Ναι, είναι πολύ εκνευριστικό αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με την παγκόσμια λύσσα γύρω από τη μαγειρική, πρώτα από τις τηλεοράσεις με τις άπειρες εκπομπές τέτοιου τύπου και παράλληλα με τη μεταφορά του εν λόγω…. ιού και στο σινεμά. Εχουν γραφτεί πολλές αναλύσεις για αυτή την τάση κι όλες καταλήγουν στην οικονομική κρίση. Προσωπικά δεν ασπάζομαι αυτή την ευκολία, πως η πείνα είναι αυτή που επιτάσσει την παραγωγή τέτοιων εκπομπών αλλά δεν είναι και το αντικείμενο μου ούτε και το ενδιαφέρον μου αυτές οι εκπομπές ώστε να μείνω στην περαιτέρω ανάλυση τους.
Για το σινεμά, όμως, που με ενδιαφέρει μπορώ να πω ότι ανακάλυψε μια καινούργια μόδα από μια τάση κοσμοπολίτικης προώθησης του φαγητού και της γαστρονομίας εν γένει κι επειδή υπάρχει αυτό το φαινόμενο είπε να το εκμεταλλευτεί.
Να ξεκαθαρίσω πως όταν λέω ταινίες μαγειρικής δεν περιλαμβάνω το αριστούργημα των αριστουργημάτων, τη «ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΠΑΜΠΕΤ», ούτε του Ανγκ Λι το «ΦΑΙ, ΠΟΤΟ, ΑΡΣΕΝΙΚΟ, ΘΗΛΥΚΟ» ούτε κι ένα εκπληκτικό φιλμ από τη Γεωργία που είχε προταθεί για Οσκαρ ξένης ταινίας το 1997, το «ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΕΝΟΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥ ΜΑΓΕΙΡΑ» διότι τα συγκεκριμένα δεν ήταν έργα για τη μαγειρική αλλά για το ΦΑΓΗΤΟ και τον ΑΝΘΡΩΠΟ.
Μιλάω για τα από εκεί και μετά , κάτι γαλλικά και κάτι αμερικάνικα, κυρίως όμως γαλλικά επειδή οι Γάλλοι το πουλάνε αυτό το παραμύθι, με τους σεφ των Προέδρων και μπλα μπλα και επιδείξεις των πιάτων πως στολίζονται και των συνταγών κλπ κλπ κλπ.
Το «Ο ΣΕΦ ΠΟΥ ΕΠΑΙΖΕ ΜΕ ΤΗ ΦΩΤΙΑ» δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά διότι ακριβώς δεν είναι έργο για τη μαγειρική και τη μόδα περί αυτής, όχι πως την αφήνει κι απέξω, αλλά είναι γύρω από το υπέροχο πορτραίτο του κεντρικού ήρωα. Ενός λυσσασμένου σταρ της μαγειρικής, διότι αφού μοδάτη η μαγειρική θα έχει και τους σταρ της και τους υποδεέστερους και τους supportingτης, ο οποίος έφτασε στα ύψη ως σεφ στο Παρίσι και στη συνέχεια κατάφερε και τα σκάτωσε. Σε όλα τα επίπεδα. Από ναρκισισμό κι αλαζονεία την είδε ροκ σταρ της μαγειρικής, έμπλεξε με την κόρη του αφεντικού, διέλυσε το μαγαζί που δούλευε, πήρε στο λαιμό του και τον κοσμάκη, ας όψονταν τα δύο Michelin που είχε κερδίσει…Α, ναι τα Michelin.Διότι όπως έχει στηθεί μια ολόκληρη μπίζνα πλέον γύρω από τη μαγειρική και την «υψηλή γαστρονομία» είτε πρόκειται για Τέχνη είτε για ΣΟΥΣΟΥΔΙΣΜΌ περί φαγητού, έχουν καθιερωθεί κι εκεί τα δικά τους…. Οσκαρ. Κι είναι τα Michelin. Οπου ο ήρωας έχει κερδίσει δύο. Κι αυτό συνέβαλε στο να χάσει την άκρη αλλά και την μπάλα ως άνθρωπος. Και τώρα, «καθαρός» πλέον από ναρκωτικά και λοιπές περιπέτειες με το νόμο αλλά και απόβλητος από τον επαγγελματικό του χώρο, πάει στο Λονδίνο, έτοιμος για καινούργια αρχή, αλλά ποιος να τον εμπιστευθεί. Εκεί άλλωστε έχουν μεταφερθεί κι οι δουλειές εκείνων που κατέστρεψε, πρόδωσε ή πήρε γενικώς κι απλώς στο λαιμό του..
Οπου φυσικά στόχος του με το που πάει εκεί και που δεν τον θέλει κανένας, είναι το τρίτο Michelin.
