Κι αυτό, επειδή αναγνωρίζω τις ικανότητες του ΜΑΙΚΛ ΜΑΝ. Όμως, με εξοργίζει το γεγονός πως έπεσαν κάποτε πάνω του ως να ήταν ένας «auteur» και του εξύμνησαν και ταινίες μετριότατες σαν την «Ενταση», στην οποία απλώς σπαταλήθηκαν ο Αλ Πατσίνο με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο ως συνύπαρξη, έδωσαν στην ταινία τις προσωπικότητες τους αλλά δεν πήραν τίποτε από ρόλους.
Ωστόσο, συγχωρητέο κι αυτό, εφ όσον μιλάμε για γούστα. Αλλο όμως θέμα το γούστο κι άλλο να βλέπει κανείς πράγματα που δεν υπάρχουν. Οπότε η κριτική δεν συναντιέται με την ταινία.
Ο Μάικλ Μαν αντιμετωπίστηκε ως «auteur» και με την ίδια ευκολία που του αναγνώρισαν στοιχεία που δεν διέθετε, με την ίδια ακριβώς του προσπερνούν εκείνα που έχει.
Δεν καταλαβαίνω τη λυσσαλέα πολεμική κατά της συγκεκριμένης ταινίας πλην ενός γεγονότος: Όταν υμνούνται πρόσωπα κι όχι έργα, συμβαίνουν τέτοια φαινόμενα.
Το «Blackhat» είναι το είδος της περιπέτειας που ξέρει να κάνει ο Μάικλ Μαν. Θα έλεγα μάλιστα ότι στην εν λόγω ταινία βρήκα και μια διάθεση από μέρους του για ανανέωση του υλικού του και για εκσυγχρονισμό της πελατείας του ή διάθεση προσαρμογής στο νεανικό κοινό που συχνάζει στους πολυκινηματογράφους για να δει blockbuster. Και να παραμείνει ο ίδιος στα 70 και κάτι χρόνια του, ενεργό μέλος στο Χόλυγουντ των executives που μέλημα τους είναι μόνο τα λεφτά.
Η φρεσκάδα της ιδέας δεν βρίσκεται τόσο στο story, όπου έχουμε δει σε πολλές ταινίες την περίπτωση της φυλακισμένης διάνοιας να καλείται από το σύστημα να το βοηθήσει προσφέροντας τις γνώσεις και την ιδιοφυία. Τέτοιος είναι ο ήρωας του σεναρίου που τον παίζει ο Κρις Χέμσγουορθ, ο οποίος, αν κι εμφανίσιμος, την πρωταγωνιστική μάχη δεν την κερδίζει ολότελα.
Είναι ολοφάνερο, όμως, πως δεν είναι αυτό που ενδιαφέρει τον Μάικλ Μαν, το χρησιμοποιεί ως πρόσχημα. Εκείνο που τον νοιάζει είναι το παρακάτω: Το πόσο καλά γνωρίζει το «χακάρισμα» ο ήρωας, ώστε να εξασφαλίσει την αποφυλάκιση του χάρη στη γνώση του να μπεί στα άδυτα των κακόβουλων αντιπάλων και πραγματικά μας εντυπωσιάζει με όλο αυτό το παιχνίδι που στήνει.
Κι επειδή μιλάμε για «εντύπωση», δεν ξέρω κατά πόσο μας είναι πειστική η εντύπωση, που στο κάτω – κάτω αυτή είναι και η δουλειά του ψυχαγωγικού κινηματογράφου (διότι τέτοιο σινεμά κάνει ο Μάικλ Μαν) ή αν όλο αυτό , όσο κι αν επιθυμεί να το παρουσιάσει σαν κάτι μοντέρνο και σύγχρονο, δεν πείθει ή δεν τραβά τους αληθινά μοντέρνους και σύγχρονους που είναι οι πιτσιρικάδες κι όλοι αυτοί οι άσσοι του διαδικτύου και του ψηφιακού συστήματος.
Το γεγονός ότι η ταινία δεν τράβηξε, μου επιτρέπει να δηλώσω αυτή την επιφύλαξη. Μήπως δηλαδή και θέλησε να εντυπωσιάσει τους ομοίους του κι ενώ νόμιζε ότι κάνει κάτι μοντέρνο, έκανε τελικά κάτι συμβατικό κι επιφανειακό.
Πάντως, δεν μπορώ να μην του αναγνωρίσω ότι για μια ώρα και κάτι, όσο με έβαζε στα «μυστικά» αυτού του κόσμου, είχε κερδίσει την αμέριστη προσοχή μου όπου όλα εργάζονταν προς αυτό το σκοπό με πρώτη και καλύτερη τη φωτογραφία , η οποία στηριζόταν στη σύνθεση των φωτισμών. Φωτογραφία» πλατώ», δηλαδή σύνθεσης σε εσωτερικούς χώρους, εξαιρετική. Κι εδώ ήθελα να σταθώ λίγο στον ΣΤΙΟΥΑΡΤ ΝΤΡΑΙΜΠΕΡΓΚ, τον διευθυντή φωτογραφίας, ο οποίος έχει ως μεγάλο creditμιά εντελώς διαφορετική δουλειά , για εξυπηρέτηση άλλου ύφους, κι εννοώ εκείνο που έκανε στα «Μαθήματα πιάνου» της Τζέιν Κάμπιον. Οπου κι εκεί δούλευε πάνω στη σύνθεση των φωτισμών αλλά με έντονη την παρουσία και του φυσικού φωτισμού με στόχο την ποιητική ανάδειξη. Δύο τόσο διαφορετικά αποτελέσματα, από κοινή αφετηρία, με στόχο την ανάδειξη του ύφους της κάθε ταινίας.
Όμως, από ένα σημείο και μετά, η υπόθεση παύει να ενδιαφέρει διότι ξεφεύγοντας από τον κόσμο των «χάκερς», καταφεύγει στις σεναριακές συμβατικότητες και τολμώ να ομολογήσω πως ήδη έχω ξεχάσει το πώς ακριβώς τελειώνει.
Στον πρωταγωνιστή χρεώνω το ότι δεν κατάφερε να αναπληρώσει τα κενά, όπως θα έκανε ένας γοητευτικός σταρ, που θα ήταν πραγματικός σταρ, όπως έχει συμβεί με άλλους, όλων των εποχών που συνύφαναν τη γοητευτική τους παρουσία με τα γοητευτικά στοιχεία της ταινίας κι έκαναν τα έργα αυτού του είδους πιο αρεστά. Το «γκελ» του Κρις Χέμσγουορθ φάνηκε περιορισμένο. Με προβλημάτισε , επίσης το γεγονός πως το μοντάζ υπογράφουν τέσσερις άνθρωποι. Για ποιο σκοπό; Ισως για την κάλυψη των κενών της υπόθεσης ώστε να εμπλουτίζεται με δράση διαρκή και να σε κάνει να μην παίρνεις χαμπάρι τα κενά, να γίνει δηλαδή περισσότερο .. «blockbuster» αλλά να μοιάζει και σοφιστικέ λόγω απλωμένου ευρήματος.