Είναι εκπληκτικός, πράγματι, ο συνδυασμός κι ο Μεξικανός σκηνοθέτης ξαναβρίσκει τη φόρμα του κι αποδεικνύει την κλάση του πως είναι και παραμυθάς και σκηνοθέτης και καλλιτέχνης με οράματα , ο οποίος έχει ένα ειδικό χώρο στον οποίο του αρέσει να κολυμπά κι αυτός είναι οι gothicιστορίες και το gothic περιβάλλον. ΚΙ ανάλογα την περίσταση άλλοτε μεταφέρει την αχαλίνωτη φαντασία του στα blockbusters του Χόλυγουντ κι άλλοτε σε πιο προσωπικές ταινίες στις οποίες δεν αφήνει απέξω τον θεατή- το αντίθετο!- αλλά τον βάζει σε κόσμους διαφορετικά διαταγμένους.
Προσωπικά προτιμώ τον δεύτερο Ντελ Τόρο, εκείνο που μας έδωσε τη «Ράχη του διαβόλου» από την οποία τον πρωτογνώρισα και τον «Λαβύρινθο του Πάνα» που ήταν η αποθέωση του μεγαλείου του. Τα χολυγουντιανά blockbuster του, που κι αυτά εντάσσονται στη δημιουργική του προσωπική υπογραφή τύπου «Hellboy», δεν τα συμπαθώ τόσο, μάλλον δεν θα τα συμπαθούσα τόσο αν δεν υπήρχαν και τα άλλα.
Στα «άλλα» εντάσσεται ο «ΠΟΡΦΥΡΟΣ ΛΟΦΟΣ» (Crimson Peak) αλλά με μια διαφορά: Εδώ επιχειρεί μια σύζευξη των δύο τάσεων του, την οποία προσωπικά επιδοκιμάζω ως απολύτως πετυχημένη. Διότι ως άνθρωπος που πηγαίνω στον κινηματογράφο απόλαυσα την σε ύφος παραμυθιού αφήγηση μιάς ιστορίας φαντασμάτων, αρκετά τρομακτικής και συγχρόνως μου επέτρεψε να λειτουργήσω κι ως κριτικός και να θαυμάσω ταυτόχρονα τον τρόπο με τον οποίο συνθέτει κι εκτελεί την απόπειρα του.
Μια ιστορία που ξεκινά στην Αμερική του 19ου αιώνα με μια ηρωίδα αρχικά ως «Κληρονόμο» και μετά μεταφέρεται στην Αγγλία για να θυμίσει «Ρεβέκκα» και μετά να μην έχουμε σταματημό αναφορών. Αυτά τα λέω για όλους εκείνους τους κακεντρεχείς Ελληνες που από ζήλεια προς τον Λάνθιμο βρήκαν ένα καινούργιο παιχνίδι να παίζουν εις βάρος του, το «πόσες ταινίες αντιγράφει» ή «κοπιάρει» ή «ξεπατικώνει». Αν θέλουν να παίξουμε αυτό το παιχνίδι μπορούμε να πιάσουμε ΟΛΟΥΣ τους σκηνοθέτες, ΕΝΑΝ ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ , με τις ταινίες τους και να αρχίσουμε να βγάζουμε στην αναφορά «ομοιότητες» με άλλα έργα. Πιστέψτε με θα χάσουμε τον αριθμό. Τα ίδια άλλωστε είπαν και για τον Σορεντίνο κάποιοι που ανακάλυψαν τον Φελίνι…
Κλείνω την παρένθεση κι επανέρχομαι στον πύργο των φαντασμάτων του Ντελ Τόρο. Οπου η ηρωίδα από μικρή φοβόταν τα φαντάσματα και την επισκεπτόταν με ανατριχιαστικό περιτύλιγμα το φάντασμα της μητέρας της και της έδινε μιά απειλητική συμβουλή για κάποιο πορφυρό λόφο. Κάποτε γνωρίζει ένα παλικάρι, στον πατέρα δεν αρέσει, της φαίνεται ύποπτη μούρη τόσο αυτός όσο κι η αδελφή του , ο πατέρας τους χωρίζει, η κοπέλα πέφτε σε μαρασμό, όμως το παλικάρι επανέρχεται ενώ ο πατέρας δολοφονείται , άγνωστον πως κι από ποιόν. Την παντρεύεται τελικά, την παίρνε μαζί του στην Αγγλία, η υποδοχή της κουνιάδας είναι από ψυχρή έως εχθρική και σύντομα η κοπέλα ανακαλύπτει πως το σπίτι βρίσκεται σε πορφυρό λόφο που το χρώμα το φέρνει ο άργιλος μια κι υπάρχει εκεί ορυχείο ενώ το σπίτι δονείται από φαντάσματα που παρελαύνουν και τρομάζουν και απειλούν. Και παράλληλα δονείται κι η πλοκή του έργου από μυστήριο, κρυμμένα μυστικά κι αποκαλύψεις .
