Όταν γυρίστηκε αυτό το φιλμ από τον σκηνοθέτη ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΕΝΣΩΦ, σαιζόν 1979-80, και μάλιστα ως παραγωγή της Μ ΟΣ ΦΙΛΜ, της επίσημης κρατικής εταιρίας της τότε ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, που είχε συνδέσει το όνομα της και το ρεπερτόριο της με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και τις μεταφορές κλασικών θεατρικών έργων ή μυθιστορημάτων στην οθόνη, είχε πέσει ξάφνιασμα. Πρώτα στην ίδια τη Σοβιετική Ενωση. Και κατόπν στο εξωτερικό. Για τους ίδιους λόγους αλλά από διαφορετική αφετηρία κοιταγμένους.
Οι λόγοι ήταν πως ξαφνικά θα βλέπαμε ένα σοβιετικό φιλμ με τα προβλήματα των καθημερινών ανθρώπων, που ως τότε το σινεμά τους δεν τα πολυσυνήθιζε.
Στην ΕΣΣΔ, όταν βγήκε το φιλμ στις αίθουσες, προκάλεσε πάταγο. Ουρές θεατών έξω από τους κινηματογράφους Οι Σοβιετικοί θεατές πήγαιναν επιτέλους να δουν κάτι άλλο. Τις ιστορίες τριών κοριτσιών στη Μόσχα, που ξεκινούν από το 1958 και φτάνουν ως την επόμενη γενεά. Το έργο είναι τρίωρο αλλά κανείς δεν κουράστηκε και γιατί να κουραστεί όταν η 3ωρη διάρκεια δικαιολογείται από τις μυθιστορηματικές εξελίξεις της ιστορίας, προπάντων όταν το σενάριο είναι τόσο εξαίρετα γραμμένο κι ο σκηνοθέτης τόσο ικανός οι δε ηθοποιοί….ΡΩΣΟΙ- με ό, τι αυτό συνεπάγεται ως ερμηνευτική ποιότητα.
Στο έργο δεν υπήρχε τίποτε το προπαγανδιστικό, τίποτε το πολιτικό, υπήρχαν η καθημερινότητα, ο έρωτας , οι διαψεύσεις, ο αγώνας για την αναρρίχηση, στα πλαίσια κι αυτή του ανθρώπου που θέλει να γίνει κάτι στη ζωή του, η ασφάλεια πάνω σε μια ανοιχτή και θερμή αγκαλιά- μα πάνω από όλα είχε στο επίκεντρο τη γυναίκα. Τη Σοβιετική γυναίκα ως άνθρωπο κι ως γυναίκα. Και γύρω- γύρω από αυτές ζωντάνευε το περιβάλλον των εποχών, πότε με νοσταλγία για τη Μόσχα του 1958, πότε με ενσυνείδηση για τα επερχόμενα χρόνια και τη ζωή που σε έπαιρνε από κάτω και σου επέβαλε τους δικούς της κανόνες.
Και συγχρόνως ήταν τόσο επιδέξια φτιαγμένο ώστε να γίνεται όμορφο, να κινείται σε πολλούς χώρους, να περνάμε από τις πολυκατοικίες του 1958 όπου έμεναν με συγκεκριμένες συνθήκες ωραρίου κι ενοικίου τα κορίτσια από τη σοβιετική επαρχία πού έρχονταν για να γίνουν «κάτι» στη Μόσχα.
Τρελάθηκαν τότε οι Ρώσοι με το φιλμ. Η επιτυχία του ήταν τέτοια που αποφάσισαν να αρχίσουν να το ταξιδεύουν και στο εξωτερικό.
Αν τρελάθηκαν μια φορά οι Ρώσοι με την ταινία του Βλαντιμίρ Μενσωφ από τη Μος Φιλμ, στη Δύση έμειναν άλαλοι. Διότι ξαφνικά βλέπαμε για ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ τους Ρώσους ή τους Σοβιετικούς, αν θέλετε, σαν «κανονικούς» ανθρώπους.
Από τη μια το δυτικό στερεότυπο του ψυχρού πολέμου κι από την άλλη το σοβιετικό με τους ήρωες της εργασίας και του Πατριωτικού Πολέμου. Κι ο Ανθρωπος δεν υπήρχε πουθενά.
