Μπαίνω κατευθείαν στο θέμα κι αρχίζω με τις ταινίες. Θα τις βάλω με τη σειρά που τις αξιολόγησα. Κι όχι με τη σειρά που τις είδα.
- ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ. Σκηνοθεσία: ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΟΣΚΟΙΤΗΣ. Το φιλμ αυτό με ενθουσίασε. Και με συγκίνησε. Με ενθουσίασε διότι στα μικρού μήκους περιμένω δύο πράγματα να δω: Η ΣΕΝΑΡΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, είναι το ένα πως δηλαδή θα συμπτύξεις μέσα στα λίγα λεπτά την αφήγηση ενός θέματος και θα την ολοκληρώσεις κι αυτό είναι μια φοβερή άσκηση για όποιον θέλει να κάνει κινηματογράφο και να αφηγηθεί στο πανί ιστορίες. Το άλλο είναι η ΦΑΝΤΑΣΙΑ. Αυτή από την οποία γεννιούνται ιδέες.Το «Γράμματα στη Γερμανία» με άφησε άναυδο με το πώς ο σκηνοθέτης χειρίστηκε την ιστορία του. Μια ιστορία απλή, ένας γιός που φεύγει για τη Γερμανία, ένας πατέρας που μένει, μια κοπέλα, ένας νόστος κι ένας αποχωρισμός. Ο τρόπος που διάλεξε ο σκηνοθέτης να πει την ιστορία του, και το αποτέλεσμα που πέτυχε, είναι άξιο συγχαρητηρίων. Διότι επέλεξε τον ΒΟΥΒΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ. Αφού όλο το έργο το αφηγήθηκε με σιωπές. Κι όχι με διάλογο. Οι σιωπές κι οι παύσεις οδήγησαν αυτό το φιλμάκι σε μια πρόταση πάνω στου βουβό σινεμά, στο πως γίνεται μοντέρνο και σύγχρονο. Το συναίσθημα ξεχείλιζε κι η ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΙΝΔΡΟΥ πρόσφερε μέγα δώρο στο σκηνοθέτη, τη μουσική της. Όμως, επειδή και στο παραδοσιακό βουβό σινεμά, η μουσική συνόδευε ολόκληρη την ταινία για ευνόητους λόγους, έχω να πω ότι η μουσική δεν είναι καθόλου ερήμην του σκηνοθέτη, δεν είναι μια οποιαδήποτε μουσικη της Καραίνδρου που ήρθε κι επικάλυψε ένα 15λεπτο φιλμ. Είναι μια μπαλάντα, μια συναισθηματική ελεγεία ολόκληρο το έργο. Η Καραίνδρου με το σκηνοθέτη δείχνουν πως βρέθηκαν σε μεγάλη συνεννόηση. Ισως κι αποκλειστικά εσωτερική..Πέρα από όλα αυτά τα προσόντα είδα και μια εκπληκτική καθοδήγηση ηθοποιών. Ο Μανώλης Δεστούνης, που τον ξέρουμε από άλλα πράγματα, έδειξε και πάλι δείγμα από το δόγμα «ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΡΟΛΟΣ». Το συναίσθημα του πατέρα κι οι λεπτομέρειες της κατάστασης του, εξαιρετικά δουλεμένες. Το παλικάρι ονόματι Γ. Μπόλας που παίζει τον γιό επίσης εκφραστικό, το ίδιο κι η κοπέλλα αλλά θα σταθώ και σε ένα ακόμα που δείχνει ότι ο σκηνοθέτης είχε φτιάξει κλίμα: Στον ηθοποιό που παίζει τον ταχυδρόμο, ρόλος μερικών δευτερολέπτων, και φέρνει το δέμα στον πατέρα. Με την έκφραση του πρόσθεσε συναίσθημα στη σύντομη σκηνή. Οσο δε για το φινάλε με το βαλσάκι πατέρα και γιού στα μνήματα και στο μαυρ’οασπρο, τι να πω; Μπράβο ρε παιδί και προχώρα τώρα για μεγάλου μήκους
- CHECKOV’SGUN, Σκηνοθεσία: ΜΑΝΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ. Η δεύτερη έκπληξη. Αλλου τύπου ταινία. Κι όλα σύντομα και περιεκτικά. Μικρού μήκους με όλη τη σημασία. Αλλά τι έμπνευση, τι φαντασία, τι γνώση, τι αποτέλεσμα. Θα σκέφτηκαν μερικοί στην αρχή για επιρροές Κοέν ίσως και διάφορα τέτοια. Παρόλο ότι υπερασπίζομαι τις επιρροές, θα συνιστούσα στους επόμενους που θα πετύχουν την ταινιούλα μη βιαστούν για κάτι τέτοιο διότι το παιδί αυτονομείται