Το έργο αυτό, θα διαπιστώσετε κι εσείς ότι είναι τραγικά αλλά κι εξαιρετικά επίκαιρο κι όπως συνέβη με το «Μεγάλο μας τσίρκο» του ίδιου συγγραφέα, το ανάλογο συμβαίνει και με αυτό.
Το έργο γράφτηκε για την ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ η οποία το είχε ανεβάσει τον Οκτώβριο του 1966 στο θέατρο «Χατζηχρήστου» και το κατέβασε σε ενάμιση μήνα.
Για τον απλούστατο λόγο ότι το πολέμησαν λυσσαλέα τόσο η Δεξιά όσο κι η Αριστερά. Οπότε, επηρεάστηκε κι ο… Κυρ-Παντελής, δηλαδή το κοινό.
Στις μέρες μας αποκτά νέα διάσταση, δηλώνει διαχρονικότητα και κάνει απολύτως κατανοητό το γιατί πολεμήθηκε τότε και δεν εγγυάται ότι δεν θα δεχόταν πυρά και τώρα. Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε και στο πόσο μπερδεμένοι είμαστε οι περισσότεροι με τον ηγεμονικό ρόλο της Γερμανίας από τη μια και με το ποιοι είναι οι ήρωες και ποιοι οι προδότες από την άλλη.
Πιστεύω πως ακριβώς αυτό ήταν και το σημείο που ενόχλησε τότε τόσο την Δεξιά όσο και την Αριστερά. Το ποιους διαλέγει ο συγγραφέας για ήρωες και ποιους για προδότες.
Κι ας πρόκειται για έργο καλλιτεχνικής έμπνευσης κι εσωτερικής παρόρμησης κι όχι για κήρυγμα ΚΑΝΕΝΟΣ τύπου. Οι πιο ψύχραιμοι κριτικοί της εποχής του είχαν αναγνωρίσει πως ενπάση περιπτώσει ένας συγγραφέας μπορεί να διαλέγει να ασχοληθεί με τις εξαιρέσεις ενός κανόνα κι όχι με τον κύριο κορμό της κοινωνίας.
Θα μπω στο ψητό. Να προλάβω μόνο να πω ότι πρόκειται για δραματική σάτιρα, εξαιρετικά ΔΗΛΗΤΗΡΙΩΔΗ, και το δηλητήριο βγαίνει μέσα από τις καταστάσεις.
Η υπόθεση τοποθετείται στην Αθήνα του Σεπτεμβρίου του 1943. Πάνω που η Ιταλία συνθηκολογεί κι από τον Αξονα περνά στους Συμμάχους. Στο αστικό σπίτι της ηρωίδας, της νεαρής Ασπασίας, ζει ένας Ιταλός λοχαγός υπό τύπο επίταξης. Με το που γίνεται η συνθηκολόγηση ο Ιταλός θεωρείται παράνομος όπως κι οι Ελληνες αντιστασιακοί. Ο Ιταλός, ο Τσέζαρε, ζητά να τα μείνει στο σπίτι, να τον κρύψει εκεί η Ασπασία. Και δεν είναι μόνο αυτός παρά έρχονται κι άλλοι τρείς συμπατριώτες που πέταξαν τη στολή και δεν θέλουν να συνταχθούν με τον Αξονα.
Ποια όμως είναι η Ασπασία; Η Ασπασία είναι ένα πουτανάκι. Την έχει βγάλει στο κλαρί η θεία της, η οποία την μεγάλωσε διότι η κοπέλα έχασε τους γονείς της μικρή κι έχει κι ένα αδερφό ο οποίος έχει εξαφανιστεί από το 1941 και δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Η θεία αδυνατεί να δεχτεί κάτι τέτοιο, εκβιάζει την Ασπασία και τελικώς αυτό το ανερμάτιστο πουτανάκι μαζί με τους Ιταλούς αντιφασίστες θα βρεθούν ενωμένοι με τους ΕΑΜίτες οι οποίοι υιοθετούν την νεαρή, αστή πουτανίτσα καθώς και δύο άλλες ξεπεταγμένες που έκρυβαν τους Ιταλούς συντρόφους του Τσέζαρε και θα ετοιμαστούν για το βουνό… Η πλοκή συνεχίζεται..Και δεν λέω το τέλος. Διότι το έργο λειτουργεί και σε πρώτο επίπεδο αν και τα από κάτω επίπεδα του δεν σε αφήνουν νέτο-σκέτο στην απόλαυση και μόνο της τόσο ενδιαφέρουσας και καλογραμμένης υπόθεσης.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης βρίσκεται σε τούτο το έργο σε εξαιρετική συγγραφική φόρμα κι είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο συνυφαίνει κωμικά με δραματικά στοιχεία (άλλωστε ως «δραματική κωμωδία» δηλωνόταν τότε που είχε ανεβαστεί και δέχτηκε τα ομαδικά πυρά ως άτυπη εθνική…. συνεννόηση- τρομάρα τους!) κυρίως θαυμάζουμε το πώς υπονομεύει κωμικά την δραματική κατάσταση. Διαρκώς. Και προπαντός με ΕΜΠΝΕΥΣΗ και με άριστα κατακτημένη τη συγγραφική τεχνική του.
