Αχ το σινεμά που μαγεύει. Που πας εκεί μέσα και χάνεσαι. Σε δονήσεις, αισθήματα, γοητεία, συγκινήσεις, εξάρσεις, σκέψεις.
Τέτοια ταινία είναι η «ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΚΕΝΟ» κι αυτός που «ευθύνεται» για όλη τη σύνθεση και την πραγματοποίση είναι ο Ρόμπερτ Ζεμέκις. Για να θυμόμαστε τι σημαίνει αληθινός ή και μεγάλος σκηνοθέτης. Επειδή υπάρχει μπόλικη παρεξήγηση στις έννοιες, θα τα ξαναπώ για όλους αυτούς που στέλνουν ψευδή μηνύματα με τους auteurs ενώ ο Ζεμέκις δεν είναι μόνο εκπληκτικός σκηνοθέτης αλλά και πραγματικός auteur διότι και δικό του είδος κάνει και προσωπική υπογραφή διαθέτει και το κύριο όπλο του είναι η απέραντη φαντασία του με την οποία κάνει κινηματογράφο. Και μας προσφέρει από το «Κυνηγώντας το πράσινο διαμάντι» και το «Επιστροφή στο μέλλον» ως το «Ποιός παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ» κι από το «Φόρεστ Γκαμπ» και τον «Ναυαγό» ως τούτο εδώ με ενδιάμεσα ψαξίματα στην ίδια την τεχνολογία που μπορείς να την κάνεις και κινηματογραφική τέχνη και να προσφέρεις ως δώρο ψυχαγωγίας το «Πολικό Εξπρές». Αν αυτά τα έργα δεν είναι ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ τότε κάποιοι έχουν χάσει την μπάλα τόσο του σινεμά όσο και των εννοιών.
Και στο τέλος – τέλος, σε κάθε ταινία του, έχει κάτι, άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο, για να μας καταπλήξει.
Στη «Βόλτα στο κενό» αποφασίζει να μεταφέρει στην οθόνη το περιστατικό του Γάλλου ισορροπιστή Φιλίπ Πετίτ, ο οποίος το 1974 τόλμησε να βαδίσει σε τεντωμένο σχοινί και να περάσει από τον ένα ουρανοξύστη στον άλλο- που; Στους Διδύμους Πύργους στη Νέα Υόρκη…. Το θέμα είναι ότι πριν από λίγα χρόνια είχε γίνει ντοκυμαντέρ πάνω σε αυτό το πρόσωπο για το συγκεκριμένο περιστατικό το οποίο είχε πάρει και Οσκαρ . Ο Ζεμέκις τόλμησε να το επαναφέρει σχετικά σύντομα, αυτή τη φορά δραματοποιημένο. Με υπόθεση. Βασισμένη στο βιβλίο- αυτοβιογραφία του αληθινού προσώπου. Για να αποδείξει πως δεν έχει σημασία αν έχει χρησιμοποιηθεί ένα θέμα αλλά ΕΣΥ τι έχεις να πεις πάνω σε αυτό!
Μάλιστα.
Στο πρώτο μέρος μας φτιάχνει κλίμα. Μας μπάζει σιγά σιγά σε κλίμα. Και το κλίμα που φτιάχνει έχει ύφος παραμυθιού σαν να επρόκειτο να μας δείξει ένα Φόρεστ Γκαμπ λίγο μάγο ,λίγο ισορροπιστή, λίγο ταχυδακτυλουργό, λίγο καλλιτέχνη του δρόμου. Διότι το κλίμα έχει να κάνει με την προσωπικότητα του κεντρικού ήρωα. Πρέπει να μας βάλει στον κόσμο του, στο μυαλό του, στη «φλίπα» του που κατέληξε στην απόφαση να περάσει με σχοινί από τη μία κορυφή του ουρανοξύστη στην άλλη, στον απέναντι Πύργο. Ολο αυτό το πρώτο μέρος κινείται σε κλίμα