Το ατού λοιπόν της εκκίνησης κι ενός μεγάλου μέρους της ταινίας είναι το σενάριο. Δυο ξαδέρφια, διαφορετικοί ως χαρακτήρες, με κοινό παρονομαστή όμως την αγάπη τους για τη γιαγιά που εφυγε από αυτό τον κόσμο, αποφασίζουν, με σχετικές σεναριακές εξηγήσεις, να κάνουν ένα προσκύνημα στη μνήμη της. Μόνο που τα παιδιά είναι Αμερικάνοι, ζουν στην Αμερική, στο θρήσκευμα είναι Εβραίοι, η γιαγιά ηταν Εβραία της Πολωνίας. Η οποία χάθηκε εκεί που χάθηκαν κι άλλα εκατομμύρια ομοθρήσκων στον Β’ Παγκόσμιο.
Καταρχάς έχει ενδιαφέρον ότι ως διαφορετικοί χαρακτήρες προσεγγίζουν διαφορετικά τον εν λόγω φόρο τιμής. Κι εχει ενδιαφέρον επειδή πάνω σ αυτό στρέφεται ένα σενάριο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «άλλη μια ιστορία γύρω από το Ολοκαύτωμα» αλλά δεν είναι τέτοιο ακριβώς. Μέσα από τους διαφορετικούς χαρακτήρες περνά κι αυτό το θέμα και μέσα από το σεναρικακό εύρημα ότι το ταξίδι των δυο εξαδέλφων είναι οργανωμένο. Με γκρουπ. Δεν είναι λοιπόν ένα ταξιδι περιπλάνησης για να πέσουμε στο κλισέ περί «road movie» Αρα έχει σημασία κι ο η κατάσταση στο γκρουπ. Κι η κατάσταση αυτή βοηθά στην ανάπτυξη του σεναρίου, στο πως προσεγγίζουν και προσεγγίζονται τα δυο παιδιά από τους συν-εκδρομείς τους, που κι αυτοί στο σύνολο εχουν τις εβραϊκες καταβολές και πάνε κι αυτοί για το δικο τους προσκύνημα.
Να πω λοιπόν ότι το σενάριο αγγίζει μια καθολικότητα, σε τέτοιου είδους προσκυνήματα και δεν είναι περιοριστικό μόνο για Ισραηλίτες το θρήσκευμα, για αυτό και είπα ότι δεν είναι «μια ακόμα ταινία για το Ολοκαύτωμα». Τέτοια προσκυνήματα έχω κάνει κι εγώ και κάποια στιγμή ακολούθησε κι η αδερφή μου, στη Σμύρνη και στην Πόλη και σε όλα τα παράλια της Μικράς Ασίας ,παρέα και με φίλους με τις ανάλογες ρίζες, ως φόρο τιμής στον παππού και τη γιαγιά και του άλλους προγόνους. Κι είναι ταξίδια φόρτωσης που ελαφραίνουν στο τελος την ψυχή, όμως την ωρα που συμβαίνουν σου αποκαλύπτουν ενίοτε και παράξενα μα και ενδιαφέροντα στοιχεία του χαρακτήρα σου.
Αυτό, το σενάριο του Τζέσε Αίζενμπεργκ, ως στοιχείο το έχει πιάσει. Εξού κα μπορεί και δίνει μέσα από τις σχέσεις με το γκρουπ της εκδρομής και μια ανάλαφρη περπατησιά και το έργο από drama να μεταβάλλεται σε dramedy, σίγουρα πάντως όχι σε comedy. Για να βγάλεις comedy μέσα από το Ολοκαυτωμα πρέπει να είσαι ο Μπενίινι, δηλαδή ο Τσάπλιν…
Ενώ λοιπόν συμβαίνουν αυτά τα θετικά, κατά την εξέλιξη, ακόμα και μετά τη συναισθηματική λήξη, σου αφήνει μία αίσθηση περίπου δυσκαμψίας. Σαν να του έλειψε η απογείωση, σαν να λέει η καταδικαστική απόφαση ότι του λείπει η πνοή.
