Ο Αμαλρίκ «βυσματώνεται» και αποκαλείται «μεταμοντέρνος» και στέλνεται στα Φεστιβάλ ως auteur κι ας μου στέλνουν συνεχώς γράμματα θεατές που δεν έχουν καταλάβει ποιος ήταν ο δολοφόνος στο «Μπλε δωμάτιο». Αυτό θα πει «μεταμοντερνισμός»
Αντίθετα, στην περίπτωση του Αλαν Ρίκμαν δεν είδαμε τίποτε σχετικό παρά μόνο την ταινία κι αν η ταινία δεν συνοδεύεται από την ένδειξη κάποιου auteur στο τιμόνι, προσπερνιέται.
Το «Ένα μικρό χάος», χωρίς να πρόκειται για μεγάλη ταινία (αλλά έχω βαρεθεί να πρέπει να κάνουμε πάντα αυτή τη διευκρίνιση- το πόσο «μεγάλη» είναι ή δεν είναι μια ταινία τοποθετείται πάντα, και δεν λέω «αποδεικνύεται», εκ των υστέρων), είναι σίγουρα ασυνήθιστη ταινία επειδή είναι ασυνήθιστη η ιστορία που βγαίνει μέσα από τις Βερσαλίες της εποχής του Λουδοβίκου 14ου.
Κι η ιστορία αφορά στην περίπτωση μιάς αρχιτεκτόνισσας των χρόνων εκείνων και πως συνεργάστηκε με τον επίσημο αρχιτέκτονα του παλατιού για να κατασκευαστούν κήποι σε ένα συγκεκριμένο σημείο και πως ανακατεύονται στην ιστορία τους και στο αναπόφευκτο lovestoryτους, ιστορικά πρόσωπα, κι ο ίδιος ο «Βασιλιάς Ηλιος» (όπως αποκαλείτο ο εν λόγω Λουδοβίκος)σε μια εξαιρετική σκηνή συνάντησης με την ηρωίδα και σε μια δεύτερη αποθεωτική στο φινάλε.
Ο θεατής καλείται να απολαύσει, μια ταινία φτιαγμένη με ρυθμό, καλό γούστο και ευγένεια, μια ταινία πολιτισμένη και ποιοτική, όπου ο σκηνοθέτης δεν δηλώνει τίποτε περισσότερο από το να μας την αφηγηθεί κινηματογραφικά. Και το πετυχαίνει θαυμάσια. Τα πάντα είναι συντεταγμένα στην εξυπηρέτηση της ιστορίας, της υπόθεσης δηλαδή που είναι και το ζητούμενο. Απαντες εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν κάνει focus σε κάτι έξω από την υπόθεση, όπως έκανε η «Μαρία Αντουανέτα» της Κόπολα , που κανονικά θα έπρεπε να μιλάμε για ταινία της ΜΙΛΕΝΑ ΚΑΝΟΝΕΡΟ, της κορυφαίας Ιταλίδας ενδυματολόγου, συνεργάτiδας σε πολλές ταινίες του δαιμόνιου πατέρα Κόπολα, η οποία ανέλαβε να δείξει όλη εκείνη την «αναίδεια του πλούτου» κι ήταν το μόνο στοιχείο με υπόσταση. Στην ταινία του Αλαν Ρίκμαν τα σκηνικά και τα κοστούμια δεν βγάζουν μάτι διότι είναι σαφές ότι ο άνθρωπος, ίσως επειδή γνωρίζει κι από θέατρο, θέλει να προβάλει το έργο κι όχι τα φτιασίδια του. Τα σκηνικά και τα κοστούμια ΥΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ εδώ τον πλούτο και δεν τον διατρανώνουν διότι δεν είναι αυτό το ζητούμενο συν το γεγονός – κι είναι ολοφάνερο- πως δεν θέλει να σκεπάσει με σκεύη, έπιπλα και υφάσματα την ιστορία που έχει να μας πει. Είναι σαφές πως ο Ρίκμαν έκανε την ταινία επειδή είχε σενάριο το οποίο κάτι ήθελε να πει.
Σκηνοθέτησε ωραία και τον εαυτό του ως Λουδοβίκο αλλά χωρίς υπερ-προβολή- κάθε άλλο!- παρά στα πλαίσια της αξιοποίησης ενός supportingχαρακτήρα ο οποίος είναι εκεί μέσα για να προωθήσει την εξέλιξη της ιστορίας, με σκηνές καθοριστικές . Το ίδιο έκανε και με όλους τους ηθοποιούς που κρατούν τους supportingχαρακτήρες (έξοχη στο μέρος της η Ελεν ΜακΚρόρυ που παίζει τη σύζυγο του αρχιτέκτονα) πράγμα που δείχνει πως ως ηθοποιός γνωρίζει πολύ καλά τα μυστικά του επαγγέλματος και πως μπορεί να τα προβάλει και να τα αξιοποιήσει υπέρ της ταινίας κι όσων λαμβάνουν μέρος σε αυτήν.
Στους πρωταγωνιστές τα πήγε παραπάνω από έξοχα. Ο Φλαμανδός ΜΑΤΙΑΣ ΣΟΝΑΕΡΤΣ, που τον ανακάλυψα στο υποψήφιο για Οσκαρ βελγικό φιλμ «BULLHEAD» , εξελίσσεται σε νέα δύναμη στην Ευρώπη κι όπως πάει, αν έχει και την τύχη με το μέρος του, μπορεί να σταθεί αυτή στιγμή δίπλα στον Μαντ Μίκελσεν και στον Μάικλ Φασμπέντερ. Δείχνει ότι η ερμηνευτική σκάλα του δεν είναι καθόλου στενή ενώ τα προικιά του δηλώνουν κι ένα πρόσωπο πολύ αξιοποιήσιμο , ερωτισμό κι ερμηνευτική λιτότητα. Θα επανέλθω με αυτόν όταν θα γράψω για το «Μακριά από το πλήθος» όπου εκεί- και λόγω ρόλου, φυσικά- είναι ακόμα καλύτερος.
Η ΚΕΙΤ ΓΟΥΙΝΣΛΕΤ με θάμπωσε. Με θάμπωσε όχι επειδή τώρα περίμενα να την μάθω ή να την ανακαλύψω αλλά επειδή στην ταινία αυτή μου δίνει την ευκαιρία (ίσως κι επειδή το καλοκαίρι δεν έχουμε δει τις σούπερ πρωταγωνίστριες) να προσέξω πως το παίξιμο της είναι για μια ακόμα φορά «απρόβλεπτο». Απρόβλεπτο με την έννοια που το έχει ορίσει ο Ηλία Καζάν στα μαθήματα του σε ηθοποιούς στο Actors Studio κι εννοεί το να εφευρίσκει ο ηθοποιός, να επινοεί ένα στοιχείο από εκείνα που δεν φαίνονται αλλά που πλουτίζουν το παίξιμο του. Η Κέιτ Γουίνσλετ χρωματίζει το ρόλο της ηρωίδας με αδιόρατες πινελιές, πλέκει με ιριδένιες αποχρώσεις τις λεπτομέρειες της. Το κάνει πάντα, όχι μόνο στους μεγάλους ρόλους που την στέλνουν στα Οσκαρ αλλά σε κάθε κείμενο τελικά που πιάνει στα χέρια της για να το παίξει.
Τι του λείπει του έργου; Μια σπίθα! Σε επίπεδο συγκρούσεων. Μένουν χαμηλά κρατημένες.