Οι Ρώσοι έδειχναν στο φιλμ τον εαυτό τους τη ζωή τους, τις συνήθειες τους, τις διασκεδάσεις τους (μια από τις πρώτες σκηνές της ταινίας στη Μόσχα του 1958 είναι που γίνεται εβδομάδα Γαλλικού Κινηματογράφου κι είναι μαζεμένη η αφρόκρεμα του σοβιετικού σινεμά αλλά και του γαλλικού που έχουν έρθει στη ρωσική πρωτεύουσα ως τιμώμενα πρόσωπα κι είναι παρών κι ένας νεαρός που δείχνει ξύπνιος , χαριτωμένος κι ανήσυχος και λέγεται Γεβγκένι Γεφτουσένκο- ο κατοπινός «αιρετικός» ποιητής- που δίνει το παρόν στο γαλλικό Φεστιβάλ ενώ οι Μοσχοβίτισσες κράζουν σαν υστερικές για να πάρουν αυτόγραφα από τους σταρ), η ζωή στα εργοστάσια, το ξεγέλασμα του άντρα που δεν τιμά το λόγο του, οι ταξικές διαφορές (ναι, μάλιστα, οι ίδιοι οι Σοβιετικοί τα έδειχναν), τα διαμερίσματα, οι ντάτσες, πόσα θέματα που συνυφαίνονται με τις εξελίξεις των χαρακτήρων και γύρω τους προβάλει το κοινωνικό κομμάτι, το πλαίσιο, ο τόπος κι ο χρόνος, η ρίζα.
Εμοιαζε με (τότε) σύγχρονο ρωσικό μυθιστόρημα υψηλής αλλά και μοντέρνας γραφής. Βλέποντας οι Σοβιετικοί το ευχάριστο ξάφνιασμα στη Δύση, αποφάσισαν να το πάνε ακόμα πιο πέρα. Και το υπέβαλαν για το Οσκαρ.
Οι Αμερικάνοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Χρόνια αργότερα, όταν άρχισα να ταξιδεύω στην Αμερική, μου είχαν πεί στην Ακαδημία για αυτό το φιλμ «Το «Η Μόσχα δεν πιστεύει στα δάκρυα» αν το είχαμε για πρότυπο, θα είχαμε κάνει πολύ καλύτερα φιλμ , κυρίως για το πώς , μέσα από το σινεμά, από τους χαρακτήρες και την ιστορία έρχεσαι σε επαφή με μια χώρα κι ένα λαό».
Κι η ταινία, κατέληξε όχι απλώς να μπει στην πεντάδα, αλλά να στεφθεί και νικήτρια του Οσκαρ. Εχοντας, μαλιστα, απέναντι της, το "Καγκεμούσα" του Κουροσάβα και "Το τελευταίο μετρό" του Τρυφφώ. Τα χρόνια πέρασαν, οι νεόκοποι θεωρητικοί κράτησαν από το ρώσικο σινεμά μόνο τον Ταρκόφσκι κι απέρριψαν συλλήβδην το σοβιετικό (ακόμα και τα αριστουργήματα του Τσουχράι και του Μπονταρτσούκ και του Κολατόζωφ) κ έτσι το «Η Μόσχα δεν πιστεύει στα δάκρυα» χάθηκε κι από κάποιους ξεχάστηκε.
Μου αφυπνίστηκαν οι μνήμες του ταξιδεύοντας εκεί. Κι όταν η γύρισα το βρήκα ακόμα πιο καθάριο και σίγουρα πιο ουσιαστικό. Και καλλιτεχνικά.., δεν το συζητάμε, υψηλής ποιότητος παίξιμο και γράψιμο και σκηνοθεσία.
Σε ένα βασικό ρόλο εμφανίζεται κι ο ΑΛΕΞΕΙ ΜΠΑΤΑΛΩΦ, από τα αστέρια του σοβιετικού σινεμά , ( συμπρωταγωνιστής της Τατιάνα Σαμοήλοβα στο θρυλικό και βραβευμένο με «Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες «Όταν περνούν οι γερανοί» , που είναι παραγωγή του 1958, όπου διαδραματίζεται η ιστορία του «Η Μόσχα δεν πιστεύει στα δάκρυα») και του οποίου τη φωτογραφία την είδα σε κάποια από αυτά τα «σοβιετικά καφέ» που λειτουργούν σήμερα και για τα οποία έγραψα στα άρθρα μου από τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη.
Το συνιστώ το φιλμ σε όσους και κυρίως ΣΕ ΟΣΕΣ δεν το γνωρίζουν.