Ως εργοκεντρικός , δεν θα πω το «Εγεννήθη ημιν» για τον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα ΜΑΝΟ ΘΗΡΑΙΟ, μα θα παω απευθείας στο πόνημα και στην αξία του πονήματος διότι το έργο κάνει το συγγραφέα, η σκηνοθεσία κάνει το σκηνοθέτη, η ηθοποιία κάνει τον ηθοποιό.
Κι επειδή ο Μάνος είναι φιλος και δεν έχω κανένα λόγο να το κρύψω, θα κατέληγε ύποπτο το περί προσώπου εγκώμιον. Θα γράψω λοιπόν για το έργο κι εσείς που θα δείτε την παράσταση, θα καταλάβετε …
Είναι έργο, λιτό, προσεκτικό και τελικά βαθύ. Δυο πρόσωπα, σε ένα διαμέρισμα, κάπου της περιοχής Πατησίων, όπου πολύ διακριτικά θα αρχίσει να βγαίνει σιγά σιγά και το βίωμα για την περιοχή και τις εξελίξεις της μέσα στο χρόνο. Η κουλτούρα των Πατησίων είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της αθηναϊκής ζωής, πνευματικής και κοινωνικής
Σε ένα διαμέρισμα, σε ένα πολύ λιτό σκηνικό χώρο, το τραπέζι, δυο καρέκλες κι οι ηθοποιοί, αυτό είναι το θεατρο μου, που έλεγε κι ένας μεγάλος, θα συναντηθούν δυο ανθρωποι. Ο ντελιβεράς που μεταφέρει την παραγγελία κι ο παραγγελιοδότης. Μόνο που βρέχει. Καλοκαιρινή μπόρα, νυχτερινή. Κι ο ντελιβερας εχει γίνει παπί. Κι ο Κι ο πελάτης του προτείνει να καθίσει και να περιμένει να κοπάσει, μια και δεν εχει και κράνος. Κι αντιλαμβάνεται ο πελάτης ότι ο ντελιβεράς κοιτά συνέχεια , με μια εκφραση ανησυχίας, προς το παραθυρο. Κι αντιλαμβάνεται ότι δεν κοιτά μόνο για τη βροχή.
Λοιπόν δεν θα σας πω τίποτε άλλο για τήν υπόθεση. Θα σας πω μόνο το εξής και θεωρώ ότι σας τα λέω όλα όσα χρειάζεστε ως κίνητρο για να πάτε στην παράσταση. Διότι με αυτή την αφορμή θ αρχίσουν να ξετυλίγονται κουβάρια. Πρώτα τα προφανή. Στη συνέχεια η περιπλοκή επί των προφανών. Η περιπλοκή όμως μοιραία οδηγεί τον κάθε χαρακτήρα να σκάψει στο μεδούλι του. Και το έργο το κάνει με ένα τρόπο ώστε το σκάψιμο να είναι περισσότερο για τον θεατή, για να καταλάβει σιγα σιγα τους δυο ανθρώπους, και φυσικά είναι κι ένα δικό τους σκάψιμο, των ηρώων εννοώ, όχι για πράγματα που κρύβουν αλλά για πράγματα που δεν φανερώνουν. Σε αυτό το λεπτό σημείο της διαφοράς των δυο εννοιών, παίζεται όλη η ισορροπία του έργου. Οι σταδιακές αποκαλύψεις γίνονται με εξέλιξη υπόθεσης. Όχι με μακροσκελείς μονολόγους. Αντιθέτως, το έργο είναι αποκλειστικά εργο διαλόγων και μαλιστα κοφτων και συντεταγμένων.
Και καθώς σκάβουν, πάλι σιγα σιγα αποκαλύπτουν πράγματα ,και τα πράγματα που αποκαλύπτουν φέρνουν κι άλλα πράγματα, κι αυτά που έρχονται δείχνουν ότι κάλυπταν κάποια άλλα πραγματα ,και παμε στου Σεφερη τη θαλασσα που την περάσαμε και φέρνει την άλλη θάλασσα….Μεχρι που καταλήγει στην κορύφωση, για την οποία κλιμακώνεται σταδιακά το έργο και το ίδιο εξελικτικά φτάνει σε μια απρόσμενη κορύφωση , τόσο απρόσμενη όσο κι οι ζωές των δυο αυτών ανθρώπων κι όσα έχουν ζήσει. Όλα έχουν συμβεί, πριν ξεκινήσει το έργο. Το έργο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να τα φανερώσει. Ο τρόπος είναι περίτεχνος. Και δείχνει πως ο συγγραφέας που όλα αυτά τα χρόνια παρακολουθεί θέατρο και σινεμά, πριν αποφασίσει να γράψει το δικό του έργο, έχει μελετήσει, αφομοιώσει και διδαχτεί. Ξέρει να αποφύγει παγίδες, ξέρει να πλάσει άτομα με σταθερή κοινωνική αναφορά, τόσο των προσώπων όσο και του περιβάλλοντος, όχι μονο του ατομικού περιβάλλοντος του καθενός αλλά και του περίγυρου που δεν τον βλέπουμε αλλά τον αισθανόμαστε να είναι υπαρκτός ως πνεύμα πάνω στη Σκηνή, να νοιώθουμε τις γειτονιές, τα σουβλατζίδικα, τα σινεμά και να τα βλέπουμε να γίνονται θεατρικός λόγος κι ο λόγος αυτός να καταλήγει στη θεατρική πράξη.
Δυο ηθοποιοί,δυό διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες , για να δωσουν ζωή στις εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες που ερμηνεύουν και να φτιάξουν χημεία μεταξύ τους..Αυτο που επικαλούμαι συχνά σε κριτικές διότι το είχα διδαχτεί στην Αμερική σε μαθήματα ηθοποιίας προς Σκηνοθέτες , οι ηθοποιοί πρεπει να ακούν ο ένας τον άλλον ώστε να παίζει ο ένας πάνω στη συνθήκη του άλλου κι έτσι λίγο-λίγο, να πετουν τα περιττά και να κρατούν τα ουσιωδη..κι ο σκηνοθέτης να μην έρχεται με έτοιμη τη λεγόμενη «σκηνοθεσία του αποτελέσματος» αλλά να παρακολουθεί, να προβάλει και να υποδαυλίζει τη μεταξύ των ηθοποιών συνεννόηση..
Αυτό ακριβώς έκανε ο ΘΟΔΩΡHΣ BΟΥΡΝΑΣ της παράστασης, και μόνο λίγο δεν το λες.
Κι ερχομαι στους ηθοποιούς. Οι οποίοι παίζουν ο καθένας τη διαφορετικότητα του, αυτή που του υπαγορεύει ο χαρακτήρας του. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, που παίζει τον πελάτη, πρεπει να είναι λίγο πο εξεζητημένος καθώς ανιχνεύει αλλά και κουβαλα και μια αστική φθορά και πρεπει όλα αυτά να τα κάνει σασπένς του ρόλου για να βοθήσει και το σασπένς της ιδιας της ιστορίας
Ο ντελιβερας, ο ΒΛΑΣΗΣ ΠΑΣΙΟΥΔΗΣ, καταρχάς, οφείλεει στον εαυτο του να κάνει ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ σινεμά. Αλλωστε, το έχει αντιληφθεί κι ο σκηνοθέτης και αρχιζει και τελειώνει την παρασταση με το Πασιούδη φιλμαρισμένο και σε πλάνα κοντινα. Κι αυτό όλο βεβαίως και γίνεται διότι ο ηθοποιός εχει μια αλήθεια τρομακτική, μια αμεσότητα πολύτιμη, μια λιτότητα από εκείνες που χρειάζονται αυτοί οι ρόλοι και συγχρόνως εχει εκφραστικότητα, έχει πάθος, έχει ορμή. Εχει τη σεξουαλικότητα που απαιτει ο ρόλος διότι το ίδιο το έργο τον θελει ημίγυμνο λογω βροχής μέχρι να στεγνώσει κι αυτό ένα στοιχείο που θα πυροδοτήσει το ξεκίνημα της επικοινωνίας των δυο ανδρών κι εκείνο που εκτίμησα ξεχωριστά στον ΠασΙούδη, μαζί με όλα τα άλλα , είναι ότι δεν εμφάνισε σώμα γυμναστηρίου παρα σώμα ανθρώπου που κανει αυτή τη δουλειά και πίνει και τις μπύρες του.
Θέλω να πω ότι εκεί μέσα, τεσσερις άνθρωποι, ο συγγραφέας, οι δυο ηθοποιοί κι ο σκηνοθέτης που κάνει και τους φωτισμούς, έχουν νιώσει ο ένας τον άλλον και δουλεύουν ο ένας για τον άλλο και με βαση τον άλλο ξεκινωντας ή καταλήγοντας στους εαυτούς τους. Διότι έχουν νιώσει το ΕΡΓΟ.