Τι κι αν του άλλαξαν τοποθεσία και το έφεραν προς Βόρεια Ιρλανδία μεριά- εξού κι οι βρετανικού τύπου αριστοκρατικοί τρόποι. Το φιλμ αποτυγχάνει πρώτον και κύριον για την αντικινηματογραφικότητα του. Η μεταφορά σε άλλο πλαίσιο δεν ήταν ικανή να του προσδώσει πολλά. Η Λιβ Ούλμαν δείχνει να το κατάλαβε αλλά δεν ήθελε να «πειράξει» το κείμενο του Αυγούστου Στρίντμπεργκ. Από δω ξεκινά το πρόβλημα. Αν δεν θελήσεις να «πειράξεις», είναι μοιραίο ότι θα αποτύχεις. Και τούτο, επειδή είναι κύριος ΚΑΝΟΝΑΣ: ΟΤΑΝ ΜΕΤΑΦΕΡΕΤΑΙ ΜΙΑ ΤΕΧΝΗ ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ, ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ.
Θα μου πείτε, η «Δεσποινίς Τζούλια» έχει ξαναγίνει. Δεν μιλώ για το θέατρο όπου επαναλαμβάνεται κουραστικά επειδή διαθέτει μόνο τρεις ρόλους άρα οι επιχειρηματίες το κρίνουν ως οικονομικό οπότε το ανεβάζουν με ευκολία σε αντίθεση με άλλα έργα του Στρίντμπεργκ. Και στο θέατρο, όμως, καταντά βαρετό αν δεν παιχθεί από τρεις ηθοποιούς κλάσεως,
Στον κινηματογράφο, όμως, που έχει ξαναγίνει, όπως ανάφερα μόλις προηγουμένως, κατάφερε κι επιβλήθηκε. Αρα, κάτι άλλο συμβαίνει εδώ. Φερειπείν, υπάρχει η δημιουργία του Αλφ Σιόμπεργκ του 1951, ο οποίος Σιόμπεργκ θεωρείται κάτι σαν ας το πούμε δάσκαλος του Ινγκμαρ Μπέργκμαν που το κείμενο του Στρίντμπεργκ το κράτησε κυρίως ως περιεχόμενο κι έφτιαξε με κινηματογραφικούς όρους ατμόσφαιρα για να το εντάξει.
Ο δε Μάικ Φίγγις στη δική του εκδοχή του 1999 είχε ρ5ίξει το βάρος στη σεξουαλικότητα αν κι η Σάφρον Μπάροους που έπαιζε την Τζούλια δεν είχε καταφέρει να αναδειχτεί.
Η αριστοκράτισσα που δίνεται στον υπηρέτη της και με αυτό τον τρόπο κάνει ανταλλαγή ταπείνωσης, όπου ο Στρίντμπεργκ μέσα από αυτό θίγει και τη σχέση των δύο φύλων που τον απασχόλησε σε όλη την μακρά πορεία του αλλά και την πάλη των τάξεων μέσα από αυτή τη σχέση με τρίτο πρόσωπο την υπηρέτρια που θα έπρεπε να είναι η μόνη γυναίκα στη ζωή του θαλαμηπόλου ,φαίνονται ως κουρασμένο υλικό στην ταινία της Λιβ Ουλμαν.
Διότι δεν έχει τα skills, που λένε κι οι Αμερικάνοι, και δεν χρησιμοποιώ την ελληνική λέξη «ικανότητες», που γίνεται πιο περιοριστική, δεν έχει τις κινηματογραφικές μαγκιές, ας το πω έτσι, μέσα της, ώστε να αναδείξει από το στατικό έργο κινηματογραφικά σημεία. Με τρεις καλούς ηθοποιούς, ωραία φωτογραφία κι αίσθηση εξοχής ακόμα κι όταν πρυτανεύουν οι εσωτερικοί χώροι, το έργο δεν αποκτά παρά πλασματική κινηματογραφικότητα.
Και στους ηθοποιούς, το περίεργο είναι πως καλύτερος της τριάδας αποδεικνύεται, προς έκπληξη πολλών, ο Κόλιν Φάρελ, όχι μόνο γιατί δεν το περιμένεις όσο επειδή υπερασπίζεται με κινηματογραφική λιτότητα την προσπάθεια του.
Η Τζέσικα Τσαστέιν βεβαίως κι είναι καλή ηθοποιός αλλά δεν την κερδίζει τη μάχη. Εδώ στο κλασικό ρεπερτόριο, για να μιλήσουμε κι έτσι, δείχνει ότι έχει ακόμα δρόμο μπροστά της , φανερώνει κάποιες αδυναμίες, και συγχρόνως αντιμετωπίζει και δύο προβλήματα. Το ένα είναι ότι παίζει πολύ συχνά , κάνει πολλές ταινίες μέσα στο χρόνο που αυτό δεν της επιτρέπει την συγκέντρωση μια κι είναι ακόμα υπό διαμόρφωση κι όχι ολοκληρωμένη κι από την άλλη αντιμετωπίζει ένα άλλο ζήτημα, την ύπαρξη της Κέιτ Μπλάνσετ, από το καλούπι της οποίας δείχνει να προέρχεται η οποία Μπλάνσετ, όμως, είναι ακόμα νέα σε ηλικία κι ενεργότατη και αποβαίνει η σύγκριση εις βάρος της Τσαστέιν αφού και οι ρόλοι θα προτιμούν την Μπλάνσετ, όπως κι οι φιλόδοξοι σκηνοθέτες. Θέλει προσοχή μην πάθει ό, τι έπαθε η Γκλεν Κλόουζ έχοντας απέναντι της την Μέρυλ Στριπ, με την οποία κυνηγούσαν τους ίδιους ρόλους και φυσικά τους έπαιρνε η Στριπ.
Η Σαμάνθα Μόρτον παίζει την υπηρέτρια σχεδόν όπως έπαιξε και την Μαρία Στιούαρτ στην «Ελίζαμπεθ 2: Τα χρυσά χρόνια», δηλαδή ως «β» γυναίκα, κάτω από την πρωταγωνίστρια.