Μέγας θαυμαστής ως προς το βιβλίο. Καθόλου ως προς το σενάριο αλλά την ευθύνη για το δεύτερο δεν τη φέρει αυτός παρά ο σκηνοθέτης ΛΟΡΑΝ ΚΑΝΤΕΤ. Διότι ο Παδούρα που συνεργάζεται στο σενάριο, ουσιαστικά φτιάχνει τα πρόσωπα και το περιεχόμενο τους αλλά ο άνθρωπος δεν είναι του κινηματογράφου, δεν γνωρίζει την τεχνική του σεναρίου, αυτό υποτίθεται πως το έχει αναλάβει ο Γάλλος σκηνοθέτης που συνυπογράφει το σενάριο, κι από ό, τι υποψιάζομαι ντεκουπάρησε τα συγγραφικά στοιχεία που του παρέδωσε ο Παδούρα. Μόνο που στο έργο όλα τα μιλάνε κι ουδέν πράττουν. Όλα τα λένε, όλα τα αφηγούνται, η κάμερα παρακολουθεί τους πέντε φίλους που ξαναβρέθηκαν στην Αβάνα, στην ηλικία των 50 χρόνων κι αφηγούνται εμπειρίες κι αναμνήσεις, εμπειρίες από την τελευταία 20ετία, που ξεκινά στη δεκαετία 90 κι αφορά βαθιά τον Κουβανό συγγραφέα, αναμνήσεις από τα νιάτα που χάθηκαν. Σενάριο εκνευριστικής ρητορικής , δεν υπάρχει δράση πουθενά, η δράση βρίσκεται στο περιεχόμενο του διαλόγου.
ΟΚ, δέχομαι ότι αυτό το σινεμά υπηρετεί ο Λοράν Καντέτ. Το είχε δείξει και στην ταινία που του χάρισε τον «Χρυσό Φοίνικα» στις Κάνες καθώς κι υποψηφιότητα για το ξενόγλωσσο Οσκαρ, το «Ανάμεσα στους τοίχους», όπου κι εκεί η πρώτη μου αντίδραση ήταν αρνητική για την καταστρατήγηση του αρχετυπικού «μίμησις πράξεως» χωρίς να το αντικαθιστά από ντοκυμαντέρ αλλά να το παρουσιάζει σαν μια άλλη χρήση , με τάση δραματοποίησης, του ντοκουμέντου.Τη δεύτερη φορά που το είδα κατανόησα μερικά πράγματα που εξ ενστίκτου με είχαν κάνει να αντιδράσω κι ενπάση περιπτώσει, επειδή είμαι από τη φύση μου ανοιχτός και θέλω να κατανοώ πριν κατακεραυνώσω, δέχτηκα την απόπειρα του Καντέτ ως μία καινοτομία, έστω προσωπική.
Επιχειρώ να τη δεχτώ και πάλι και σε τούτη εδώ την ταινία. Είμαι πρόθυμος να του αναγνωρίσω ότι αυτό το σινεμά που κάνει το πιστεύει και το υπηρετεί, ότι έχει δουλέψει πολύ πάνω στο ντεκουπάζ και στον κατακερματισμό αλλά και τη μοιρασιά τη σωστή διαλόγων και πλάνων αφού είναι ηθελημένο ότι το έργο θα το κάνει έτσι: Να έχει τους ανθρώπους να αφηγούνται εμπειρίες και έτσι να αρχίζει και να τελειώνει η εικόνα.
Να λένε του κόσμου τα πράγματα κι από αυτά που λένε να μη βλέπουμε τίποτα παρά μόνο τους ίδιους να τα λένε.
Προσωπικά αυτός ο κινηματογράφος ως κινηματογράφος, όση κατανόηση κι αν δείξω, μου είναι αφόρητος. Και θεωρώ ότι στο φινάλε δεν κολακεύει ούτε τον ίδιο τον συγγραφέα επειδή στα βιβλία του είναι ένας σπουδαίος της πένας που μέσα από την ανθρώπινη εμβάθυνση και τον πολιτικό οραματισμό, φτιάχνει κι εκπληκτικές «εικόνες».
ΟΧΙ, ΜΗΝ ΜΠΕΡΔΕΥΤΕΙΤΕ, ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΕΝ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΓΡΑΨΩ ΠΑΡΑΚΑΤΩ.
Γιατί σας το «ανακατεύω» και σας μπερδεύω; Διότι οι χαρακτήρες της ταινίας εκφράζουν τις ίδιες αγωνίες με τους ανθρώπους του συγκεκριμένου βιβλίου, στο κομμάτι που αφορά στην Κούβα. Στην Κούβα της δεκαετίας 90 όπου φαίνεται ότι εκεί, στη δεκαετία τη συγκεκριμένη έγινε της μουρλής από πλευράς αυθαιρεσιών του καθεστώτος. Τότε γίνονται οι διώξεις των ομοφυλόφιλων, τότε κοιτά ο καθένας να την κοπανήσει κι όπου φύγει-φύγει, τότε γίνεται το τμήμα του Ατλαντικού μεταξύ Κούβας και Μαιάμι κάτι σαν Αιγαίο του2015 με φυγάδες και πρόσφυγες, συνέπεια μιας οικονομικής αλλά και καθεστωτικής κρίσης που εμείς οι παραέξω δεν την είχαμε πάρει χαμπάρι. Οπως ομολογεί ο Παδούρα ότι κι εκείνοι, μέσα στην Κούβα δεν είχαν πληροφόρηση για τα τεκταινόμενα έξω, έτσι δεν παίρναμε είδηση κι εμείς για το τι γινόταν εκεί. Ο καθένας ήθελε να τα λέει όπως τον βόλευε «εκ προμελέτης», ακόμα και χωρίς να γνωρίζει. Οι συνέπειες της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου είχαν σημαδέψει και τη μακρινή Κούβα.
Στο βιβλίο «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ», το οποίο είναι ένα από τα ωραιότερα πολιτικού περιεχομένου μυθιστορήματα που διάβασα τα τελευταία χρόνια, κι έχει στο εξώφυλλο του τον ΤΡΟΤΣΚΥ, ο Παδούρα κάνει μια βαθιά κατάδυση στην πολιτική του ιδεολογία που είναι της ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ αλλά και στη μελαγχολία της ΟΥΤΟΠΙΑΣ στην οποία καταλήγει. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες (να πω κι ένα «ΕΥΓΕ» στον μεταφραστή ΚΩΣΤΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ) όπου τα πρόσωπα τείνουν να συνδεθούν μεταξύ τους κατά την εξιστόρηση του μύθου κι εδώ φαίνεται η τέχνη του συγγραφέα, αυτό που λέμε «περίτεχνο γράψιμο». Η μία ενότητα εκτυλίσσεται στην Κούβα του ’90, η άλλη στον Εμφύλιο της Ισπανίας με «έδρα» τη Βαρκελώνη κι η τρίτη ,που καταλαμβάνει και τη μερίδα του λέοντος, σε όλη τη διαδρομή των εξοριών του Τρότσκυ. Τι Πριγκηπόνησα, τι Παρίσι, τι Οσλο, τι Μεξικό…. Και στην προετοιμασία της δολοφονίας του. Η απελπισία , η απόγνωση κι η απογοήτευση κυριαρχούν στις εμβαθύνσεις του συγγραφέα για τη «νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε» είτε στην Ισπανία είτε στη Μόσχα είτε στην Αβάνα ενώ εκθειάζονται οι άνθρωποι όχι σαν μαριονέτες αλλά σαν σύνθετοι χαρακτήρες που δεν κατάλαβαν ότι γίνονταν μαριονέτες , στο ότι κατέληγαν να περιμένουν δικαίωση μέσω ατίμωσης.
Πρόκειται για συγκλονιστικό βιβλίο, σπουδαίου συγγραφέα (την περασμένη εβδομάδα τιμήθηκε με ένα από τα «Νόμπελ της Ισπανίας» όπως αποκαλούνται τα ετήσια βραβεία «Αστουριών» που απονέμονται στο Οβιέδο κι ο Παδούρα ήταν αυτός που τιμήθηκε για τη συμβολή του στα ισπανόφωνα γράμματα) με πολιτική ενόραση, ρομαντισμό αλλά και βαθύτατη γνώση του μυθιστορήματος.
Τους ανθρώπους του, από την ενότητα περί Κούβας στο μυθιστόρημα, τους βρήκα και στην ταινία. Μόνο που εδώ μιλούσαν αχνά κι οι περιγραφές τους δεν είχαν εκείνη τη σπίθα αλλά ούτε κι εκείνο το βάθος ούτε και το πλάτος της ενόρασης. Φαινόταν ότι μιλούν για πράγματα που τους πονάνε αλλά ο κινηματογράφος και το σενάριο δεν τους απέδωσαν. Επαναλαμβάνω , δεν μιλώ για μεταφορά βιβλίου στο σινεμά, δεν έχει σχέση η ταινία με το μυθιστόρημα, μιλώ για ανθρώπους που κουβαλά εντός του από μια συγκεκριμένη περίοδο συγκεκριμένης χώρας ένας άνθρωπος και πως τους εναποθέτει στη μία Τέχνη και πως στην άλλη.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟ ΣΥΝΙΣΤΩ ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΑ (είναι και τεράστιο, πάνω από 700 σελίδες αλλά ΧΑΛΑΛΙ)
Για την ταινία δεν έχω να προσθέσω τίποτε περισσότερο παρά μόνο να την ευχαριστήσω αλλά και να τη λυπηθώ για την αφορμή που μου έδωσε να γράψω για τον ΛΕΟΝΑΡΔΟ ΠΑΔΟΥΡΑ και για το λατρεμένο βιβλίο του «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ»