Ο σκηνοθέτης αυτός, ψάχνει να βρει τη φόρμα και την αναζητεί μέσα από επιρροές, όπως συμβαίνει κατά καιρούς και με σκηνοθέτες και με συγγραφείς. Την επιρροή δεν την ψάχνει στη μίμηση αλλά στη δοκιμή παράταιρων κι απρόβλεπτων ειδών, που εκδηλώνουν το ανήσυχο πνεύμα του κι άλλοτε βγαίνουν, άλλοτε όχι. Ετσι, όμως, γίνεται. Όταν είσαι ανήσυχος και δοκιμάζεις.
Εδώ πέτυχε πολύ αποτελεσματικά.
Πήρε ένα βιβλίο το οποίο δεν είναι από αυτά που τα λές ότι γράφτηκαν για να γίνουν ταινίες. Πολύ δύσκολο. Το βιβλίο του ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ. Το οποίο είναι γεμάτο εσωτερικές καταστάσεις, σκέψεις, και προκλήσεις βάθους χαρακτήρα.
Ενας συγγραφέας, μεσόκοπος, που ζει στα άκρα, με μ αλκοολ, ναρκωτικά κι ομοφυλοφιλικές ερωτικές διαθέσεις που είναι μέρος κι αυτές οι αναζητήσεις των παραπάνω καταστάσεων, κάποια στιγμή ερωτεύεται. Ένα νεαρό φοιτητή. Και θελει να ζήσει μαζί του την περιπέτεια την εσωτερική αλλά και την εξωτερική, στα άκρα κι αυτή και τον καλεί συνοδεία σε ένα ταξίδι προς τις ζούγκλες της Λατινικής Αμερικής- η γνωριμία εχει γίνει στο Μεξικό που είναι η έδρα της κραιπάλης του ήρωα. Και μέσα από κει θα προχωρήσει στις αναζητήσεις, κι η αφορμή του ταξιδιού προς τα εκεί, που θέλει να το μοιραστεί με το νεαρό είναι η ανεύρεση ενός συγκεκριμένου παραισθησιογόνου που βρίσκεται σε εκείνα τα μέρη.
Καταλαβαίνετε ότι δεν πρόκειται ούτε για κάτι εμπορικό ούτε για κάτι εύκολα καταναλώσιμο ή προσεγγίσιμο.
Ο Γκουαντανιίνο το κάνει με τέτοιο τρόπο ώστε στο τέλος να γίνει οικείο έχοντας σεβαστεί πρώτα από όλα τον ίδιο τον Μπάροουζ. Όχι με το να κινηματογραφήσει τις σελίδες του βιβλίου, να μείνει πιστός στις σελίδες δηλαδή, αλλά μέσα από το να πιάσει το πνευμα του, το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο, διότι στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι κι αντικινηματογραφικό. Κι ο Γκουαντανίνιο το πιάνει. Με καλή συναργασία με αυτόν που έχει για σεναριογραφο, ένα σχετικα νεαρό, τον ΤΖΑΣΤΙΝ ΚΕΡΙΤΖΚΕΣ, που ουσιαστικά τον καθοδηγει στο τι ταινία θελει να βγάλει μέσα από το βιβλίο του Μπάροουζ, στο ότι επί της ουσίας θελει να αποκρυσταλλώσει τον ίδιο τον Μπάροουζ. Και το πετυχαίνει. Διότι κι εδώ, όπως και στη «Maria» του Πάμπλο Λαραίν έχουμε καθοδηγηση του σεναριογραφου από το σκηνοθέτη, είναι εμφανές το αποτύπωμα. Είναι εμφανές το είδος του φιλμ που θέλει να κάνει ο Γκουαντανιίνο. Δεν το θολώνει, δεν το νοθεύει, το θέλει Μπάροουζ αλλά και ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ. Θέλει να μιλούν οι εικόνες αντι για το κείμενο και να έχουν αυτές το γενικό πρόσταγμα επί της προβολής του περιεχομένου.
Κι επειδή είναι προσωποκεντρικό, έχει σημασία ο ηθοποιός και το εγχείρημα βγαίνει όλο με κατά νου τον πρωταγωνιστή, ο οποίος είναι αυτος που θα βγαλει με σαρκα κι οστα τον συγκεκριμένο δυσκολο ήρωα του Μπάροοζς και θα το κάνει κνιηματογραφικά. Με λιτότητα. Με αφαιρεσεις διαρκείς ώστε να κρατήσει στο τέλος το άρωμα αυτού που καλείται να παίξει. Ο ΝΤΑΝΙΕΛ ΚΡΑΙΓΚ αποδεικνύεται ιδεώδης επιλοή΄, διότι κι ο ίδιος προφανώς είδε μπροστά του ένα ρόλο που θα του έδινε ευκαιρίες να αποδείξει και να προχωρήσει, όχι μόνο από την απεξάρτηση του Μποντ στον οποίο Μποντ ο Κραιγκ φέρθηκε ως ηθοποιός, ως ότι έπαιζε χαρακτήρα, αλλά κι στη συνέχιση της δικής του διαδρομής και χάραξης πορείας. Με τέτοιο ρόλο, δινεσαι ολόληρος. Σπάει καλούπια, παίρνει ρίσκα, παίζει τον ήρωα στα άκρα, δεν κρατά ασφαλιστικές δικλείδες προκατάληψης, κρατά όμως δικλείδες για την ερμηνευτική ισορροπία. Και το τελευταίο 20λεπτο, ο «Επίλογος» ενπάση περιπτώσει (διότι το σενάριο είναι χωρισμένο σε 3 κεφαλαια κι ένα Επιλογο) που είναι βουβός, χωρίς καόολου κείμενο, εκεί ο Ντάνιελ Κραιγκ έρχεται και καταθέτει και δικαιολογεί αλλά και ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ ό,τι προηγήθηκε. Εκφράζει την απελπισία του έρωτα, εκφράζει τη αγωνία της αναζήτησης, το μάταιο του σκοπού, την κατακράτηση όμως των εμπειριών….Υπέροχος. Κι ο Γκουαντανίνιο τον προβάλει κι ερωτικά και του έχει βρει και νεαρό παρτενέρ που να συνυπάρχουν αρμονικά, τον ΝΤΡΟΥ ΣΤΑΡΚΙ, με τον Γκουαντανίνιο να τους έχει βαλει σε ερωτική χημεία όμως αλά Μπάροους. Εξαιρετικό το πάρε δωσε τους.
Είναι ταινία που περισσότερο έγινε για να εκτιμηθεί, πέτυχε το σκοπό της, οπότε ο θεατής καλείται να ξέρει τι πάει να δει, διότι είναι έργο που μπορεί να ξαφνιάσει, τόσο για το είδος, μια και προκειται για μια ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, με το στοιχείο της περιπέτειας εμφανές αλλά εσωτερικό, το τονίζω, αυτό έχει σημασία, κι η ζούγκλα ακόμα είναι φτιαγμένη με εσωτερικότητα ωστόσο και με αγωνία πάνω στη δράση- εδώ συμβάλλει κι η επιλογή της ΛΕΣΛΙ ΜΑΝΒΙΛ. Το ξάφνιασμα μπορε ίνα επέλθει κι από το ότι πιθανόν να μην είναι σε θέση να εξηγήσουν κάποιοι θεατές στους εαυτούς τους το πόσο πολύ μπορεί να τους αρέσει . Αυτό οφείλεται στη συνέπεια και στην περί αυτής αποτελεσματικότητα , που παράχθηκε το έργο. . Τα υπόλοιπα θα τα εξηγήσει η Οθόνη.