Δεν ξέρω αν θα πάρει μαζί του και τη νεολαία και σε ποιο βαθμό ή αν για την ώρα ευαισθητοποιεί εκείνους πού έζησαν Δικτατορία, πάντως, αν ρίξει κανείς μια ματιά στο τι γίνεται ανά τον κόσμο , μάλλον το φιλμ δεν ήλθε τυχαία.
Κι αυτό φαίνεται πως από όπου περνάει, όλο και κάτι παίρνει. Στη Βενετία πρώτα το βραβείο Σεναρίου, μετά κλεερδισε στα GOYA της Ισπανίας,προτάθηκε και στα BAFTA κι έφτασε η χάρη του και στην Αμερικανικη Ακαδημάι όπου εκεεί είναι υποψήφιο για 3 (ΤΡΙΑ) OSCAR, και για καλύτερη Ταινία όπως και για Διεθνή Ταινία, τα εχει και τα δυο δηλαδή κι επίσης για την ερμηνεύτρια την ΦΕΡΝΑΝΤΑ ΤΟΡΕΣ, που την προώθησαν κι οι «Χρυσές Σφαίρες» με το δικό τους publicity….
Για αυτό και λέω ότι κάποια ανάγκη το γεννά αυτό, ακόμα κι αν κάποιοι θα βιάζονταν να το πουν «ξεπερασμένο». Η πραγματικότητα δείχνει κάτι άλλο.
Βεβαίως και δεν είναι «Αγνοούμενος» ούτε κι «Επίσημη Ιστορία» , στη βάση ότι κάποιοι θα πουν τα δικά τους. .Είναι όμως ένα έργο που ξαναφέρνει στην επιφάνεια θεματα από τις μπανανίες της Λατινικής Αμερικής που τις ρήμαξαν οι Δικτατορίες κι οι πληγές που έχουν αφήσει είναι τόσο ανοιχτές ώστε να έρχονται και να συναντούν τις πληγές των σημερινών καιρών.
Στη Βραζιλία, λοιπόν, του 1971, τοποθετείται το δράμα, το οποίο βασίζεται σε αληθινή ιστορία, κι έχει να κάνει με το πως εξαφανίζει το καθεστώς έναν που δεν είναι της αρεσκείας του Έναν ευϋπόληπτο πολίτη, οικογενειάρχη, με πέντε παιδιά, πρώην βουλευτή, αλλά μη αρεστο…Και παρακολουθούμε πως έρχοντα και τον συλλαμβάνουν, πω ςπροφασίζονται ότι «μα ερώτηση θα του κάνει ο διοικητής και θα φύγει», κι οι άνθρωποι με μνήμες έχουν υπόψη τους αυτή τη φράση από την ημέτερη Δικτατορία του 1967, που η ερωτηση του διοικητή κράταγε μήνες ή και χρόνια και τα νεα εφταναν καθυστερημένα είτε από κάποιο νησί είτε από κάποιο κελί, κάποιες φορές κι από εκεί που δεν είχε γυρισμό.
Ετσι κι εδώ , πιάνουν τον πατέρα-συζυγο, οι ασφαλίτες εγκαθιστανται στο σπίτι, στη συνέχεια συλλαμβάνουν και τη μητέρα και το ένα κοριτσι, κάποια στιγμη τις αφήνουν αλλά νέα από τον πατέρα, πουθενά. Ζεί; Πέθανε; Ωσπου έρχεται η ωρα να πρέπει να εγκαταλειφθεί και το σπίτι διότι συσσωρεύονται κι οικονομικά προβλήματα, να μετακινηθούν αλλού, να πάνε από το Ρίο στα Σάο Πάολο..κι εκεί, η ηρωίδα του έργου, η μητέρα της ιστορίας για την οποία ο θεατής εχει λάβει πληροφορία που ο οικογενειακός περίγυρος δεν την έχει, να πάρει τη ζωη στα χέρια της, να αναλάβει δράση, να νικήσει το σθένος. Θα πάει στο Πανεπιστημιο, θα σπουδασει Νομικά, θα δραστηριοποιηθεί στον ακτιβισμό και στο μεταξυ όλο και θα περιμένουν μέχρι να έρθει κάποια ώρα αυτό που περιμένουν ή απεύχονται.
Οι ανθρώπινες λεπτομέρειες είναι που δίνουν την υπόσταση στο έργο, η ατμόσφαιρα ’70, όπως την ξέρουμε από το σινεμά σε σχέση με αυτές τις χώρες και με τις τόσες ωραίες σχετιζόμενες ταινίες που έχουμε δει, κάνουν το κλίμα, η διανομή είναι η μισή σκηνοθεσία όπως το έλεγαν οι σκηνοθέτες που καθυστερούσαν την αναγνώριση του casting director ως αυτόνομη κατάσταση, και η ΦΕΡΝΑΝΤΑ ΤOΡΕΣ είναι η απόλυτη αλήθεια στο παίξιμο. Είναι ακριβώς η συγκεκριμένη γυναίκα και μάνα, που πνίγει το πρόβλημα στη δύναμη της αξιοπρέπειας και το λούζεται μόνη για να μη βλάψει τα παιδιά, είναι πέρα για πέρα αληθινή Τόσο αληθινή που λες ότι και λίγος παλμός δεν θα έβλαπτε. Όμως ο σκηνοθέτης, ο ΒΑΛΤΕΡ ΣΑΛΕΣ, αυτό ήθελε, την απλότητα και την καθημερινότητα, τη άκρα λιτότητα κι η Τόρες του το δίνει στο ακέραιο. Και κάπου στο τέλος, θα δούμε κα την πραγματική μητέρα της ηθοποιού, να εμφανίζεται ως η ηρωίδα σε απολύτως προχωρημένη ηλικία, την ΦΕΡΝΑΝΤΑ ΜΟΝΤΕΝΕΓΚΡΟ, που ήταν κι εκείνη υποψήφια για Oscar σε ταινία επίσης υποψήφια για ξενόγλωσσο (όπως λεγόταν τότε το Διεθνες) Oscar, του ίδιου σκηνοθέτη, του Βάλτερ Σάλες, όπως και σε εκείνη την ταινία και στα ενδιάμεσα «Ημερολόγια μοτοσυκλέτας» και στο τωρινό, έχει τον τρόπο ο Σάλες να ανιχνεύει την ανθρωπινη υπόσταση, να κάνει ανάγλυφο το περιβάλλον κι αυτή να είναι η σκηνοθεσία του κι η υπογραφή του, σε συνάρτηση πάντα με το θεμα, που έχει την πολιτική και κοινωνική αναφορά αλλά μπορεί κι αποφεύγει την κορώνα.