Φράσεις όπως «ΜΑ ΤΙ ΠΑΙΞΙΜΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ», «ΠΑΝΤΩΣ Η ΗΘΟΠΟΙΙΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΤΡΕΛΛΑ», «ΒΡΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΧΑΙΡΕΣΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΒΛΕΠΕΙΣ» και μερικές ακόμα ήταν φράσεις κλισέ που ακούγονταν κατά την έξοδο του συρρέοντος κοινού , σχεδόν σε κάθε νέο έργο που ανέβαζαν με τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΥΡΑΤ, ο οποίος την φρόντιζε απίστευτα. Γι αυτό κι όταν πέθανε ο Μυράτ, αποτραβήχτηκε σιγά σιγά κι η Βούλα. Για τον απλούστατο λόγο ότι εκείνη ήταν μόνο για να παίζει. Όλα τα χρόνια δίπλα στον Μυράτ εκείνος φρόντιζε τα έργα, έψαχνε τα ρεπερτόρια, διάλεγε, ανέβαζε, η Βούλα έπαιζε. Οπότε, ο θάνατος του, το 1990, αφενός την βρήκε χορτασμένη από ρόλους ώστε να μην μπει στην περιπέτεια να συνεχίσει μόνη της το ψάξιμο κι αφετέρου δεν ήταν το είδος της ηθοποιού που μπορεί να διαχειριστεί την καριέρα της μόνη, να κάνει την παραγωγό, την επιχειρηματία, τη θιασάρχη.
Ηταν κάτι ανάλογο με εκείνο που είχε συμβεί στην ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΤΖΟΟΥΝΣ μετά τον θάνατο του παραγωγού συζύγου της ΝΤΕΗΒΙΝΤ Ο.ΣΕΛΖΝΙΚ και πολύ πιο παλιά με τη ΝΟΡΜΑ ΣΗΡΕΡ η οποία ύστερα από τον χαμό του ηγεμόνα της MGMΕΡΒΙΝΓΚ ΘΑΛΜΠΕΡΓΚ προτίμησε τη σταδιακή απόσυρση.
ΚΙ ας ήταν όλες αυτές ΚΟΡΥΦΑΙΕΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΕΣ.
Η Ζουμπουλάκη αποτραβήχτηκε πλήρης ρόλων, πληρέστατη, και δεν την ενδιέφερε πιά να παίζει αλλά μόνο να βλέπει. Πήγαινε στα θέατρα ανελλιπώς.
Όταν έπαιζε δράμα, που ήταν και το είδος της, παλλόταν ολόκληρη. Τα χέρια της, τα ανεβοκατεβάσματα της φωνής της (σε αυτό τη βοηθούσαν κι οι μουσικές σπουδές της αφού είχε ξεκινήσει για να γίνει σοπράνο) (και τραγουδούσε εκπληκτικά!), η κίνηση της πάνω στη σκηνή αλλά κι η στάση της σε αυτήν, όταν έπρεπε να μείνει ακίνητη ή να καθίσει σε μια πολυθρόνα.
Δεν θα ξεχάσω την ένταση της ως παραλογισμένη γεροντοκόρη στο «ΣΤΕΡΝΟ ΚΑΡΑΒΙ» του ΑΛΕΧΑΝΔΡΟ ΚΑΣΟΝΑ που παλλόταν ολόκληρη. Δεν μπορεί να μου φύγει η εικόνα της κατάρρευσης της στη «ΣΚΙΑ» του ΝΙΚΟΝΤΕΜΙ , όταν μετά την ανάκτηση της υγείας της ύστερα από πολύμηνη ασθένεια πληροφορείται ότι ο σύζυγος που τη φρόντιζε είχε αποκτήσει ερωμένη, το πώς είπε τη φράση «Θεέ μου δώς μου πίσω την αρρώστια μου» και πως κατέρρευσε στην πολυθρόνα, όχι σαν λιπόθυμη αλλά σαν ένα άδειο σακί.Δεν μπορώ να ξεχάσω την γυναικεία βιρτουοζιτέ της στο ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ» της Ιταλίδας συγγραφέως ΑΛΜΠΑ ΝΤΕ ΤΣΕΣΠΕΝΤΕΣ, που έδινε όλες τις αποχρώσεις της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας και πως αλώνιζε την σκηνή, σαν μια άλλη ιψενική Νόρα αλλά πιο… Καθολική, πιο συμβιβαστική στην ώρα της μεγάλης εξέγερσης. Το έργο αυτό όπως κι η «ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ» του Ρουμάνου Αουρέλ Μπαράγκα ήταν από τους μεγάλους θριάμβους της καριέρας της μαζί με το μνημειώδες «ΑΠΟΨΕ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΖΟΥΜΕ» του ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΟ και την «ΠΙΚΡΑΓΑΠΗΜΕΝΗ» του ΥΑΚΙΝΘΟΥ ΜΠΕΝΑΒΕΝΤΕ- για την τελευταία θα γράψω πιο κάτω.
Υπάρχουν κι οι πρώτες επιτυχίες της στο «REX», πριν κάνουν τον θίασο Μυράτ-Ζουμπουλάκη, τότε που ο Δημήτρης Μυράτ ήταν σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου-θιάσου ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ αλλά για εκείνα δεν έχω προσωπική γνώμη, είναι μόνο ΙΣΤΟΡΙΑ.
Μιλώ για τις προσωπικές μου εντυπώσεις, για όσα εγώ αποκόμισα. Και , θεωρητικώς, δεν ήμουν κοινό τους. Τι δουλειά είχε ένας πιτσιρικάς ανάμεσα στους κυρίους και τις κυρίες, υψίστης καλλιέργειας, να πηγαίνει στο θέατρο «Αθηνών» ολομόναχος με τα περιορισμένα χαρτζιλίκια του και να βλέπει ένα θέατρο που δεν ανήκε στη γενιά του; Ηταν το παθιασμένο παίξιμο της Βούλας Ζουμπουλάκη που με είχε σαγηνέψει αλλά έβλεπα, μια και μεγάλωνα εκεί μέσα, ολομόναχος ανάμεσα σε ώριμους και ηλικιωμένους, την αυταπάρνηση του Μυράτ και τα έργα που έφερνε από την Γερμανία, την Ιταλία, τη Λατινική Αμερική- δεν θα ξεχάσω ένα έργο τους που κράτησε μόνο ενάμιση μήνα, τη «ΔΕΗΣΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΟΛΑΣΜΕΝΗ» του Αργεντίνου συγγραφέα ΑΛΦΟΝΣΟ ΠΑΝΣΟ όπου σε ηλικία 12 χρονών αισθάνθηκα μια βαθιά στενοχώρια που αναγκάστηκαν να το κατεβάσουν διότι το κοινό, για κάποιο λόγο δεν είχε ανταποκριθεί. Τελικά, μέσα σε εκείνο το θέατρο διδάσκονταν κλασικά γράμματα μα άλλαζαν οι καιροί.
Μετά, όμως, από εκείνο το γρήγορο πέσιμο του λατινοαμερικάνικου- μιλάμε για το 1971, ανέβασαν την «ΣΤΑΘΕΡΗ ΣΥΖΥΓΟ» του ΣΟΜΕΡΣΕΤ ΜΩΜ» . Ηταν ένα έργο που το είχε αποκλειστική εργολαβία η Κα ΚΑΤΕΡΙΝΑ και το έπαιζε ως ναυαγοσωστικό του θιάσου της , με διάφορους τίτλους. Πρώτα ως «Η Κονστάνς δεν φέρεται καλά;» , άλλοτε ως «Πιστή σύζυγος», ως «Μια σταθερή γυναίκα» κλπ. Εκεί είδα και την Βούλα Ζουμπουλάκη ως κομεντιέν για πρώτη φορά και μου έδωσε μια άλλη διάσταση. Την είχα ως δραματική αποκλειστικά ηθοποιό και στην κομεντί μου έκανε εκπληκτική εντύπωση. Το είχα αποδώσει στον αέρα της, στην άνεση της, στο ότι εξουσίαζε τη σκηνή. Αργότερα κατάλαβα πως διέθετε και προσωπικό χιούμορ κι ότι το είχε ανάγκη πότε –πότε να παίζει και κάτι πιο χαλαρό, να μην κουβαλά αβυσσαλέα πάθη στη σκηνή, να ρουφά λίγο και τον αφρό της σαμπάνιας. Το θέμα είναι πως με τον θρίαμβο της «Σταθερής συζύγου» μετεβλήθη σε ερμηνεύτρια του Μωμ, κάτι που, όπως είπαμε, κατείχε η Κατερίνα και θεωρώ πως εκεί πάνω κληρονόμησε το κοινό της σε αυτό το είδος αφού εκείνη είχε πιά αποσυρθεί.
