Αυτό είναι ένα μέγα προσόν της ταινίας κι όταν μάλιστα το ασυνήθιστο επεκτείνεται και στο αισθητικό μέρος, στην οπτική προσέγγιση, στην κινηματογράφηση, στον τρόπο κίνησης και χρήσης της κάμερας, στην αντίληψη πάνω στο ντεκόρ και στους χώρους, στη μουσική που δεν εχει κι αυτή τίποτε το προβλέψιμο στον τρόπο χρήσης της… Και για τον υπογράφοντα υπάρχει ένα ακόμα προσόν που στη δική μου κινηματογραφική αντίληψη και κουλτούρα καθίσταται ΜΕΓΙΣΤΟ και του οφείλονται πολλά. Είναι το ΜΟΝΤΑΖ, το οποίο μια ταινία διαρκείας 3, 5 ωρών, με θέμα απρόβλεπτο , κι όλα τα μη αναμενόμενα και με διαθέσεις σοφιστικέ, την κάνει να μη θέλεις να τελειώσει. Το ότι κάνουν διάλειμμα φυσικά και βοηθάει, και μάλιστα χορταστικό, 15λεπτο, το οποίο είναι οδηγία εφαρμογής από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, τον ΜΠΡΑΝΤΥ ΚΟΡΜΠΕΤ, σε συνεννόηση με τον μοντέρ, τον Ούγγρο ΝΤΑΒΙΝΤ ΓΙΑΝΤΣΟ΄, που γίνεται κι αυτό σε συγκεκριμένη στιγμή, με συγκεκριμένο τρόπο.
Πάμε τωρα να τα πάρουμε με τη σειρά. Ξεκινώ από τον τίτλο, το “brutalist” που με εκνεύρισε το γεγονός ότι δεν είχε έναν ελληνικό τίτλο, όπως σε καθε περίπτωση όταν συμβαίνει, εδώ έχει ξεχωριστή σημασία κι από τον τίτλο ξεκινά το σενάριο. Διότι «brutalist» δεν είναι μόνο ο βάναυσος κι ο κτηνώδης αλλά κι ο οπαδός μιας συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής σχολής, «μπρουταλισμός» είναι κάτι σαν κίνημα που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 50 στην αρχιτεκτονική κι είχε να κάνει με την έμφαση σε κάποια γεωμετρικά σχήματα. «Μπρουταλισμός» λοιπόν υπάρχει στη ζωή του ήρωα που είναι μεσα στην ταλαιπωρία, παρόλο ότι δεν τη διαχειρίζεται κλαίγοντας, μλλον υποφώσκει ένα ς θυμός που δεν επιτρέπεται να εκφραστεί. Απλά με μαεστρικό τρόπο ο σκηνοθέτης που μου φαίνεται μεγαλοφυής, ακόμα κι αναποδειχθεί ότι είναι της μίας ταινίας, διαποτίζει σιγανα και υπογεια έως και υπουλα, τις σκηνές και την εξέλιξη της δράσης μεσα από αυτό το βρασιμο, από αυτό το φόρτωμα, που ακόμα δεν εχει φυγει το καπάκι.
Ο ήρωας είναι αρχιτέκτονας, για να περάσουμε και στην άλλη ερμηνεία περί «μπρουταλισμού».. Εβραίος της Ουγγαρίας. Επεσε πάνω στο Ολοκαύτωμα. Επέζησε. Εχει νεα κι από τη γυναίκα του ,καθυστερημένα από τρίτους ότι είναι κι αυτή ζωντανή αλλά κάπως όχι πολύ καλά. Τα νεα θα τα πληροφορηθεί ‘όταν θα εχει πάει στη Αμερική, εκει στο 1947, που δυο χρονια μετά θα κάνει ο ΚΙΝΓΚ ΒΙΝΤΟΡ το «FOUNTAINHEAD» με τον μοναδικό ΓΚΑΡΥ ΚΟΥΠΕΡ στη νέα αρχιτεκτονική ταξη πραγματων. Στα ενδιάμεσα θα τον πλησιασει ένας μεγιστάνας, ύστερα από μια παρεξήγηση, και θα του προσφερει εργασία πάνω στην οικοδομική κατάσταση που εκπονείται. Θα μπούμε στη δεκαετία ου ’50, όπου θα εχει εκπονηθεί το κίνημα του μπρουταλισμού, όμως, ο σκηνοθετης που είναι συν-σεναριογραφος με την ΜΟΝΑ ΦΑΣΤΒΟΛΝΤ, δεν θα καθίσει να μας μιλήσει ποτέ για όλα αυτά, θα τα αφήσει να συμβαίνουν εξωτερικά κι εκείνος θα ασχολείται με το εσωτερικό κομμάτι του ήρωα , του ψυχισμού του αλλά και της δράσης του. Καποτε θα έρθει κι η σύζυγος, συνοδευόμενη από μια ανιψιά, επίσης επιζήσασα, κι αυτά που θα συμβαίνουν, και τα άλλα που θα συμβούν κι εκεί που θα οδηγηθούν δεν εχουν σχεση με τα αναμενόμενα άλλων περιπτώσεων.
Ο σκηνοθέτης, με το θαυμάσιο σεναριο, που πραγματικά αν και σεναριάκιας λέω ότι μπορεί να εχει σκηνοθετική μεριά πιο ανεπτυγμένη από τη σεναριακή, να έχει μια ξεχωριστή ειδικότητα στον τρόπο της κινηματογραφικής αφηγησης διότι βλέπω καταρχάς μια φρεσκαδα στα πάντα. Και στο έμψυχο υλικό. Εχει μαζέψει Ούγγρους καλλιτέχνες, από την ουγγρική κινηματογραφία, έχει μαζέψει και νεους ανθρώπους σε τομείς, νεους που δεν υποχρεωτικά Ούγγροι. Η σκηνογραφική υπεύθυνη του φτάχνει τον κοσμο της αρχιτεκτονικής που διαπερνα τον ήρωα και την ταινία, με ένα τρόπο που εκφράζει τη σκηνοθεσία, ο διευθυντής φωτογραφίας του παρέχει όχι μόνο τους φωτισμούς που θα χαρακτηρίσουν αυτή την αρχιτεκτονική διαθεση της σκηνοθεσίας που την υλοποιούν τα ντεκόρ κι οι επιλογές των χώρων, είναι κι η κάμερα, που συμπληρώνει φρεσκάδα, είναι πως από τις αρχικές σκηνές που είναι θεοσκότεινες με τον ήρωα ακόμα χαμένο να παραδέρνει, αρτι επιζήσαντα των στρατοπέδων και σιγα σιγα να γίνεται φωτεινή καθώς πάμε Αμερική αλλά ποια Αμερική; Πενσυλβάνια. Θαρρείς και δίνει η υπεύθυνη σκηνογραφίας το χρώμα του χάλυβα.. Κι εχουμε και το μουσικό να μας βγάζει άλλους ήχους από ό,τι θ νομίζαμε κι ο μουσικόςε ίναι νεότατος, ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΛΟΥΜΠΕΡΓΚ ονόματι, άλλα πράγματα πάνω στη μουσική. Σαν να ακολουθούν κι αυτά την συγκεκριμένη αρχιτεκτονική επανάσταση καθως μπαίνουμε και προχωράμε στο ’50 -Η υπόθεση , χωρισμένη σε δύο κεφάλαια, διαδραματίζεται από το1947 ως το δεύτερο μισό της δεκαετίας ’50 κι υπάρχει κι ο επίλογος που μας πάει στο 1980. Με μια ολοκλήρωση περί κάθαρσης που είναι κι αυτή απροσδόκητη όπως και το υπόλοιπο φιλμ, το οποίο συνδυάζει την αρχιτεκτονική με το Ολοκαύτωμα, την πατρίδα και τη διαμονή κι όλα όσα ο χρόνος πήρε μαζί του φευγοντας.
Διότι εννοείται πως όλα αυτά τα αισθητικά και κινηματογραφικά που προαναφέρω, ισχύουν ως σημαντικά επειδή συνοδεύουν ένα δράμα. Και το δράμα έχει ανθρώπινη δύναμη. Κι είναι κι αυτό απρόβλεπτο ως προς τα επεισόδια μεσα από τα οποία εκδηλώνεται
Στο ΜΟΝΤΑΖ, όπως είπα και πιο πάνω, υποκλίνομαι. Πουθενά δεν φαίνεται κι είναι αυτό που κρατά τις ανάσεις είτε διαρκείας είτε κάποιου ξεμπερδέματος, δεν του φαίνεται αλλά χάρη σε αυτό βλέπουμε την ταινία μεχρι τέλος. Κι τελικά δεν είναι τόσο αχαλίνωτη όσο θα την ήθελε μια πρώτη προσέγγιση επιφανειακής ματιάς. ΚΙ ο μοντέρ είπα ότι λέγεται Νταβίντ ΓΙΑΝΤΣΟ’ και ναι, είναι γιος του ΜΙΚΛΟΣ ΓΙΑΝΤΣΟ, του θρυλικού σκηνοθέτη της Ουγγαρίας κι εμπνευστη του Αγγελόπουλου των πρώτων βημάτων, κι η ταινία δίνει στιγμές την αίσθηση επιρροής Γιαντσό αλλά τόσο καλά χωνεμένης…..