πολύ γρήγορα, τόσο σαν να μην είχε ποτέ σχέση με την ευκολία εκείνη που θα πήγαιναν να του προσάψουν. Μαύρη κωμωδία, ήρωας ένας ψυχοπαθής (καμμία σχέση με τους «ψυχοπαθείς» πολλών ελληνικών ταινιών της τελευταίας πολυετούς μακράς περιόδου), ένα ψυχοπαθής εμπνευσμένος, φτιαγμένος από φαντασία και γούστο ο οποίος απάγει ένα ανυποψίαστο φουκαρά την ώρα που κατουρούσε και τον μεταφέρει σε μια περίεργα διακοσμημένη αποθήκη (σημαντική συμβολή της σκηνογραφίας στο σύντομο φιλμ όπως και της φωτογραφίας όπου από κοινού βγάζουν χρώματα και φωτισμούς που μπορούσαν να θυμίζουν και Κοέν αλλά είπαμε… ας αφήσουμε τις ευκολίες) και του λέει την δική του ιστορία, ιστορία ενός πολύ ιδιότυπου serialkiller.Κι ο τρόπος που συνδέει το φινάλε με τον Τσέχωφ δίνει και μια άλλη διάσταση στην επικέντρωση του θέματος (για να μην πω «ανατροπή») και στο ποιο τελικά, ήταν δείχνει άνθρωπο προικισμένο που είναι έτοιμος για τη μεγάλου μήκους και μας υπόσχεται πράγματα. Σημειωτέον ότι το φιλμάκι διαθέτει την καλύτερη ερμηνεία από τα έξη, αν υπήρχε Ακαδημία κι όχι κριτικές επιτροπές που δεν τις εκτιμώ ούτε τις υπολογίζω, αυτός ο ηθοποιός που παίζει τον ψυχοπαθή έπρεπε να το πάρει. Όμως κι ο νεαρός που παίζει τον απαχθέντα του κρατά καλά τα ίσα με την επίβλεψη του σκηνοθέτη. Δυστυχώς δεν έχω το όνομα του στη διάθεση μου ώστε να το αναφέρω κι ας μου επιτρέψει να του ζητήσω συγγνώμη για την ελλιπή πληροφόρηση. Όπως άλλωστε κι από τους ηθοποιούς των επίλοιπων ταινιών που δεν τους είδα να αναφέρονται εκεί που έψαξα...
- AL. Σκηνοθεσία: ΑΛΕΞΗΣ ΚΟΥΑΝΤΑΣ. Κι αυτό αφηγείται ωραία την ιστορία του, αν κι ακολουθεί κάπως την πεπατημένη. Όμως το κάνει με επάρκεια. Ενας μοναχικός κλέφτης αναλαμβάνει υπό την προστασία του μια σκυλίτσα που ο αφέντης της αργοπεθαίνει από καρκίνο, κι ο οποίος ήταν παντελώς άγνωστος στον ήρωα της ιστορίας. Σύντομα και περιεκτικά ολοκληρώνονται τα πάντα. Ο «Al» του τίτλου δεν είναι ούτε ο Πατσίνο ούτε ο Καπόνε αλλά η σκυλίτσα, που ο κύριος της την είχε βαφτίσει «Αλλαγή». Στρωτό.
- BLUETRAIN. Σκηνοθεσία ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΑΥΡΗΣ. Εδώ έχουμε το μικρού μήκους με τις ιδέες. Ο τύπος πουν το έφτιαξε έχει πολλές μέσα του, είναι ευφάνταστος, τις συνοδεύει με αισθητική, μένει να τις φορμάρει κάποια στιγμή ώστε να ωριμάσουν εντός του και μπορεί στο μέλλον να μας επιφυλάσσει ευχάριστες εκπλήξεις. Τι εντύπωση μου άφησε το ταινιάκι του; Σαν να σκηνοθέτησε το «Μπίλλυ ο ψεύτης» ο Γουές Αντερσον.
Τώρα περνάμε στα δυσάρεστα, στα δύο που δεν μου άρεσαν.
«ΙΚΑΡΟΣ». Σκηνοθεσία: ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΟΡΤΟΥΝΗΣ. Πολλή «θολούρα». Τόσο στην εικόνα όσο και στην αφήγηση. Ειδικά στην αφήγηση υπάρχει σοβαρό θέμα στη δε εικόνα, το μαυρόασπρο άλλοτε επιφυλάσσει ωραίες ομίχλες και πλάνα γενικής άποψης κι άλλοτε είναι θολωμένα τα πάντα. Σε πολλές στιγμές δυσκολεύτηκα να διακρίνω πρόσωπα όπως και το να γίνω λήπτης της ιστορίας.
«ΣΤΕΓΝΑ». Σκηνοθεσία: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ. Το ακριβώς αντίθετο του «γράμματα στη Γερμανία». Κι εδώ με παύσεις παίζει, με βλέμματα μιας οικογένειας, αν κατάλαβα καλά αλλά δεν κατάλαβα τίποτε άλλο ώστε να προχωρήσω σε κριτική.