Τι γύρευα εγώ εκεί μέσα; Χμ! Μελετούσα ένα θέατρο που έφευγε και τις κληρονομιές που άφηνε οι οποίες δεν έπρεπε να χαθούν. Με κοιτούσαν κάπως παραξενεμένοι οι κύριοι που διάβαζαν τη «Νέα Εστία» κι οι κυρίες που περίμεναν εναγωνίως τη Βούλα να βγει στη σκηνή, ένιωθα την ενέργεια των βλεμμάτων τους αλλά και τι να έκανα; Ελεγα στον έφηβο εαυτό μου «τι σε νοιάζει; Μπορεί να κρύβει κι επιδοκιμασία»
Η κομψότητα της! Το άλλο προσόν της πάνω στη σκηνή. Μαζί με την Κατερίνα (άντε πάλι!) και την Τζένη Καρέζη στην προ Καζάκου εποχή και φυσικά τη Μελίνα Μερκούρη υπήρξε η κατεξοχήν καλοντυμένη πρωταγωνίστρια της ελληνικής σκηνής- χωρίς να προσπερνάμε την κοκεταρία της Μαίρης Αρώνη. Η Ζουμπουλάκη είναι αυτή που ενέπνευσε τον Ντίμη Κρίτσα κι οι εμφανίσεις της ήταν που έκαναν και τις άλλες πρωταγωνίστριες να καταφύγουν σε αυτόν, ακόμα και στον κινηματογράφο όπου από τα χέρια του είδαμε και την πιο καλοντυμένη Αλίκη στο «Δόλωμα». Την Καρέζη την είχε ντύσει σε αρκετά κι ήταν η εποχή, όπως είπαμε, που το ντύσιμο της «φύσαγε».
Και δεν ήταν μόνο η κομψότητα όσον αφορά στο σύγχρονο ρούχο όταν την επιμελείτο ο Κρίτσας. Ηταν και στα έργα εποχής. Θυμάμαι στο «ΦΟΝΟΣ ΣΤΟ ΙΕΡΟ ΠΑΛΑΤΙ» που έπαιζε την Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Θεοφανώ, όπου τα στέμματα και τα διαδήματα και όλα τα σχετικά τα είχε αναλάβει ο ΟΙΚΟΣ ΛΑΛΑΟΥΝΗ (αληθινά κοσμήματα δηλαδή)(και μιλάμε για ιδιωτικές παραστάσεις μη επιχορηγούμενες- να τα λέμα κι αυτά, για να καταλαβαίνουν και την προσφορά του Μυράτ) κι η Βούλα ήταν στη σκηνή αληθινή αυτοκράτειρα, αλλά παθιασμένη και κολασμένη σύμφωνα με το έργο. Πάντως αυτοκράτειρα κι όχι μια οποιαδήποτε… φόνισσα.
Κι άλλο προσόν: ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ. Το ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ κάπνισμα. ΚΑΜΜΙΑ και το τονίζω δεν κάπνιζε στη σκηνή με τον τρόπο που κάπνιζε η Ζουμπουλάκη. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη σκηνή στην «ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ», που όλη η εισαγωγή έχει σκηνοθετηθεί από το Μυράτ με βάση το τσιγάρο που κρατά η Βούλα , και με το πώς καπνίζει ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. Ο φωτισμός είναι background, εκείνη κάθεται σε μια καρέκλα, η φιγούρα της διαγράφεται σχετικά, πρόσωπο και χαρακτηριστικά δεν φαίνονται, και δημιουργείται μια απίστευτη θεατρική στιγμή μόνο με το πώς κρατά το τσιγάρο και πως φυσά τον καπνό.
Σινεμά, δεν έπαιξε πολύ. Κάτι ανάμεσα στο «δεν την ενδιέφερε τόσο» αλλά και στο ότι αυτό που κουβάλαγε από το θέατρο οι του κινηματογράφου δεν ήξεραν και πώς να το αξιοποιήσουν. Σε συνάρτηση με το θέατρο τη σκέφτηκαν πολλές φορές και μια τέτοια περίπτωση είναι στη «ΣΤΕΛΛΑ» του Κακογιάννη όπου εκείνο τον καιρό έπαιζε στο REXτην Μαρτύριο με την Παξινού στο «ΣΠΙΤΙ Της ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ» του ΛΟΡΚΑ και το φινάλε της ταινίας έχει να κάνει με μια ανάλογη σκηνή ξεσπάσματος στο ισπανικό ποίημα. Παρόμοια περίπτωση είναι και το «ΕΙΜΑΙ ΑΘΩΟΣ» που ήταν μεταφορά της θεατρικής τους επιτυχίας «ΥΠΟΘΕΣΗ ΝΤΡΕΥΦΟΥΣ» και φυσικά ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΙΑΝΙΔΗΣ όταν την κάλεσε στον «ΙΛΙΓΓΟ» να παίξει μια εν δυνάμει «Λάνα Τάρνερ» που ο εραστής της ρίχνεται στην κόρη της κι εκείνη τον μαχαιρώνει, την είχε δει εκείνο το χειμώνα στην «Πικραγαπημένη» που ανέφερα πιο πάνω, όπου έτσι ακριβώς ήταν το έργο. Μόνο που ,εκεί, η ιστορία του νοσηρού τριγώνου ήταν όπως την είχε δει το κλασικό ρεπερτόριο του ισπανικού θεάτρου. Στον «Ιλιγγο» ήταν σπουδαία (σκηνή-δώρο από το Δαλιανίδη το κοντινό πλάνο στο αυτοκίνητο όπου πνίγει τα δάκρυα μόλις έχει πάρει χαμπάρι ότι κάτι τρέχει με εκείνους τους δύο…).