Ολη αυτή η ανανέωση έμψυχου υλικού από σκηνοθέτη και συνεργάτες στους ηθοποιούς έρχεται και πέφτει πάνω σε δοκιμασμένους. Δεν πήρε εδώ καινούργιους κι άγνωστους. Τους έβγαλε όμως ανανεωμένους με έναν απίστευτο τρόπο. Τον ΓΚΑΫ ΠΗΡΣ που παίζει ένα τόσο σύνθετο ρόλο και κι η κάμερα τον παρακολουθεί μονίμως από κάποια απόσταση, ουγγρική επιρροή να έλεγα; Και την ΦΕΛΙΣΙΤΥ ΤΖΩΝΣ, που της δίνει ένα εντελώς ιδιαίτερο ρόλο ανάπηρης. Σπουδαίες ερμηνείες υποψήφιες για Oscar αν και φοβαμαι ότι μπορεί να είναι οι μόνεςς από τις δεκα υποψηφιότητες που μπορεί να μην το σηκωσουν διότι έχουν αντίπαλο ενώ στις υπόλοιπες το πράγμα παίζεται.
Αφήνω τον ΑΝΤΡΙΑΝ ΜΠΡΟΝΤΥ τελευταιο από τους ηθοποιούς για να του εκφράσω τον απεριόριστο θαυμασμό μου, τον είχα λατρέψει στον «ΠΑΝΙΣΤΑ» στο πρώτο του Oscar, εδώ τον βλέπω να παίζει με ένα διαφορετικό αέρα, να εχει ανανεώσει τον αέρα του κι όλα να δίνουν την εντύπωση του αβίαστου ενώ ταυτοχρόνως είναι κι απολύτως δραματικά. Πόσο σπουδαίος!
Θα σταθώ σε ένα σημείο, στα κοστούμια που αντ’ αυτών προτιμήθηκαν ας πούμε εκείνα του “A complete unknown”. Εκείνα, μεσα στη λιτότητα τους , προσδιόριζαν χαρακτήρες. Ετούτα εδώ είναι απολύτως εφαρμογή του art direction, είναι σαν μερος της σκηνογραφίας, είναι σαν επέκταση της αρχιτεκτονικής. Ειδικά στους εξωτερικούς χωρους, στα ημερήσια, αυτό καθίσταται εμφανέστερο
Κοντολογίς, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΦΕΤΙΝΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ, χωρίς αντιπροσωπευτικό χρώμα αμερικάνικο, με πολλές τονωτικές κι ανανεωτικές ενέσεις.
Τέλος θα ήθελα να πω κάτι που στην προβολή συζήτησα με τον φίλο και συνάδελφο Ακη Καπράνο και να πω δημοσίως ότι με αυτή την ταινία αναθάρρεψα, για το μελλον του Κινηματογράφου. Και της αίθουσας. Ότι το σινεμά κάνει τους κύκλους του και ίσως ετοιμάζει τη μεγάλη επάνοδο όχι όμως με την πάλαι ποτέ γερασμένη, αυταρεσκη ταινία του αυτάρεσκου auteur αλλά με τη νέα εντολή: Να μας πει και να μας δειξει ενδιαφερουσες ιστορίες . ‘Η να τις πει με ένα διαφορετικό τρόπο, πάντως με τις ιστοριες θα εχει να κάνει. Κι αυτό αναδεικνύεται μόνο στην αίθουσα. Και στην οθόνη της. Όχι, δεν μιλώ για τα υπερθεαματα και τα blockbuster και τα συναφή, ούτε για τα έπη, η μεγαλη διάρκεια δεν σημαινει έπος.. Μιλώ για το «All about Eve» το οποιο η αίθουσα κι η δική της οθόνη το ανέδειξαν σε κάτι μνημειώδες . Τέτοια περίπτωση είναι και το «Brutalist», που μόνο εκεί βλέπεται, απολαβάνεται και με γεμίζει αισιοδοξία για το μέλλον του σινεμά πως δεν χάθηκε. Να μας πουν ιστορίες. Να έρθουν οι καινούργιοι Μάνκιεβτς και Μπίλυ Γουάαιλντερ , με τις νεες μορφές, έτσι όπως είναι κι η ανανεωτική μορφή και ματια της ταινίας αυτής και του σκηνοθέτη της ΜΠΡΑΝΤΥ ΚΟΡΜΠΕΤ.