Θα μπορούσα να συνεχίζω και να αντικαταστήσω το «cult» με το «κάνει προσωπικές ταινίες» αλλά αυτός είναι όρος που αντιπαθώ διότι δεν λέει τίποτα, είναι ΒΛΑΚΩΔΗΣ. Μήπως κι όσοι τον χρησιμοποιούν θα ήθελαν να πούν «προσωπική ΥΠΟΓΡΑΦΗ» και τους λείπει το στοιχείο;
Ε, ο Νίκος Ζερβός την ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΗ ΔΙΑΘΕΤΕΙ.
Απαξ κι αυτό το αναγνωρίσεις, από κει και πέρα εσύ ο ίδιος οφείλεις να δεις και την εκάστοτε ταινία στα πλαίσια αυτής της υπογραφής. Και θα την κρίνεις ως ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΖΕΡΒΟΥ κι όχι όπως θα την ήθελες, πανομοιότυπη με τις ταινίες κάποιου άλλου ή κάποιων άλλων.
Στη «Λύσσα κακιά» χωρίς να τη θεωρώ την καλύτερη του, βρίσκω πιο ανάγλυφη, πιο ώριμη, πιο μεστωμένη, την υπογραφή του. Στο είδος του, σε αυτό που κάνει, το οποίο φαίνεται ως «πλάκα του» αλλα αυτή η «πλάκα» έχει πολύ μέρος από τον ίδιο. Ο Ζερβός είναι παιδί της «νουβέλ βαγκ» και προσωπικά, σε βαθμό εμμονής και εις πείσμα κάθε λογικής-ενίοτε (όχι όμως και εις πείσμα δικαιώματος) λάτρης του Ζαν Λυκ Γκοντάρ.
Η «νουβέλ βαγκ» φάνηκε ως διάθεση στο ξεκίνημα του , στο «Ασπρο μαύρο» κι η δραματική εκδοχή της στον «Εξόριστο της κεντρικής λεωφόρου» που είναι η καλύτερη εκείνης της περιόδου.
Μόνο που ο Ζερβός αυτό που φέρει ως καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, ως είδος, δεν είναι το δράμα κι ας είχε βγει καλός (με τα μέτρα του εφικτού) ο «Εξόριστος…» μα η κωμωδία. Διότι έχει χιούμορ (αρκεί να μην του θίγουν τον Γκοντάρ) , αίσθηση του κωμικού αλλά και μια ουσία από τη νουβέλ βαγκ και τον Γκοντάρ : το κομμάτι εκείνο που είχε να κάνει με την αυθάδεια, την ειρωνεία , το πριμιτίβ θεσμικό φτύσιμο, το σπάσιμο των κωδίκων που λένε κι οι θεωρητικοί, να, όπως τόκανε ο Γκοντάρ στον «Τρελό Πιερό» κι αυτό μέσα του αχνόβραζε.
Όταν λοιπόν άρχισε να κάνει τις ταινίες εκείνες που φαίνονταν σαν «χοντράδες», αρχής γενομένης με τον «Δράκουλα των Εξαρχείων», όλο αυτό που γράφω τώρα δεν το είχα αντιληφθεί τότε. Ούτε όμως και του ίδιου είχε ωριμάσει ώστε να επισημαίνει κάτι. Ηταν σαν να μας κορόιδευε. Μας κορόιδευε αλλά όχι με την έννοια της εξαπάτησης. Μας κορόιδευε με την έννοια της γενιάς εκείνης των νουβελ-βαγκιστών» που ήθελαν να τα κάνουν όλα ρημαδιό. Σε εκείνες , όμως, τις παρεξηγήσιμες ταινίες που έπονται του «Δράκουλα…», άρχισε να συμβαίνει κάτι άλλο: Μέσα από την πλάκα ο Ζερβός ανακάλυπτε την κωμωδία. Η, μάλλον , το κωμικό είδος. Το οποίο και του ταίριαζε. Και τον έφερε κοντά σε άλλους, ανάλογους με αυτόν καλλιτέχνες, που ήξεραν την πλάκα και τη γούσταραν, όπως ήταν για παράδειγμα ο Βλάσης Μπονάτσος ή ο Γιάννης Ζουγανέλης.