Ο «Ιλιγγος» της ανοίγει πρωταγωνιστικό δρόμο στο σινεμά με καθυστέρηση μιάς δεκαετίας από τον καιρό της «Στέλλας» και της φέρνει τον «ΔΙΩΓΜΟ» του ΓΡΗΓΟΡΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, την καλύτερη για μένα ερμηνεία της ειδικά όταν περιγράφει στον Τούρκο διοικητή το περιεχόμενο του κουτιού με τα χρυσαφικά της που είχε θάψει στον κήπο της στη Σμύρνη-χώρια η σκηνή του θανάτου στο σταθμό του τραίνου κι η κραυγή «Κωσνταντή!» που απευθύνεται στο γενίτσαρο γιό της. Κι ο «ΔΙΩΓΜΟΣ» της φέρνει το «ΟΧΙ ΚΥΡΙΕ ΤΖΟΝΣΟΝ» πάλι του Γρηγορίου, μια παραλλαγή του «Ποτέ την Κυριακή» όπου μας δίνει την ευκαιρία να τη δούμε και σε κάτι ανάλαφρο κι ύστερα το «ΣΥΝΤΟΜΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ» του ΝΤΙΝΟΥ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗ για το οποίο παίρνει στη Θεσσαλονίκη ΔΙΚΑΙΩΣ το βραβείο ερμηνείας που της είχαν στερήσει ΑΔΙΚΩΣ στον «Διωγμό» και κάπου εκεί σταματάει… Για να ξαπαπαίξει χρόνια μετά ένα ρολάκι στους «Αθηναίους», ταινία ασήμαντη με ένα πέρασμα της Βούλας σημαντικό. Αυτό το ΕΡΜΟ το «Σύντομο διάλειμμα» γιατί το έχουν εξαφανίσει από προσώπου γης; Δεν το παίζει ούτε το συνδρομητικό κανάλι του ΟΤΕ που είναι αποκλειστικά για ελληνικές ταινίες. Γιατί; Είναι καταπληκτική η Βούλα ως θεατρίνα που έχει ερωτευθεί τον Αλεξανδράκη αλλά η μοίρα της σχέσης είναι προδιαγεγραμμένη. Το ότι δεν έκανε εισιτήρια το καταλαβαίνω, είναι πολύ αστικό και πολύ ειδικό για να σαρώσει στη συνοικία και στην επαρχία από όπου έρχονταν τα εισιτήρια. Αλλά να μην το βλέπουμε ούτε στις μέρες μας; Είνα υποχρέωση των καναλιών και μιλώ για την ΕΡΤ να ψάξει να το βρει και να το έχει ως ΦΟΡΟ ΤΙΜΗΣ στη ΒΟΥΛΑ που το αξίζει. Εμείς μπορούμε να το δούμε κι από το youtube. Ε, μα..
Όταν τη ρώτησα μια φορά πως και δεν έμεινε στου Φίνου μετά την επιτυχία του «Ιλιγγου» μου είπε: «Το επόμενο που μου πρότειναν ήταν το «Δάκρυα για την Ηλέκτρα». Και τους είπα : Μα αυτό το πράγμα θα κάνω συνέχεια; Τη μαμά της Λάσκαρη που της παίρνει τον Αλεξανδράκη ; Δεν με ξαναφώναξαν»
Δεν θέλω να κλείσω με κάτι δραματικό. Εφυγε και πλήρης ημερών, στα 91 της, έπαιξε και τον αναρίθμητο, γεύτηκε επιτυχίες, ευχαριστήθηκε και τον έρωτα… μια χαρά ήταν η Βούλα. Ακριβώς όπως έφεγγε στη σκηνή.
ΤΗΣ ΤΟ ΩΦΕΙΛΑ.