Δεν με ενδιαφέρει τι ήταν ως βιβλίο, με αφορά τι είναι ως ταινία.
Διότι ως βιβλίο είτε σε εκείνους που τους άρεσε είτε στους άλλους που το «έφτυσαν» , δεν μετρά αν επρόκειτο είτε για «άρλεκιν» είτε για υψηλή λογοτεχνία. Μετρά η κινηματογραφική του δεινότητα ή η ικανότητα των σεναριογράφων-διασκευαστών να το μετατρέψουν σε σενάριο με κινηματογραφικούς όρους.
Αυτό που είδα ως ταινία είναι ένα έργο ύφους και στυλ όπου έχει γίνει θαυμάσια δουλειά στους χώρους , κυρίως στα εσωτερικά ντεκόρ αλλά και στα κοστούμια, που δίνουν αυτή τη μοντέρνα γραμμή που ταιριάζει ως περιβάλλον του κεντρικού γοητευτικού ήρωα ο οποίος «αιχμαλωτίζει» την κοπέλα- θήραμα και τη μετατρέπει σε σεξουαλική σκλάβα του.
Το έργο, όμως, περιορίζεται κάπου εδώ και δεν φτάνει σε απόγειο διότι του λείπουν τα πρόσωπα.
Α, ΝΑΙ, ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ!!
Διότι αν στο ρόλο της ηρωίδας ανακάλυπταν μια νέα Τζούλια Ρόμπερτς, θα ήταν εντελώς άλλη κι η ταινία όπως θα ήταν διαφορετικό και το «PrettyWoman» αν έπαιζε η Ντακότα Τζόνσον το ρόλο κι ο εν λόγω νεαρούλης Τζέιμι Ντόρναν αναλάμβανε το πλούσιο γεροντοπαλλήκαρο αντί του Ρίτσαρντ Γκιρ. Μια κι η ηρωίδα έχει στοιχεία για «prettywoman» επί το σεξουαλικότερον.
Για να μην πω, τι θα συνέβαινε αν αντί του συγκεκριμένου ζεύγους είχαμε την Κιμ Μπάσινγκερ και τον Μίκυ Ρουρκ του 1985 και τότε να δείτε πως θα μιλούσαμε για σύγχρονες «9,5 εβδομάδες».
Θα μου πείτε ότι παραλείπω τους σκηνοθέτες, τον Γκάρυ Μάρσαλ που ήξερε να διδάσκει ηθοποιούς σε δραματική κομεντί ή τον Αντριαν Λάυν, ο οποίος ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Και στα έργα που ακολούθησαν τις «9,5 εβδομάδες», εκτός από σενάρια διάλεγε και μεγάλες επιφάνειες από πλευράς ηθοποιών , ανδρών και γυναικών, ώστε να αποκτήσει το έργο όγκο κι εκτόπισμα. Θα μου το πείτε κι έχετε απόλυτο δίκιο.
Στέκομαι, όμως, καθαρώς στο θέμα του ζευγαριού, που μπορεί να το χρεώνεται στην τελική η σκηνοθέτης Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον αλλά η επιλογή των ηθοποιών να ήταν ευθύνη της παραγωγής. Πάντως ο σκηνοθέτης είναι αυτός που μονίμως τα χρεώνεται ή και τα πιστώνεται αν η έκβαση είναι θετική!
Ο Τζέιμι Ντόρναν είναι περισσότερο «μοντέλο» από όσο προυποθέτει η ομορφιά σε έναν ηθοποιό του κινηματογράφου, σε έναν αστέρα του σινεμά, κι η Ντακότα Τζόνσον δεν έχει γυναικεία λάμψη.
Ο τρόπος, όμως, που είναι σκηνοθετημένο το φιλμ από την Αγγλίδα σκηνοθέτη με την έμφαση στο στυλ ζωής αφενός και με ρυθμό αφετέρου που σου ερεθίζει την περιέργεια και δεν σε κάνει να βαριέσαι, καταγράφεται στα θετικά.
Αλλωστε, κι από πλευράς περιεχομένου, το φινάλε σου αφήνει κάτι, πως με αυτά τα παιχνιδάκια δεν παίζουν διότι από το πολύ το πίτσι-πίτσι μπορεί να βρεθείς ο ίδιος μπλεγμένος στο παιχνίδι που έστησες και τότε αρχίζουν τα παιχνίδια με τις καρδιές και τα πράγματα εξελίσσονται δυσάρεστα.
Αυτά δεν μου τα έμαθε ο κινηματογράφος, μου τα πέρασε μια φωτισμένη καθηγήτρια –φιλόλογος , που είχα στη Β’ Λυκείου, η ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΚΟΥΛΟΜΆΤΗ καλή της η ώρα όπου βρίσκεται, που μας δίδασκε Ψυχολογία, πολύ προχωρημένη διότι μιλάμε για σχολείο του Πειραιά στη δεκαετία 70 η οποία, μου είχε σχολιάσει την «Εμμανουέλλα», το και καλά πορνό της εποχής, με τη φράση «πόσοι πρόσεξαν άραγε ότι στο τέλος η Εμμανουέλλα δάκρυσε;»
Νομίζω ότι η β’ προβολή του ταιριάζει πολύ αυτού του έργου διότι δεν έχει τα προσόντα να σταθεί με την πρώτη αφού προηγείται ένα ενοχλητικό publicity από το ίδιο το βιβλίο και γύρω από το βιβλίο οπότε το publicity και για την ταινία έμοιαζε σαν συνέχεια εκείνου, άρα όλο μαζί άφηνε την εντύπωση προώθησης προιόντος . Στη β’ προβολή, όμως, διαπιστώνεται ότι υπάρχουν πράγματα για να πάρει ο θεατής μαζί του είτε μιλάμε για διακοσμήσεις είτε για σεξουαλικές φαντασιώσεις. Μην κοροιδευόμαστε και μη ψευτο – σεμνολογούμε.
Το κάθε τι δικαιούται να κρίνεται με ΜΟΝΗ βάση αυτό που είναι!