Ο Ντελ Τόρο είναι «θεός». Μας κρατά καθηλωμένους διότι κατορθώνει να μας βάλει σε κλίμα παραμυθιού και ιστορίας φαντασμάτων. Το λέω και στην αρχή, το επαναλαμβάνω και κάθε τόσο , ο συνδυασμός του με εντυπωσίασε. Η δε καλαισθησία της ατμόσφαιρας και του «γοτθισμού» επίσης παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αίσθηση παραμυθιού και ταινίας τρόμου. Από πού να αρχίσουμε; Από τα ντεκόρ; Με αυτό το εκπληκτικό σπίτι που τα χρώματα του κι ο διάκοσμος του προυποθέτουν και για τρόμο και για «παραμύθα»; Πως ήταν τα ντεκόρ στο «Λαβύρινθο του Πάνα»; Ένα τέτοιο πράγμα. Κι εδώ ακόμα πιο σύνθετο αλλά και πιο φορτωμένο στις λεπτομέρειες του διότι εδώ δεν έχει να διακοσμήσει λαβύρινθο αλλά ένα mansion. Δεν ξέρω αν η επιλογή του συγκεκριμένου υπεύθυνου σκηνογραφίας , του ΤΟΜΑΣ ΣΑΝΤΕΡΣ έγινε σκόπιμα, εγώ πάντως διέβλεψα ότι κουβάλησε την πείρα του από τον «Δράκουλα» του Κόπολα όπου είχε κάνει εκείνες τις απίθανες σκηνογραφίες . Το μακιγιάζ με την τεχνική των εφφέ που μας παρουσιάζει τα φαντάσματα έτσι όπως μας τα παρουσιάζει είναι δεύτερο σπουδαίο στοιχείο. Η φωτογραφία; Με όλη εκείνη τη λεπτομέρεια των φωτισμών που έχει να φωτίσει ένα τόσο σύνθετο ντεκόρ που παραδίδει ο διευθυντής σκηνογραφίας στον διευθυντή φωτογραφίας κι ο τελευταίος παίρνει το δικό του άριστα στη συμβολή στην ατμόσφαιρα. Τα κοστούμια; Οπου εδώ δεν έχουμε απλώς έργο εποχής ούτε Ιστορίας ώστε να καταφύγει η ενδυματολόγος σε πηγές αλλά εδώ, λόγω είδους, βαθμολογείται η φαντασία που πρέπει κι αυτή να συνδυάσει κοστούμια τα οποία να συμβάλουν σε πλούτο αλλά και με ένα τρόπο να βαραίνουν μα και να προβάλουν κι αντιθέσεις, όπως για παράδειγμα στα κοστούμια των δύο γυναικών, της «φωτεινής» ΜΙΑ ΓΟΥΑΣΙΚΟΦΣΚΑ και της «σκοτεινής» ΤΖΕΣΙΚΑ ΤΣΑΣΤΕΙΝ.
Επί τη ευκαιρία, να πω ότι μου άρεσαν κι οι δύο, η Τσαστέιν ακόμα παραπάνω που αποδεικνύει ότι έχει πλατιά σκάλα- δεν ξέρω ακόμα πόσο ποικίλει η γκάμα της- και παρόλο ότι την έχω κριτικάρει για το πόσο συχνά παίζει κι ότι έως και τα παρακάνει, εν τούτοις δεν κουράζει να τη βλέπουμε συχνά κι αυτό είναι προσόν της, φτάνει να μην το εξαντλήσει. Εδώ πάντως είναι θαύμα. Και «σκοτεινή» και «σκληρή» και «αινιγματική» και «κακιά»-όλα αυτά σαν να τα έπαιζε σε παραμύθι, με ανάλογη ελαφράδα. Η Γουασικόφσκα είναι καλύτερη από άλλες φορές, κάνει πιο έντονη την παρουσία της. Τη βάζουν σε ρόλους για τους οποίους ίσως έχει μεγαλώσει πιά η Γκουίνεθ Πάλτροου που θα ήταν ιδεώδης για να τους έπαιζε- πάντως Πάλτροου δεν είναι, είναι κάτι λιγότερο. Εδώ όμως είναι αρκετή.
Το παλικάρι της υπόθεσης, ο ΤΟΜ ΧΙΝΤΛΕΣΤΟΝ, ουσιαστικά μας ξανασυστήνεται ως κάπως διαφορετικός από τους «Θωρ» και τα διάφορα τέτοια που προσπαθούσαμε να τον θυμηθούμε. Κι όλο το cast, στελεχώνεται από ηθοποιούς που δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστοί αλλά έχουν σκηνοθετηθεί εξαιρετικά, είναι αξιόλογοι και φτιάχνουν ένα κόσμο που μας είναι άγνωστος όπως το θέλει κι η ταινία.
Δεν θα παρεξηγήσω εκείνους που θα ψάξουν να βρουν στον «πορφυρό λόφο» τον «Λαβύρινθο του Πάνα» και τη «ράχη του διαβόλου» στο περιεχόμενο και δεν θα τη βρουν. Θα κατανοήσω μάλιστα ότι αυτό μπορεί και να τους απογοητεύσει. Θα τους λυπηθώ όμως στο ότι δεν έχουν την ευκολία του ξεκολλήματος από κάτι που ενώ βλέπουν ότι δεν ισχύει, μένουν σε αυτό και δεν απολαμβάνουν το άλλο. Διότι κι ο καλλιτέχνης δεν είναι για να μας κάνει τα ίδια κάθε φορά δηλαδή να περιμένουμε υποχρεωτικά να συνδέονται τα φαντάσματα με τον Εμφύλιο- φερειπείν- της Ισπανίας, όπως συνέβαινε στις δύο προαναφερθείσες ταινίες. Ναι, του λείπει εδώ το κοινωνικό ή ιστορικό πλαίσιο όμως του περισσεύει η μαγεία.