Χωρίς να υστερεί σε τίποτε ο ΓΚΙΓΙΟΜ ΚΑΝΕ. Αντίθετα, θα έλεγα ότι συμβάλλει με την παρουσία του και την έξυπνη και πονηρή φατσούλα του, στην «στήριξη» της Ντενέβ διότι πάντα στη λάμψη κάποιου συμβάλει κι ο καλός παρτενέρ. Πάντα ο καλός παρτενέρ ανεβάζει τη σκηνή και το σύνολο εκείνου που του μέλει να προβληθεί από μια ταινία. Εκλεκτό μέλος του σημερινού γαλλικού σινεμά ο Γκιγιόμ Κανέ , από τους καλύτερους νέους ηθοποιούς που διαθέτει ο οποίος είναι προικισμένος και για σκηνοθέτης- καμία σχέση με τον Ματιέ Αμαλρίκ που παριστάνει (χωρίς να είναι) και τον ηθοποιό και τον σκηνοθέτη και προπαντός τον auteur.
Τον auteur βέβαια παρίστανε κι ο ΑΝΤΡΕ ΤΕΣΙΝΕ, ο σκηνοθέτης ταινίας. Τον παρίστανε ο ίδιος ή το είχαν αναλάβει οι κύκλοι εκείνοι που λυσσάνε με τον auter-ισμό, δεν το ξέρουμε. Ως auteur, πάντως, έδειχνε ότι δεν είχε πολλά πράγματα να πει, πάντα αναρωτιόνταν στις ταινίες του οι οποίες είχαν μια επίφαση εμπορικότητας κι από κάτω μια υπόθεση που πήγαινε να γίνει καλή αλλά της τα χάλαγε, τα θόλωνε τα πράγματα ο auter-ισμός, τι ακριβώς γίνεται.
Ενπάση περιπτώσει, η εποχή εκείνη για τον Τεσινέ πέρασε, όμως έρχεται και μια αποκατάσταση των αληθειών και των πραγμάτων μα και της δικαιοσύνης και μακάρι να συνεχίσει έτσι ο Τεσινέ όπως στο «Ο ΑΝΔΡΑΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΒΗΘΗΚΕ ΠΟΛΥ» (L’ homequ’ onaimaittrop). Διότι το άστρο εκείνο έδυσε (κι αν δεν έδυσε, σίγουρα τρεμοσβύνει), τα Φεστιβάλ κι οι θεωρητικοί της γαλλικής, κινηματογραφικής νομενκλατούρας δεν ποντάρουν πιά πάνω του, όμως ο Τεσινέ δεν χάθηκε διότι αποδεικνύει ότι καλός σκηνοθέτης είναι κι όπως θα επαναλαμβάνω ακούραστα , άλλο ο auteur κι άλλο ο καλός σκηνοθέτης.
Στο «Ο άνδρας που αγαπήθηκε πολύ» σκηνοθετεί με αφηγητική ικανότητα την ενδιαφέρουσα ιστορία, η οποία θυμίζει ως ένα βαθμό «Το γύρισμα της τύχης», την ταινία εκείνη του Μπαρμπέτ Σρέντερ (σε σενάριο Νίκολας Καζάν) που είχε χαρίσει το Οσκαρ στον Τζέρεμι Αιρονς για το ρόλο του αινιγματικού βαρώνου Φον Μπύλοου, που πήγε κι ήλθε σε δίκες για το αν ήταν υπεύθυνος για το θάνατο της γυναίκας του.
Μια ιστορία παρόμοια διηγείται και το φιλμ αυτό, που βασίζεται σε βιβλίο και σε αληθινό γεγονός για το οποίο μας προειδοποιούν οι τίτλοι αρχής ότι έχουν γίνει σεναριακές παρεμβάσεις επί της πραγματικής ιστορίας. Καλά κάνουν και το απευθύνουν στους ηλίθιους εκείνους που ξεχνούν ότι το σινεμά είναι τέχνη μυθοπλασίας και βασίζεται στην κύρια αρχή περί «μιμήσεως πράξεως» κι όχι περί της ίδιας της πράξεως και ζητούν από τις ταινίες τα ρέστα για το αν συνέβησαν έτσι τα γεγονότα στην πραγματικότητα ή για «ιστορική ανακρίβεια» λες κι αυτός είναι ο προορισμός της Τέχνης.
Ενπάση περιπτώσει… Για να μην αδικήσω, όμως, στο συγκεκριμένο οι τίτλοι προειδοποίησης έχουν κι ένα άλλο σημαντικό σκοπό , την ίδια την υπόθεση, η οποία από ό, τι φαίνεται, στην πραγματικότητα δεν έχει «κλείσει» οριστικά, παρόλο ότι περνάει στάδια που μοιάζει να έχει μπει στο αρχείο.