Επειδή όμως στο σινεμά υπάρχου κανόνες κι επειδή για να κάνεις σινεμά όσο και για να κρίνεις σινεμά πρεπει να γνωρίζεις ορισμούς και κανόνες και το πως λειτουργεί το αντικείμενο, έρχονται πάνω στο θεμα περί πνοής να προσφέρουν τη δική τους συμπαράσταση και συνηγορία υπεράσπισης οι ΜΟΝΤΕΡ. Εχουν βάλει την ταινία στις υποψηφιότητες τους, στο Σωματείο τους. Με αυτή τη στάση σίγουρα γίνεται αβάσιμη η κατηγορία περί «πνοής». Διότι αυτά που έχω διδαχτεί στο ΜΟΝΤΑΖ είναι πως γενικώς περί Τέχνης δεν υπάρχει Τέχνη χωρίς ΠΝΟΗ. Και την πνοή στο σινεμά, στην κινηματογραφική ταινία, την προσδίδει ο ρυθμός. Ο ρυθμός είναι υπόθεση μοντάζ κατά βάση. Και σε εσωτερικό ρυθμό που αφορά στο περιεχόμενο και σε εξωτερικό που έχει να κάνει με τη μορφή.
Όταν λοιπόν οι Μοντέρ κάνουν τη δική τους βαθμολόγηση και περιλαμβάνουν το μοντάζ αυτής της ταινίας στα δεκα της χρονιας, πέντε για κωμωδία κι άλλα τόσο για δράμα, σίγουρα δεν μπαίνει θέμα πνοής διότι είπαμε η πνοή έχει να κάνει με το ρυθμό.
Αρα, με τι έχει να κάνει;
Εδώ λοιπόν θα πάμε να το εξετάσουμε μέσα από την υποκειμενική εξέταση περί σκηνοθεσίας, κατά πόσο ο Αϊζενμεργκ σκηνοθέτης συμπεριφέρεται εξίσου αποτελεσματικά με τον σεναριογράφο Αϊζενμπεργκ και θα πιαστούμε από ένα σημείο έχοντας φτάσει σε αυτό το σημείο: Στην σκηνοθετική καθοδηγηση των ηθοποιών. Διότι υπάρχουν ρόλοι από το σεναριο αλλά αυτό που βγαίνει, που συνάγεται, από το αποτέλεσμα είναι πως από τους ηθοποιούς αυτός που θριαμβευτικά καμαρώνει είναι ο ΚΙΕΡΑΝ ΚΑΛΚΙΝ. Εχει δωσει ζωντάνια κ ερμηνευτικότητα και ποικίλα σημεία κάτω από ένα πέπλο εξαιρετικής λιτότητας, που ναι μεν σαφως κι ο Αϊζενμπεργκ ως σκηνοθέτης υπογράφει το σύνολο άρα και τον Κάλκιν, με το να είναι ο Κάλκιν, όμως, μόνος του σε τόση διαφορά από τους υπόλοιπους, μπορούμε να αναρωτηθούμε μήπως κι αυτή η δυσκαμψία που παρατηρείται και πάμε να τη ονομάσουμε «απνοια», μηπως κι έχει να κάνει και με το σύνολο της καθοδήγησης των ηθοποιών από τον σκηνθέτη.. Από την άλλη, θα επαναλάβω, σε θέματα σκηνοθεσίας και πάνω στην αντ’ιληψη περί του τι είναι σκηνοθεσία και πότε θεωρούμε ότι υπάρχει αποτελσματικότητα, τα πραγματα στην καλλιτεχνική τους αποτίμηση κι εκτίμηση, ως προς τη σκηνοθεσία γίνονται και λίγο υποκειμενικά.
Το φινάλε του Κίεραν Κάλκιν είναι πραγματικά εξαιρετικό κι έχει λόγους να ποντάρει στο Oscar, διότι ενώ υπάρχουν κι άλλοι εξαιρετικοί όπως ο Γιούρα Μπορίσωφ από την “Anora” που είναι κι η υποκειμενική μου προτίμηση, οφείλω να παραδεχτώ ότι από όσους εκ των βασικων διεκδικητών έχω δει, ο Κάλκιν είναι αυτός που αφήνει την εντύπωση ότι στο φινάλε παίρνει την ταινία και φεύγει. Αλλά αυτό θα το δούμε, όταν θα κριθεί αρμοδίως.