ΚΙ έτσι είναι διότι ο ΟΜΑΡ ΣΑΡΙΦ ταυτίστηκε πλήρως με το ρόλο εκείνο, και τίποτε στην καριέρα του δεν ξεπέρασε το φιλμ εκείνο του Ντέηβιντ Λην. Το οποίο φιλμ, όπως κι ο Σαρίφ, είχε επίσης λοιδορηθεί από τους κριτικούς οι οποίοι κάτι άλλο έψαχναν να δουν κι όχι το φιλμ που είδαν.
Το φιλμ που είδαν , όμως, το λάτρεψαν οι θεατές. Κι αυτοί το έκαναν κλασικό. Κι ο Ομάρ Σαρίφ από αυτό το φιλμ έφτασε στο απόγειο της δόξας του και κανένα φιλμ από όσα ακολούθησαν δεν πλησίασε το «Δόκτωρ Ζιβάγκο» ούτε στο νυχάκι. Ούτε, όμως, κι αναγνωρίστηκε με το φιλμ εκείνο ως ηθοποιός, δεν προτάθηκε καν για Οσκαρ. ΚΙ όμως, τον θρίαμβο τον έκανε κι η ταύτιση επήλθε πέρα για πέρα. Και σήμερα που μας έφυγε, με αυτό το φιλμ κατά νου τον κοιτάζουμε πού χάνεται.
Διότι και το φιλμ κι ο Ομάρ Σαρίφ ξεπέρασαν τα στενά όρια που τους έβαλε η κριτική. Το miscast ποιο ήταν; Ότι ήταν πιο μελαχρινός από όσο εκείνοι φαντάζονταν τον Ζιβάγκο όταν διάβαζαν, ΑΝ διάβασαν , το βιβλίο; Και ποιος τους είπε ότι δεν υπάρχουν και μελαχρινοί Ρώσοι!... Μόνο που το πρόβλημα δεν ήταν εκεί, δεν κρυβόταν τόσο στην αποθέωση των πιο ανόητων στερεοτύπων, στη «μελαχρινάδα» δηλαδή του Ζιβάγκο-Σαρίφ. Το πρόβλημα βρισκόταν στην έλλειψη γνώσης για το πώς γίνεται το σινεμά.
Στο ότι ο Ντέιβιντ Λην, που κατέληξε στον Ομάρ Σαρίφ για το ρόλο αυτό, στηρίχτηκε στα μεγάλα , κατάμαυρα, ΥΓΡΑ μάτια του. Σε εκείνα τα μάτια που όταν υγραίνονταν μπορούσαν στον κινηματογραφικό φακό να εκφράζουν του κόσμου τα συναισθήματα , ακόμα κι αν ο ηθοποιός δεν τα «συναισθανόταν» αναλόγως ή δεν ήταν σε θέση να τα ερμηνεύσει αν ο σκηνοθέτης του ζητούσε έναν άλλο τρόπο. Και συγχρόνως να προσδίδουν κι ομορφιά στο πανί, την ομορφιά τη φυσική του ηθοποιού. Ο Ντέιβιντ Λην τον έβλεπε μέσα από τα μάτια του κινηματογραφικού φακού. Κι ο φακός ήταν τελικά αυτός που μίλησε.
Όπως είχαν κατηγορήσει αργότερα και τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ ως miscast στο «Πέρα από την Αφρική» ότι δεν έμοιαζε για Εγγλέζος. «Και ποιος τους είπε» μου είχε εξηγήσει ο ΣΥΝΤΝΕΥ ΠΟΛΛΑΚ σε μια από τις πολλές επαφές μας , σε μια συνέντευξη, «ότι εγώ πήρα τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ για να κάνει τον Εγγλέζο; Εγώ τον διάλεξα γιατί μέσω του ανδρικού ρόλου θα έπρεπε να κινηθεί η ερωτική ιστορία αφού η ηρωίδα ως σεξουαλικότητα ήταν ανεπαρκής»
Αυτά όμως τα γνωρίζουν εκείνοι που ΚΑΝΟΥΝ τα ΕΡΓΑ κι όχι οι άλλοι που τα ΒΛΕΠΟΥΝ.
Τα μαύρα υγρά μάτια του Ομάρ Σαρίφ θα έκαναν την ωραιότερη αντίθεση που θα μπορούσε να γίνει, με τα ξανθογάλανα χρώματα της Τζούλι Κρίστι που θα έπαιζε τη Λάρα. Βλέποντας κινηματογραφικά ο κινηματογραφικός σκηνοθέτης καταλάβαινε πως έτσι θα έφτιαχνε έλξη στο πανί για τους δύο ταλαίπωρους , μυθιστορηματικούς εραστές του Πάστερνακ και θα τους έδινε στο κοινό.
Φυσικά η Ακαδημία Κινηματογράφου το κατάλαβε, τα μεγάλα, μαύρα υγρά μάτια δεν τα είδε ως ηθοποιία και δεν πρότεινε τον Ομάρ Σαρίφ για Οσκαρ ενώ πρότεινε τον Ντέιβιντ Λην για τη σκηνοθεσία. Για την Ακαδημία ο Ομάρ Σαρίφ είχε σταθμεύσει ως ηθοποιός στο πρώτο φιλμ του στην επίσημη Δύση, στον «Λόρενς της Αραβίας» όπου εκεί, με τον ίδιο τρόπο και για λόγους ανάλογους τον είχε επιλέξει ο Ντέιβιντ Λιν στον οποίο ο Ομάρ Σαρίφ μέχρι τέλους της ζωής του απέδιδε μεγάλες τιμές. Τον είχε επιλέξει ο Λην για αυτά τα μαύρα σαν κάρβουνο μάτια που έκαναν αντίθεση με τα μπλε της θάλασσας του Πίτερ Ο’ Τουλ. Εκεί προτάθηκε για Οσκαρ, στο ξεκίνημα δηλαδή, για μία και μοναδική φορά στη ζωή του, ως supporting, ως συμπλήρωμα και κόντρα στον κεντρικό ήρωα.
Ως «Δόκτωρ Ζιβάγκο» έμεινε κι όχι ως miscast. Ως ρομαντικός κινηματογραφικός ήρωας κι όχι ως Ρώσος ποιητής. Μήπως κι ο λογοτεχνικός Ζιβάγκο τελικά δεν είναι περισσότερο ένας ρομαντικός ήρωας και λιγότερο ένας οποιοσδήποτε Ρώσος ποιητής; Ο ίδιος ο Πάστερνακ με την ερωτική ιστορία –ποταμό όπου αυτός κι η Λάρα τρείς φορές βρέθηκαν στη μέση του πουθενά για να ζήσουν τον έρωτα τους ενώ γύρω τους ο κόσμος ταρακουνιόταν συθέμελα, ήρωες ρομαντικής λογοτεχνίας δεν ήταν;