Με αποτέλεσμα, κάποια στιγμή, με σενάριο καλοδομημένο, από ανθρώπους που είχαν πείρα γραψίματος, τον Χάρη Ρώμα και την Αννα Χατζησοφιά, να κάνει και μια ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ κωμωδία, το «ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ» που θεωρώ ότι είναι η καλύτερη του από αυτή την εξελισσόμενη κωμική του περίοδο. Εκεί ο Ζερβός έδειξε καλά αποτελέσματα και με τους ηθοποιούς , εκεί έδειξε ένα μέστωμα ως σκηνοθέτης κωμωδίας. Την ταινία αυτή τη θεωρώ σταθμό για την εξέλιξη του διότι τον βοήθησε , μέσα από την γνώση πιά της φόρμας, να ακουμπήσει στους γκονταρικούς οραματισμούς του αυτής της κατεύθυνσης ,του «τρελού Πιερό» και τις επιρροές να τις κάνει δικές του, όχι να τις μιμηθεί. Θαυμάζει τον Γκοντάρ, δεν τον παριστάνει, οι ταινίες τους δεν μοιάζουν μεταξύ τους δια γυμνού οφθαλμού. Με το ειδικό όμως κιάλι μοιάζουν και πολύ. Είναι αυτό που δεν βλέπουν εκείνοι που του επιτίθενται, το ότι έχει αφομοιώσει και μετουσιώσει σε δικά του, και τα έχει προσαρμόσει στη δική του καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, στο δικό του αέρα, όσο κι αν όλα αυτά τα στοιχεία που υποπίπτουν στη δική μου αντίληψη,, θα ήθελε ίσως να τα ειρωνευτεί.
«Τη βιογραφία του Ζερβού γράφεις ή κριτική για την ταινία «Λύσσα κακιά»; Θα ρωτήσει κανείς .
Α, μα όλα τα παραπάνω είναι η ταινία. Εγώ αυτά είδα. Είδα κι άκουσα ένα «Τρελλό ΠΙερό» σε κύκλο δραματικών σχολών όπου θα φρίξουν όλοι όσοι έχουν τον Γκοντάρ και την ταινία εκείνη σε ένα εικονοστάσι, θα έφριττε κι ο Ζερβός μόνο που τον προκαλώ επειδή όλο αυτό του το κάνω κομπλιμέντο. Οι ατάκες από εκεί προέρχονται ως επιρροή κι όχι από Ελληνες κωμωδιογράφους ή επιθεωρησιογράφους, είναι αυτά που θα σχολίαζε ένα «τρελός Πιερό» περνώντας από τι δραματικές σχολές της σύγχρονης Ελλάδας, τις μπερδεμένες γκόμενες, τα μπαράκια με τους κάποιους, τις σχέσεις τις γκομενικές…την ωρίμανση της προσωπικής του φόρμας για να μας τα δείξει όλα αυτά, τα αποτελέσματα με τους ηθοποιούς, όπου ειδικά στους άντρες έχει κάνει θαυμάσιες επιλογές. Βάζω μια τελεία εδώ για να αναφέρω πρώτα τον Γιώργο Καραμίχο, που τον έχω για τον καλύτερο Ελληνας ηθοποιιό της γενιάς του ο οποίος δίνει ποιότητα με την παρουσία του και συγχρόνως είναι ευθυγραμμισμένος με το πνεύμα του αναρχο-ώριμου Ζερβού. Ο Τάκης Χρυσικάκος, που δίνει τη δική του βαρύτητα. Ο Τζώνυ Θεοδωρίδης που έχει γίνει ένας άλλος με το πέρασμα των χρόνων και δείχνει μια κατάκτηση των μέσων του , εντυπωσιακή. Κι αυτός είναι εναρμονισμένος με το πνεύμα σε απίστευτο σημείο- παίζει τόσο αβίαστα και με τόση αίσθηση του γκονταρο-ζερβέικου χιούμορ. Και υπάρχει και κάποιος που μόνο «ΑΛΗΘΙΝΟ ΕΥΡΗΜΑ» μπορείς να τον χαρακτηρίσεις, είναι ο Δημ Καμπόλης, που κάνει τον ¨Ξεχασμένο» κι ο Ζερβός του δίνει και το φινάλε.
Κι από τις κοπέλες να αναφέρω τη Ζωή Ζέρβα, που έχει γράψει και το «ζερβέικο» σενάριο, τη Στέλλα Γιαμπουρά που ήταν κι αυτή συμπαθής χωρίς να γίνεται χυδαία και θα αναφέρω και την Βίκυ Κουλιανού που νομίζω ήταν στην καλύτερη ερμηνευτική της στιγμή ως δασκάλα της υποκριτικής.
Η φωτογραφία με το μοντάζ εναρμονίστηκαν άριστα μεταξύ τους για να βγάλουν αυτό το κωμικό ζερβο-γκονταρέικο (συγγνώμη από τα παιδιά που τα υπογράφουν αλλά δεν έχω μπροστά μου τα ονόματα τους) κι ο Παντελής Αμπαζής με τι ς μουσικές του και το κύριο θέμα που εμένα μου θυμίζει λίγο και το ρεφρέν από τη «diva» με την DanaInternational , καθώς κι οι άλλες του διασκευές στην ταινία με τη φωνή του Λάκη Παπαδόπουλου αν δεν κάνω λάθος, ήταν η ενδεδειγμένη για όλο αυτό.
Με όλα αυτά κατά νου, γιατί να μη διασκεδάσει κανείς;