Στα θερινά του κέντρου πιθανόν να παιζόταν δευτερότριτα, με τη λογική της αλλαγής προγράμματος τρείς φορές την εβδομάδα (Δευτέρα-Τετάρτη- Παρασκευή), και στα σινεμά των συνοικιών οπωσδήποτε θα περιλάμβανε το σαββατοκύριακο διότι θα ήταν εγγύηση η περιπέτεια και η ανανεωμένη εκδοχή του ΚΙΑΝΟΥ ΡΗΒΣ στο κοινό της β’ περιφέρειας.
Αυτά μου τα είχε διδάξει ο μέντορας μου στην παιδική ηλικία, ο αείμνηστος Κυρ-Ηλίας του θερινού «Καστέλα» στον Πειραιά που τον επισκεπτόμουν κάθε απόγευμα γύρω στις 5, που άνοιγε τον κινηματογράφο για να καταβρέξει και να υποδεχθεί με δροσιά την πελατεία όταν θα έπεφτε ο Εσπερος και να ανανεώσει τις φωτογραφίες στα αμέτρητα ταμπλό που έλκυαν το κοινό. Μια σχέση περίπου σαν του πιτσιρικά με τον Φιλίπ Νουαρέ στο «Σινεμά ο Παράδεισος». Περίπου. Μου είχε εξηγήσει τα κριτήρια του τι έβαζε τη Δευτέρα (τα λιγότερα πετυχημένα του χειμώνα ή τις επαναλήψεις προηγούμενων χρόνων), τι διάλεγε για την Τετάρτη (τα «μεσαία») και ότι την Παρασκευή με το τριήμερο έπαιζε τις επιτυχίες. Και βέβαια θα φρόντιζε να εναλλάσσονταν και τα είδη ώστε να του ξανάρθει το κοινό.
Ο «JohnWick» σε παλιές συνθήκες θα είχε κάνει πιένες στα θερινά μια και το χειμώνα, όπως συνέβη και φέτος, στην α’ προβολή, οι «αστεράκηδες» δεν θα ασχολούνταν και τόσο μαζί του αφού το σινεμά αρχίζει και τελειώνει γι αυτούς με τον auteur. Τα είδη πάνε περίπατο εκτός αν πειραματίζεται πάνω τους κάποιος auteur. Oδε Κιάνου Ριβς από μόνος του δεν θα ήταν σε θέση να καλύψει το κενό διότι δεν είχε την έξωθεν καλή μαρτυρία.
Με μόνη τη διαφορά ότι στο σινεμά παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες. Κι ο Κιάνου Ριβς εδώ, σε τούτο το φιλμ, πάνω που τον θεωρούσαμε «τελειωμένο», έρχεται και δηλώνει «παρών». Όχι φυσικά ως ερμηνευτής σύνθετων χαρακτήρων αλλά ως πρωταγωνιστής δράσης. Ωριμασμένος ηλικιακά, δείχνει ωριμασμένος και για αυτό το είδος κινηματογράφου και για ένας ακόμα action hero, χωρίς βέβαια να έχει τη στιβαρότητα ή το εκτόπισμα του Λίαμ Νίσον. Όμως η διαρκής δράση που στήνεται γύρω από αυτόν και τον προκαλεί να μπεί ο ίδιος σε αυτήν, στο ρόλο ενός ακόμα εκδικητή της νύχτας που έχει προσωπικούς λογαριασμούς να «τακτοποιήσει» με εκείνους που τον αδίκησαν, και με τη νύχτα σκηνοθετημένη με κάποιο στυλ (ο Σύντνευ Λιούμετ αντιπαθούσε τη λέξη- θεωρούσε ότι στυλ έχουν ΟΛΟΙ οι σκηνοθέτες, ο καθένας το δικό του ), με την έννοια ενός στυλιζαρίσματος στο σκοτάδι, που με αυτό τον τρόπο κάπως έντεχνα ο σκηνοθέτης Τσαντ Σταέλσκι «σκεπάζει» τη βία, του δίνει credit. Για συνέχεια. Στα 50 του, καλοδιατηρημένος αλα Τομ Κρουζ, χωρίς να φτάνει ποτέ του τον Τομ Κρουζ, βρίσκει βήμα για τη συνέχεια.
Δυστυχώς, στα σημερινά χρόνια που η β’ προβολή έχει αντικατασταθεί από το βιντεο-κλαμπ της γειτονιάς κι από το download και που τα θερινά κουράζονται να φερθούν σαν να ήταν χειμερινά με μία ταινία πρώτης προβολής ανά εβδομάδα, η ταινία θα χαθεί από το φυσικό της χώρο και θα αναζητήσει αλλού την αναγνώριση.
Δεν πρόκειται για κάποια σπουδαία ταινία, πρόκειται όμως για περιπέτεια που μπορεί να προσφέρει το δίωρο φευγιό στους φίλους της δράσης μα οι σημερινές καταστάσεις την σπρώχνουν στο «κατ’ οίκον» και στη σμίκρυνση της εικόνας της .