αέρινο, παιχνιδιάρικο, μαγικό. Κι ο εκπληκτικός ηθοποιός που επιλέχτηκε για τον ρόλο , ο ΤΖΟΖΕΦ ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΛΕΒΙΤ, που τελικά στάθηκε τυχερός αφού είχε δείξει σε μικρότερους ρόλους ή σε μικρότερες ταινίες ότι έχει «κάτι», επινοεί εξαιρετικά πράγματα για το ρόλο, για την ερμηνεία αφού ήρθε η ώρα της πρωταγωνιστικής ανταμοιβής. Λέω για τον ηθοποιό επειδή έχω γνωριστεί προσωπικώς με τον Ρόμπερτ Ζεμέκις (έχουμε πάει μαζί και στο θέατρο, στο Λονδίνο, για να δούμε την ΤΖΟΥΝΤΙ ΝΤΕΝΤΣ στο «Amy’sview» επειδή είχε ακούσει για την παράσταση και την τιτάνια ερμηνεία της και σκεφτόταν να το μεταφέρει στο σινεμά- σχέδιο που δεν ολοκληρώθηκε, όπως τόσα και τόσα…) και μου έχει εξηγήσει τον τρόπο που δουλεύει με τους ηθοποιούς. Μου έχει πει λοιπόν ότι ο ίδιος ως σκηνοθέτης φτιάχνει κλίμα. Δεν διδάσκει ρόλους. Την πρωτοβουλία την αφήνει στον ηθοποιό. Του επιτρέπει να βρεί ό, τι θέλει, να το ψάξει όσο θέλει, να επινοήσει ό, τι τον προστάζουν τον ηθοποιό η τέχνη του κι η φαντασία του. Αλλά μέσα στο συγκεκριμένο κλίμα. Με αυτό τον τρόπο και βλέποντας το «κλίμα» που φαίνεται και δια γυμνού οφθαλμού, ο εξαίρετος Τζότζεφ Γκόρντον Λέβιτ έβαλε τις επινοήσεις του, έπαιξε τον Γάλλο σχεδιαστή σαν τελετάρχη ενός show, σαν να ήταν ο τελετάρχης στο «Καμπαρέ» με ένα αέρα που να δηλώνει γαλλική ελαφράδα, όπως είναι ο ήρωας, κι ο οποίος έτσι όπως δηλώνεται στο πρώτο μέρος αφού μας λέει και την ιστορία του από τα παιδικά χρόνια, που κι αυτή εντάσσεται στο ίδιο κλίμα, κι αφού κάθε τόσο παρεμβαίνει ως αφηγητής της ιστορίας του με σύντομα πλάνα διακόπτοντας για ελάχιστα δευτερόλεπτα τη δράση (στην ουσία, τη συμπληρώνει με αυτό τον τρόπο, την κλιμακώνει, παρά τη σπάει) καταλαβαίνουμε τι δουλειά έκανε ο ηθοποιός ώστε να συνυφάνει ατμόσφαιρα σκηνοθέτη με ρόλο.
Στο πρώτο μέρος λοιπόν έχουμε γοητευθεί από το πώς παίζει ο πρωταγωνιστής, από αυτό τον χαρούμενο ήρωα , από το πώς ανακατεύονται τα θεάματα του δρόμου στο Παρίσι και το ίδιο το Παρίσι, από το affair d’ amourμε τη Γαλλιδούλα τραγουδίστρια του δρόμου (βλ 70ς), από τη Νέα Υόρκη που γίνεται κι αυτή μέρος παραμυθιού, από τους Δίδυμους Πύργους για τους οποίους δεν λέγεται τίποτε που να υπενθυμίσει «οικεία κακά», από τη σχέση του με τον Τσέχο μάγο (τον παίζει ο Μπεν Κίνγκσλει, σχεδόν έτοιμος από το «Hugo» του Σκορσέζε) , από το επιτελείο που στήνει με διάφορους ομογάλακτους που μάζεψε σε πανέξυπνα γραμμένα και σκηνοθετημένα με αέρα φτερού επεισόδια, κι ετοιμαζόμαστε για την πραγμάτωση της παράτολμης πράξης.
Κάπου εδώ γίνεται διάλειμμα και βγαίνουμε για τσιγάρο στην κατάσταση που περιέγραψα.
