Και δηλαδή; Θα ρωτήσει κάποιος. Δεν είναι καλό το έργο ; Το έργο είναι μια χαρά, πάνω σε αυτό που είναι. Είναι ένα «μικρό» έργο, που δεν παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη στο σεναριο του, παρόλο ότι προέρχεται από βιβλίο, τα βιβλία, όμως, είναι για να περιγράφουν σκέψεις ηρώων. Και στην ανάγνωση, κάτι τέτοιο κυλά πολύ ομαλά. Ειδικά όταν οι σκέψεις έχουν ενδιαφέρον ως σκέψεις. Η σεναριακή ανάπτυξη, που είναι διαφορετική από τη λογοτεχνική, χρειάζεται άλλου τύπου εξέλιξη. Κι επειδή πρόκειται για περιστατικό που βγαίνει μέσα από μια τραγωδία αιώνων, η ανάπτυξη του περιστατικού καθώς και του ήρωα που εμπλέκεται με το περιστατικό, δεν είναι τόσο ανάλογη.
Το ιστορικό γεγονός είναι τα εγκλήματα της Καθολικής Εκκλησίας εις βάρος ανυπεράσπιστων, παραστρατημένων κοριτσιών, που τα έκλειναν στα μοναστήρια, τους αποσπούσαν τον «καρπό της αμαρτίας» η «και του λάθους», σε πιο ευμενείς εκδοχές ,και μετά, Κύριος Οίδε…
Εχουν γίνει έργα πάνω σε αυτά τα θέματα γύρω από την Καθολική Εκκλησία της Ιρλανδίας, γύρω από τα νόθα, γύρω από τις βασανισμένες καλόγριες. Μια ιστορία που μόλις πρόσφατα υποτίθεται ότι πήρε κάποια λύση..Υστερα από τρεις αιώνες κολαστηρίου όπου κανείς ποτέ δεν λογοδότησε.
Το περιστατικό, μέσα από την Ιστορία, που εξετάζει η ταινία και το δανείζεται από μυθιστόρημα, είναι μιας καλόγριας που τη βρίσκει ένα βράδυ ξεπαγιασμένη , παραπεταμένη σε μια αποθήκη του μοναστηριού, ο καρβουνιάρης , που συνεργάζεται με το μοναστήρι. Και διαπιστώνει, με φρίκη, αλλά και τρόμο ότι η ξεπαγιασμένη καλόγρια είναι έγκυος.
Κεντρικός ήρωας της ιστορίας μέσα από την οποία βιβλίο και σενάριο αφηγούνται, θα στέκομαι όμως στο σεναριο σε όλη τη φάση της κριτικής , επειδή είναι κινηματογραφική κριτική κι όχι λογοτεχνική-επαναλαμβάνω- και μας ενδιαφέρει αυτό που βλέπουμε. Το σενάριο, λοιπόν έχει για κεντρικό ήρωα τον καρβουνιάρη που βρίσκει σε άθλια κατάσταση τη νεαρή. Ποια είναι η εποχή; Ετος 1985. Που διαδραματίζεται; Κάπου στη Νοτια Ιρλανδία, στη κανονική, στην Καθολική. Ποιός είναι αυτός ο καρβουνιάρης; Είναι ένας σχετικά νεος σε ηλικία άνθρωπος, που παλεύει για το μεροκάματο, που κάθε βραδυ όταν γυρίζει στο σπίτι και προσπαθεί να διώξει από πάνω του τη βρώμα,, θρέφει τέσσερις κόρες και τη σύζυγο. Αρα, ένας άνθρωπος με επαφή στενή με το γυναικείο φύλο. Τον οποίο το σενάριο επιλέγει να ανήκει στην ανθρώπινη μεριά, να ευαισθητοποιείται έχοντας πέντε γυναίκες μέσα στο σπίτι, με αυτό που αντίκρυσε.
Είναι όμως και κάτι άλλο. Είναι και το ότι το περιστατικό τον φέρνει σταδιακά ενώπιον προσωπικού απωθημένου ζητήματος.. Και το περιστατικό θα τον αφυπνίσει.