Η υπόθεση αφορά στην ιστορία ενός «τρίο», μόνο που το τρίγωνο αυτό δεν είναι ερωτικό αλλά ..περιουσιακό και καταλήγει ποινικό. Το τρίο το συναποτελούν η μάνα, η κόρη κι ο γαμπρός. Ο τελευταίος ήταν νομικός σύμβουλος της πρώτης η οποία είναι μια πάμπλουτη και ισχυρή γυναίκα που διευθύνει ένα καζίνο. Η κόρη έρχεται από την Αφρική, ερωτεύεται τον νομικό σύμβουλο και μέχρι πρότινος δεξί χέρι της μαμάς, ο οποίος είναι χωρισμένος με παιδί κι έχει συλλογή από γυναίκες και τελικά προκύπτει έρως και με την κόρη, που, όμως, καταλήγει σε οικονομικό ρίξιμο της μαμάς από την ίδια της την κόρη σε κάποιο καθοριστικό για το μέλλον της επιχείρησης διοικητικό συμβούλιο. Το θέμα είναι ότι κάποιο καιρό μετά, η κόρη εξαφανίζεται. Και στα 20 χρόνια που θα έχουν μεσολαβήσει, δεν θα έχει ανακαλυφθεί ούτε η ίδια ούτε το πτώμα της οπότε η μαμά γίνεται μάνα κι αναλαμβάνει να ξεκινήσει δικαστικό αγώνα όπου μηνύει όχι μόνο τον ας τον πούμε γαμπρό της και πρώην συνεργάτη αλλά και την ίδια τη γαλλική Αστυνομία για ολιγωρία καθώς και την …Γαλλική Δικαιοσύνη.
Το σενάριο τα γράφει ωραία κι ο Τεσινέ αφηγείται την ιστορία εύρυθμα, κρατώντας ισορροπημένα το πηδάλιο, χωρίς να παρεκκλίνει από είδος σε είδος παρά όπως τον πηγαίνει η ίδια η ιστορία.
Και φυσικά προβάλει με τον καλύτερο τρόπο την Κατρίν Ντενέβ η παρουσία της οποίας στην ταινία είναι ανεκτίμητη. Αν στην «Ινδοκίνα» , πριν από 20 και κάτι χρόνια, είχε παίξει την επιτομή του μύθου της και της προσωπικότητας της, όλα σε ένα, εδώ έρχεται, με όλες τις επιτυχίες που έχουν μεσολαβήσει, με ό, τι έχει προηγηθεί και της «Ινδοκίνας» και την έχει κάνει μύθο, με τους μεγάλους σκηνοθέτες που την έχουν καθοδηγήσει κι έχουν στηρίξει πάνω της μεγάλες ταινίες τους, και το υπενθυμίζει. Δουλεύοντας ακούραστα επί 50 και κάτι χρόνια. Αυτό που υπενθυμίζει είναι την ποιότητα της αληθινής κινηματογραφικής σταρ που από ένα σημείο και μετά αυτό όλο υποδηλώνει κάτι παραπέρα, την GRANDE-DAME.
Μια GRANDE-DAME αποδεδειγμένη είναι εδώ η Κατρίν Ντενέβ. Κι απίστευτα ΚΑΛΟΝΤΥΜΕΝΗ. Είχα καιρό να δω πρωταγωνίστρια στο σινεμά τόσο ωραία ντυμένη. Και τα ρούχα να ταιριάζουν και με την ηλικία και με την προσωπικότητα αλλά και με το ρόλο στην εκάστοτε σκηνή και συγχρόνως να αναδεικνύουν την πρωταγωνίστρια αλλά και να αναδεικνύονται από αυτήν. Τα μαντό που φορεί είναι απίστευτα . Ειδικά ένα πορτοκαλί στις πρώτες σκηνές της ταινίες με το συνολάκι που το συνοδεύει μα κι άλλα ανάλογα που ακολουθούν, όπως και κινέζικα μεταξωτά, όπου μάλιστα μου έκανε εντύπωση πως τα επαναλαμβάνει μέσα στην ταινία, κάποια από αυτά τα ξαναφοράει και σε άλλη σκηνή, δεν είναι εκείνο το «πλάνο και ρούχο» της παλαιότερης εποχής. Εδώ φυσικά οφείλουμε να δώσουμε περγαμηνές στην ενδυματολόγο , την Πασκαλίν Σαβάν, η οποία δείγμα της φαντασίας της μας έχει δώσει στις «Οκτώ γυναίκες», έχει ντύσει και σε άλλα την Ντενέβ κι έχει κονομήσει κι ένα «Σεζάρ» για τα κοστούμια του «Ρενουάρ»
Είναι υπέροχη η Ντενέβ σε όλη την ταινία, Η grande-dame τη ς έχει ποιότητα, πνεύμα και παρουσία. Η πείρα κι η ωρίμανση σε αυτές τις προσωπικότητες, τις σταρ που λέμε, δείτε πως έρχονται. Και μερικοί που αναρωτιούνται αν είναι ή δεν είναι ηθοποιοί, ξεχνούν κάτι βασικό. Πως αυτές εξελίσσουν την προσωπικότητα τους μέσα από τους ρόλους που τους φέρνουν στα μέτρα τους κι αυτοί οι ρόλοι κι οι καλοί σκηνοθέτες που τις καθοδηγούν κι εμπνέονται με τη σειρά τους από αυτές, τις μεστώνουν, τις ωριμάζουν μέσω των ρόλων ως σταρ.
ΥΓ Στον οδοστρωτήρα Ντενέβ και στον εξαίρετο παρτενέρ Γκιγιόμ Κανέ θα ήταν αδικία να θυσιάσω την κόρη, την ΑΝΤΕΛ ΑΕΝΕΛ, η οποία παίζει σωστά και διαφυλάττει τη δική της προσωπικότητα.