Στο σινεμά, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι ΚΑΝΟΝΕΣ είναι άλλοι. Ο θεατής δεν έχει τη δυνατότητα να προλάβει να παρακολουθήσει στην ταχύτητα των καρέ, την εξέλιξη όπως την παρακολουθεί διαβάζοντας ένα βιβλίο. Οπότε, αυτό το πράγμα ο σκηνοθέτης κι ο σεναριακός διασκευαστής πρέπει να το γνωρίζουν καλά. Νομίζω πως είναι κι από τα στοιχειώδη.
Από την άλλη, αν ο ΜΑΤΙΕ ΑΜΑΛΡΙΚ, που τον σπρώχνουν πολύ οι «κύκλοι» για να τον επιβάλλουν ως auteur, σε μια εποχή που τους λείπουν, ήθελε να μεταφέρει στην οθόνη, να κάνει σινεμά δηλαδή το υποτιθέμενο ιδιαίτερο γράψιμο του Ζωρζ Σιμενόν στο «Μπλε δωμάτιο», είναι ένα άλλο θέμα. Διότι πρέπει κι εμείς να ξέρουμε τι πάμε να δούμε. Τη μεταφορά του βιβλίου στην οθόνη ή τη μεταφορά του ύφους γραψίματος;
Ωστόσο, το τελευταίο αν ίσχυε, θα το θεωρούσα κι εξαιρετική ανοησία και δεν θα είχε κανένα λόγο να πάει θεατής σε αίθουσα για να δει τέτοιο πράγμα. Διότι αν τον ενδιέφερε το ύφος γραψίματος θα πήγαινε να διαβάσει το βιβλίο κι όχι να δει την ταινία. Νομίζω λοιπόν πως το συγκεκριμένο αφορά στην «υπεράσπιση» κι όχι στην ταινία.
Διότι το να φτάνουμε στο διάλειμμα και να μην έχουν καταλάβει τρεις διαφορετικές παρέες θεατών πόσοι ακριβώς είναι οι φόνοι και ποιος είναι που έχει σκοτωθεί, δεν τιμά κανένα. Ούτε τον Ζορζ Σιμενόν φυσικά, ούτε- πόσο μάλλον- τον Ματιέ Αμαλρίκ. Ο οποίος μέχρι τώρα δεν με έχει πείσει ούτε ως σκηνοθέτης ούτε ως ηθοποιός. Και με αυτή την ηθοποιό που διάλεξε για να παίξει την ερωμένη του, σχηματίζει ένα από τα πιο «αταίριαστα» ζευγάρια που έχω δει στο σινεμά. Γενικώς από την ταινία λείπουν οι όμορφοι άνθρωποι και αυτό είναι επίσης ασυγχώρητο μειονέκτημα όταν πρόκειται για «ερωτικό θρίλερ».
Ωστόσο, θες γιατί υπάρχει ως βάση ο Ζορζ Σιμενόν, θες επειδή πράγματι στον τομέα φωτογραφίας και κινηματογραφικού στησίματος των πλάνων παίζεται ένα παιχνίδι ενδιαφέροντος, παρά την όποια δυσανεξία ή αγανάκτηση, το αίνιγμα ως το διάλειμμα, σε κρατάει. Με το που ξεκινά το δεύτερο μέρος ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΑΝΤΑΙ τα πάντα! Λίγο - λίγο ξετυλίγονται όλα, με σωστή σειρά, κι επιτέλους καταλαβαίνεις πλήρως τι έβλεπες. Κι όταν τελειώνει, ακριβώς χάρη στην αποκατάσταση του δεύτερου μέρους, που την ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΙ, το κοινό μπορεί να χωριστεί σε δύο ομάδες: Η μία να θεωρεί ότι είδε μια ασημαντότητα και να νοσταλγεί τον «ΚΥΡΙΟ ΧΟΛΜΣ» (για να μην πω τα ΙΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΟΣΙΑ της «ΔΙΠΛΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ» του ΜΠΙΛΥ ΓΟΥΑΙΛΝΤΕΡ- για να ξέρουμε δηλαδή και τι σημαίνει αστυνομικό έργο) κι η άλλη ομάδα να θεωρήσει ότι αυτό που είδε ήταν κάτι «μοντέρνο» κι ότι της άρεσε.
Πάντως, αν μιλάμε για σπάσιμο ροικής γραμμής, αυτό στον κινηματογράφο έχει εμφανιστεί πριν από 75 χρόνια με τον «ΠΟΛΙΤΗ ΚΕΙΝ» όπου η σειρά αφήγησης, οι χρόνοι, οι υποκειμενικές ματιές των διαφόρων χαρακτήρων πάνω στο κεντρικό πρόσωπο έγιναν τόσο μαλλιά κουβάρια, τόσο ανέτρεψαν τη λεγόμενη γραμμική αφήγηση κι όμως ο θεατής ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ δεν είχε την αίσθηση ότι δεν καταλαβαίνει τι γίνεται, αντίθετα προσπαθούσε να μπεί στο «τριπάκι» του τι χαρακτήρας είναι αυτός ο αινιγματικός ήρωας.
Διότι, επαναλαμβάνω, πως ανατροπή της αφήγησης δεν σημαίνει ότι στο μισό έργο δεν έχω καταλάβει αν οι φόνοι είναι ένας ή δύο, ,κυρίως δε όταν μου είναι σαφέστερο ότι ο δεύτερος φόνος είναι βέβαιος ενώ για τον πρώτο μπορεί να βγάλω και λάθος συμπεράσματα. Όχι λόγω πλοκής αλλά λόγω συγκεχυμένης αφήγησης.