Ωστόσο, δεν έρχονται οι συγκρούσεις που φανταζόμαστε ή νομίζουμε ή περιμένουμε. Το ίδιο και τα «αποκαλυπτήρια».. Διότι το έργο έχει επιχειρήσει κάτι άλλο. Εχει προτιμήσει να μας φτιάξει κλίμα κι ατμόσφαιρα αυτής της καθολικά βυθισμένης Ιρλανδίας μέσα από το σπίτι του καρβουνιάρη και του μοναστηριού με το οποίο νταραβερίζεται. Μας έχει μεταφέρει στην ατμόσφαιρα της χαμοζωής που την ξέρουμε κι από άλλα έργα, που αφορούν σε ιρλανδικό ζήτημα και διαδραματίζονται σε φτωχογειτονιές. Στην ατμόσφαιρα του σπιτιού, της γειτονιάς και του μοναστηριού. Και μέσα εκεί να δούμε τις αυστηρές, αυταρχικές συμπεριφορές που οδηγούν στο έγκλημα ή σε άλλες περιπτώσεις το συγκαλύπτουν, στο όνομα μιας ηθικής καθαρά εκκλησιαστικής , ίσως και θρησκευτικής για κάποιους ,που αποζητά την τιμωρία και την ενοχή. Μας βάζει στο κλίμα, μας πληγώνει, μας θυμώνει, η διαδικασία της ανάπτυξης της σεναριακής για την οποία έγραψα και πιο πάνω έρχεται με ένα τρόπο, σαν να μην έρχεται, είναι περισσότερο σιωπηλή, μας δίνει τον ήρωα, μας δίνει τα συναισθήματα του.. Πως μας τα δίνει; Μας τα δίνει χάρη στη συμπυκνωμένη ερμηνεία του ΚΙΛΙΑΝ ΜΕΡΦΥ, ο οποίος θαρρείς και συμπύκνωσε αυτά που δηλώνονται με εκείνα που υπαινίσσονται μαζί με τα άλλα που απουσιάζουν κι όλα αυτά μας τα έφτιαξε ο ηθοποιός και μας τα έδωσε ως ένα, , μας μετέδωσε το πνεύμα, περισσότερο ο ηθοποιός και λιγότερο ο ρόλος. Δεν είναι ρόλος στον οποίο ο ηθοποιός έχει πολλά πράγματα να κάνει από τις σκηνές που του παραδιδονται,, είναι όμως η περίπτωση του Μέρφυ, ο οποίος τον έχει πάρει πολύ μεσα του τον καρβουνιάρη καθώς και τις αναγωγές στο παρελθον του που κι αυτές το σεναριο δεν μας τις δίνει αλλά τις νιώθουμε πρώτα από την ατμόσφαιρα του σκηνοθέτη ΤΙΜ ΕΛΑΝΤΣ όπου μέσα εκεί αναδεικνύονται κι οι ερμηνείες της ΕΜΙΛΥ ΓΟΥΟΤΣΟΝ ως καλόγριας αλλοτινής νοοτροπίας και της ΑΪΛΗΝ ΓΟΥΟΛΣ, η οποία έπαιζε και στο «Magdelene Sisters”, που αναφερόταν στο όμοιο «τάγμα» καλογραιών κι έδειχνε τα ανατριχιαστικά που συνέβαιναν εκεί. Και στη συνέχεια, πάνω από όλους και όλα, τα συναισθανόμαστε από την συμπύκνωση που ανέφερα δυο φορές, στο παίξιμο του Κίλιαν Μέρφυ. Του οποίου ο χαρακτήρας επειδή δεν έχει να περάσει από ανάλογα δυνατές ψυχολογικές μεταπτώσεις, ο ηθοποιός φροντίζει να του τονίσει ως αυτοσυνείδηση, στοιχεία του Πόντιου Πιλάτου, της σιωπής και της αποφυγής. Και φυσικά και της μετάνοιας.