Διότι στο δεύτερο μέρος, ετοιμάζεται να μας στείλει – ΚΑΙ ΜΑΣ ΣΤΕΛΝΕΙ- ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ. Και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το δεύτερο μέρος δεν θα το περιγράψω καθόλου, δεν έχω λόγια και δεν περιγράφεται διότι είναι ΚΑΘΑΡΟΑΙΜΟ σινεμά. Πώς να περιγράψεις με λόγια το καθαρόαιμο σινεμά; Μένει να το ζήσεις και να το αισθανθείς. Το τρομερό είναι πως ενώ γνωρίζουμε ότι ο ήρωας πραγματοποίησε το στόχο του, το ξέρουμε κι από το ντοκυμαντέρ κι από την επικαιρότητα, τον έχουμε δει και διαβάσει σε συνεντεύξεις κλπ, εμείς γιατί έχουμε την αγωνία και σε κάποια σημεία μπορεί να κλείσουμε και τα μάτια με ακροφοβικές αντιδράσεις του τύπου «πάει! Έπεσε» ενώ ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να πέσει. Γιατί ζούμε αυτή την ταραχή; Γιατί μας κυριεύει όλο αυτό το συναίσθημα; Διότι είναι ο ΖΕΜΕΚΙΣ που τα κάνει όλα αυτά. Όπως μου είπε κάποιος φίλος στην έξοδο «είναι σαν να ξέρεις ότι νίκησε η ομάδα σου σε ένα αγώνα και κάθεσαι να τον δεις μαγνητοσκοπημένο και σε πεθαίνει η αγωνία για ένα αποτέλεσμα που ήδη γνωρίζεις»
Δεν κρύβω ότι δύο φορές δάκρυσα. Διότι μέσα από όλο αυτό κι αφού έχουμε γνωρίσει τόσο καλά τον άνθρωπο, με συγκίνησε πρώτα Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΘΕΛΗΣΗΣ. Στη δεύτερη συγκινησιακή μου εκδήλωση, εκεί που πιά τελείωνε, δάκρυσα με την ΤΡΕΛΑ του ήρωα. Και θυμήθηκα τον Καζαντζάκη που λέει δια στόματος Ζορμπά στον Εγγλέζο «αφεντικό, είσαι ο καλύτερος από όλους αλλά ένα πράγμα σου λείπει: Η ΤΡΕΛΑ. Κι η τρέλα είναι το μόνο πράγμα που βοηθά τον άνθρωπο να σπάει τα δεσμά του και να είναι ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ». Εχει τέτοιες σκηνές η ταινία… Όταν μαζεύονται τα περιπολικά για να τον σταματήσουν την ώρα που αυτός ισορροπεί στο τεντωμένο σχοινί στον αέρα και δεν πρέπει να αποσπαστεί η προσοχή του… Κι ο φοβερός Ζεμέκις, καταφέρνει σε αυτές τις σκηνές, να δώσει και κωμικό τόνο που τον έχει έτσι κι αλλιώς σε όλο το έργο αλλά σαν καρύκευμα, σαν πασπάλισμα..
Υπάρχει και μιά τελευταία συγκίνηση η οποία όμως δεν συνοδεύτηκε από δάκρυα μα από σκέψεις. Διότι τελειώνει το φιλμ με ένα μαγικό πλάνο των Δίδυμων Πύργων. Και κανενός άλλου. Και γεννήθηκε η σκέψη πως οι Δίδυμοι Πύργοι καταρρέοντας πήραν μαζί τους μαζί με τις χιλιάδες των ανθρωπίνων ζωών και το μνημείο του ήρωα μας, που ως ανταμοιβή του το είχαν χαράξει.. Και τι του απέμενε; Η ΟΥΤΟΠΙΑ. Μα να, που ήλθε το σινεμά, με δύο ταινίες να τον ΑΠΑΘΑΝΑΤΙΣΕΙ εκεί που οι Πύργοι δεν άντεξαν.
Για τους επιμέρους συνεργάτες του Ζεμέκις τι να πω; Για το φωτεινό γκρί που είναι το κυρίαρχο χρώμα , το χρώμα του αέρα δηλαδή και μεγαλουργούν διευθυντές σκηνογραφίας και φωτογραφίας; Να πω για τον διευθυντή διανομής (castingdirector) που βρήκε όλα αυτά τα υπέροχα πλάσματα για συντρόφους του; Για τη μουσική του Αλαν Σιλβέστρι που συμβάλει , για να μην πω πρωτοστατεί, στη δημιουργία κλίματος; Η να πω για το μοντάζ πως από τώρα περιμένω να δω κι επερχόμενες ταινίες ώστε να ξέρω στα Οσκαρ αν θα στεναχωρηθώ ή θα χαρώ.
ΥΓ Αν σας πω ότι συνάντησα κι εδώ τον καθηγητή Κο ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΡΩΝΙΤΗ να βγαίνει κι από δω συγκινημένος , με συγκίνηση εντελώς διαφορετική από εκείνη του «Μάκβεθ», τι θα μου πείτε; Εκείνος, ως σοφός, το χαρακτήρισε «ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΣΥΜΠΤΩΣΗ»