Κι η κωμωδία αυτή είναι φίνα, έξυπνη, προπαντός γνήσια με τους κανόνες του είδους της, πολιτισμένη, χωρίς εκχυδαισμούς ή χοντράδες.
Διότι αν σου πουν το θέμα που είναι η ιστορία μιάς κοπέλλας, η οποία είναι η μόνη από οικογένεια κωφαλάλων να μπορεί να μιλά και να ακούει και να γίνεται έτσι ο «κοινωνός» της οικογένειας με τους πάντες και τα πάντα, ο νους σου πάει απευθείας στο δράμα. Κι είναι λογικό. Το ότι κατάφεραν κι από αυτό το θέμα έβγαλαν κωμωδία… τι ναπω… τους συγχαίρω.
Βέβαια μεγάλη κωμωδία δεν έβγαλαν, ένα εργάκι είναι το οποίο διαφέρει από άλλες «γαλλικουριές» του καλοκαιριού και φυσικά από τις αμερικάνικες που, όπως μου παραπονέθηκε μια κυρία-λάτρης του πάλαι ποτέ αμερικάνικου σινεμά το οποίο άλλαξε στρατηγική, καταφέρνει και γίνεται τόσο ανθρώπινη και δεν δείχνει σαχλαμάρες. Την άποψη της τη συμμερίζομαι στο ακέραιο.
Για να πεισθείς όμως πρέπει προηγουμένως, κάποιοι «πρώτοι» να γίνουν τα «πειραματόζωα», να τη δουν και να εκδώσουν θετικό μήνυμα. Μπράβο σε αυτούς διότι έκαναν πολύ καλό στην ταινία.
Είναι ένα θαυμάσιο σενάριο κωμωδίας όπου από όλο το παραπάνω απομονώνει τα στοιχεία εκείνα τα οποία μπορούν να βγάλουν κωμικό έργο μια κι οι κωφάλαλοι της οικογένειας κάθε άλλο παρά δραματικά πρόσωπα είναι. Μια χαρά απολαμβάνουν τη ζωή τους στην επαρχία που ζουν κι εκείνο που θα μπορούσε να είχε προβλήματα είναι μόνο το κορίτσι τους, που γίνεται το κεντρικό πρόσωπο του σεναρίου, το οποίο έχει να αντιμετωπίσει τη δική του εφηβεία και να τρέχει και σε κάθε εκδήλωση των γονέων να μεταφράζει στη νοηματική.
Κι όμως γελάς. Γελούν οι θεατές διότι το έργο γράφτηκε ως κωμωδία για να εξυπηρετήσει και να υπηρετήσει καλλιτεχνικά το είδος. Είναι φτιαγμένο με γνώση των κανόνων κι όλα όσα συμβαίνουν είναι από την πλευρά την ιλαρή. Κι επιπλέον δεν καταφεύγει ποτέ στη φάρσα ή στην εκβιασμένη σύμπτωση ώστε να το πετύχει.
Τα σεναριακά ευρήματα εναλλάσσονται κι επιπλέον υπάρχει κι ένα εξαιρετικό μοντάζ από εκείνα που δεν φαίνονται το οποίο δίνει συνοχή στην κωμωδία ακόμα κι όταν στο δεύτερο μέρος το «στόρυ», η υπόθεση, μοιάζει κάπου να «μαγκώνει». Προσπερνιέται χάρη στο ρυθμό και στα διακριτικά «κοψίματα», αν κι ο ρυθμός υπάρχει από το ίδιο το σενάριο.
Θαυμάσια η κοπελίτσα που παίζει την κεντρική ηρωίδα, θαυμάσιοι κι οι δύο ηθοποιοί που παίζουν τους γονείς της, με απόλυτη αίσθηση του κωμικού αλλά και με περισσή διακριτικότητα, έξυπνο και το εύρημα της δικαίωσης της ηρωίδας μέσα από το «λαβ στορυ» με το νεαρό αλλά και με το χώρο της μουσικής , το χώρο της ακοής και της ομιλίας που απευθύνεται μόνο σε όσους ακούν και μιλάνε αλλά και στο πως αισθάνονται ό, τι δεν ακούν, εκείνοι που αγαπούν. Εύρημα κι η αναφορά στον συνθέτη Σαρντού για να κάνει πιο μελίρρυτο το «λαβ-στόρυ», χωρίς να το εκβιάζει , εντάσσοντας το κι αυτό στη σωρεία των σεναριακών ευρημάτων, με το μελωδικό τραγούδι που θυμίζει Μισέλ Λεγκράν κι είναι κι αυτό πλήρως ενσωματωμένο στο σενάριο.
Μιλάμε για ευρήματα του είδους «κωμωδία». Κι επαναλαμβάνω πως για εργάκι πρόκειται αλλά πολιτισμένο και διαφορετικό κι όχι από τα συνήθη. Και το οποίο μας κάνει να σκεφτούμε πως το πρόβλημα στο σημερινό σινεμά είναι οι ιδέες. Εδώ έχουμε μια καθαρόαιμη οικογενειακή κωμωδία αλλά πόσο διαφορετική. Σκηνοθεσία: Ερίκ Λαρτιγκό