΡΓΙΟΓΛΟΥ δεν θα πω κάτι, τον ξέρουμε από κωμωδία κι εδώ της δίνει τη δραματική της πιθανότητα. Για την χρήση κι αξιοποίηση της ΤΟΝΙΑΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ θα μιλήσω, από μεριάς Φραντζή, θαρρείς κι είχε προβλέψει το «Substance»….Ο ΘΑΝΟΣ ΤΟΚΑΚΗΣ λειτουργεί επίσης ως σκηνοθετικό αίνιγμα, όσο για τον ΝΙΚΟ ΚΟΥΡΗ αυτός είναι εδω κάτι σαν …Βοσκόπουλος στο «Μαριχουάνα Στοπ» και Τζων Μάλκοβιτς στο «μυαλό του Τζων Μάλκοβιτς», είναι ο Κουρής σε μια χρήση σύμπτυξης και των δυο, με το πως η ηρωίδα αφενός αναζητεί τον Κουρή κι αφετέρου πως της τον διαχειρίζεται η ταινία.
Αυτά που γράφω είναι η αποτύπωση της ταυτότητας του φιλμ και των όσων θα δει ο θεατής. Οπότε, επειδή συνεχώς θα διαβάζει περί «κωμωδίας» να έχει ξεκαθαρίσει στο μυαλό του ότι δεν πρόκειται για κωμωδία της κλασικής σχολής, μην περιμένει Σακελλάριο αλλά ούτε και Περάκη..
Ειδική μνεία στον ΣΤΑΜΑΤΗ ΚΡΑΟΥΝΑΚΗ, ο οποίος έχει κάθε λόγο να αισθάνεται περήφανος για αυτή την ταινία. Εδώ εμφανίζεται με έναν άλλο τρόπο. Πιο κινηματογραφικό, συμμετέχει με τις νότες του και τις ενορχηστρώσεις του, ηρεμα και διακριτικά στο να συνοδεύει μια αίσθηση με αυτό τον τροπο. Ούτε τραγούδι ούτε θέμα τραγουδιού..Ωσπου στο τέλος, έρχεται να καταθέσει ένα μιούζικαλ, έκπληξη κι αυτό της σύλληψης του Φραντζή και του Κραουνάκη που αναλαμβάνει το εγχείρημα. Ένα μινι μιούζικαλ μέσα στο πνεύμα της ταινίας και σε όσα ανέφερα για αυτήν πιο πάνω. Και σε όλο το μήκος της κριτικής.