Υπάρχει φερειπείν μια σκηνή στην τρίτη εικόνα της πρώτης πράξης όπου η ηρωίδα, η Ασπασία δηλαδή, έχει κάνει ποδαρόδρομο δύο ωρών για να βρει λαχανίδες. Και τις κάνουν σούπα για να φάνε η Ασπασία, ο Τσέζαρε, οι σύντροφοι του κι οι δύο άλλες «ξεπεταγμένες» φίλες της Ασπασίας που κρύβουν τους Ιταλούς. Και καθώς τρώνε αυτό το νερομπούλι, αρχίζουν να συζητούν για φαγητά, για παστίτσιο και για γαλοπούλα στο φούρνο με πατάτες. Κι αρχίζουν να από την πείνα να μπαίνουν στο «τριπ» ότι και θα τα μαγειρέψουν. Και ξεκινούν την περιγραφή της συνταγής και στη συνεχεια τη νοερή εκτέλεση της, το μαγείρεμα της, ενώ στο τραπέζι υπάρχουν τα πιάτα με τη λαχανίδα-νερόπλυμα. ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗ.
Το συνιστώ λοιπόν διότι το θέατρο κι ο λόγος για άλλη μια φορά μπορεί να δώσει στον κόσμο πράγματα. Και ζούμε σε μια εποχή που δεν υπάρχουν συγγραφείς, δεν υπάρχουν έργα νέα, για να μας οδηγήσουν πνευματικά και να μας εμπνεύσουν, παρά μόνο σκηνοθέτες.Το «ΒΙΒΑ ΑΣΠΑΣΙΑ» οφείλει να ανεβαστεί ξανά , με την επίκαιρη ματιά του, κι από ΚΑΛΟ θίασο.
Υπάρχει μια φράση στο έργο που συμπυκνώνει όλη την ουσία. Είναι η φράση που λέει ο αντιστασιακός στην Ασπασία όταν της ξεμπλοκάρει το σφραγισμένο από τους Γερμανούς ραδιόφωνο για να μπορούν να πιάνουν Λονδίνο.. και ξεχύνεται η φωνή της Βέμπο . Λέει λοιπόν ο Εαμίτης στην πουτάνα καθώς την εκπαιδεύει για να τη βγάλει στο βουνό: «ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕΝ ΓΕΝΝΙΟΟΥΝΤΑΙ ΣΩΣΤΟΙ. ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΣΩΣΤΟΙ». Ετσι κι αλλιώς, σε κάθε έργο, ένας συγγραφέας γνωρίζει πως πρέπει να υπάρχει και μια φράση που να συμπυκνώνει, όπως είπαμε, τα νοήματα. Αυτό, ειρήσθω εν παρόδω, είναι κανόνας και στον κινηματογράφο, έχω βρεθεί σε τέτοια μαθήματα στο UNIVERSITYOFTHESOUTHERNCALLIFORNIA, όπου ο σωστός σεναριογράφος οφείλει να έχει τη φράση κλειδί ώστε να πατήσει πάνω της κι ο σκηνοθέτης για να βρεί τη λύση της σκηνοθεσίας του.
Στο «Βίβα Ασπασία» η φράση αυτή συμπυκνώνει το νόημα που ενόχλησε. Η μεν Δεξιά ενοχλήθηκε επειδή οι αστοί του ΕΡΓΟΥ (το τονίζω, ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ) καλόβλεπαν τους Γερμανούς, η δε Αριστερά θεώρησε ότι τη θίγουν με το να δείχνουν ότι το ΕΑΜ στρατολογούσε πουτάνες.
Γι αυτό και λέμε ότι η αξία της Τέχνης είναι η Ελευθερία της .
Στην εποχή μας πάντως, κι αυτός είναι ο λόγος που θέλησα να το επικοινωνήσω, το έργο είναι εξαιρετικά σχετιζόμενο με τα σημεία των καιρών και βάζει τον Ανθρωπο σε σκέψεις.
Βέβαια, αυτό που σας συνιστώ να δείτε, ως παράσταση κι ως ερμηνεία, δεν είναι πρώτης τάξεως. Δείτε το όμως λίγο και με τα μάτια της φαντασίας σας και σκεφτείτε την πρώτη διανομή, ότι την Ασπασία παίζει η ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ, τον Τσέζαρε ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΗΝΑΙΟΣ, τη θεία η ΜΑΡΙΑ ΦΩΚΑ- αν κι η ΠΟΠΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, καλή ηθοποιός από το παλιό και δοξασμένο Εθνικό Θέατρο, διαφέρει και ξεχωρίζει από το σύνολο της τηλε-θεατρικής διανομής.