Σε ύφος κομεντί ξετυλίγεται ο χαρακτήρας του στο Λονδίνο, καθώς πληροφορούμαστε και το ποιος είναι και το πώς αντιδρά, ποια είναι τα απύθμενα βάθη της φιλοδοξίας του αλλά και το ταλέντο του που είναι από εκείνα που δίνονται από τον ίδιο τον Θεό στους Ημίθεους αλλά μαζί με μια σειρά από ελαττώματα ενώ για όλα αυτά μπαίνουν ένας ένας στο προσκήνιο οι χαρακτήρες του παρελθόντος αλλά κι οι ανταγωνιστές του παρόντος- αν κι όλοι, σχεδόν όλοι, κρατούν από παλιά νταραβέρια του σεφ.
Η υπόθεση ξεδιπλώνεται μαζί με τους χαρακτήρες κι εκεί πάνω στο πανί έχει στηθεί ένας μοναδικός συνδυασμός, ένα ΚΡΑΜΑ θα έλεγα, ΚΩΜΩΔΙΑΣ ΚΑΙ ΔΡΑΜΑΤΟΣ, που συνυπάρχουν ταυτοχρόνως και τα δύο, σε όλη τη διάρκεια του έργου. Κι ουδέποτε ξεστρατίζει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Ενώ, κι ως καλή παραγωγή που είναι (κι είναι της WeinsteinCompany, οι οποίοι είναι από εκείνους που ψάχνονται και ψάχνουν φρέσκιες ιδέες, με αποτέλεσμα να αποτελούν και μια εγγύηση για την ποιοτική μας ψυχαγωγία) προσφέρει και το ανάλογο λούσο με τα υπέροχα ντεκόρ εστιατορίων και λοιπών χώρων, καθώς κι ένα ρυθμό όπου η ταινία κυλάει σαν το νεράκι.
Βέβαια πάνω από όλα, πάνω κι από τον σκηνοθέτη Τζον Γουέλς που είναι κατά βάση σκηνοθέτης σεναρίων, ναι, υπάρχει το ΣΕΝΑΡΙΟ του ΣΤΙΒΕΝ ΝΑΙΤ, που έχει γράψει το «DirtyPrettyThings» του Φρήαρς , το οποίο ήταν υποψήφιο για Οσκαρ σεναρίου το 2004,κι εδώ συνεργάζεται με τον Μάικλ Καλέσνικο στον οποίο «επιδικάζεται» το story.Το σενάριο παράλληλα με το ρυθμό του, με τα ευρήματα του, με τις έξυπνες ιδέες του, πάνω από όλα με τους ρόλους του όπου αναδεικνύονται ηθοποιοί ακόμα και στο μικρότερο ρολάκι, αφήνει και στο θεατή πολλά πράγματα για να πάρει μαζί του, και για να σκεφτεί, να έχει καταδιασκεδάσει και ανακουφιστεί στο δίωρο ξέσκασμα και συγχρόνως να φεύγει χαρούμενος, αλαφροπάτητος.
Είναι σενάριο που είναι γραμμένο για ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ, τον οποίο έχει τοποθετήσει στο επίκεντρο, είναι το κέντρο του σεναριακού σύμπαντος, γύρω από αυτόν εξελίσσονται τα πάντα, ή μάλλον αυτός ό ίδιος τα κάνει να εξελίσσονται αφού είναι ο αποκλειστικός κινητήριος μοχλός.
Αρα μιλάμε και για χρυσό ρόλο. Ο ΜΠΡΑΝΤΛΕΙ ΚΟΥΠΕΡ με κατέπληξε. Εχει όλα τα προσόντα που ο ρόλος απαιτεί, και δεν είναι μία και δύο αυτές οι απαιτήσεις, είναι και τσόγλανος είναι και τρυφερός, είναι σκληρός, είναι ευπαθής, έχει μια φιλοδοξία στα μάτια που δεν κρύβεται από κανένα, είναι υπέρ το δέον άνετος, είναι όμορφος, είναι λαμπερός, είναι πρωταγωνιστής ΠΕΡΑ ΓΙΑ ΠΕΡΑ κι ανταποκρινόμενος σε όλα αυτά δείχνει πόσο καλός ηθοποιός είναι. Ω, ναι, ο Μπράντλει Κούπερ είναι ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΑΡΑΣ αλλά ηθοποιός. Δεν φτιάχνει ένα πρότυπο, τον «Μπράντλει Κούπερ» ας πούμε. ΚΙ αν βάλουμε κάτω τις ταινίες καi τους ρόλους από όταν άρχισε να αναδεικνύεται θα δούμε ότι από ρόλο σε ρόλο διαφέρει. Κι η φιλοδοξία του για να φτάσει ψηλά φαίνεται από τα μάτια. Θα μου πείτε «καλά εσύ πότε τον ψυχανάλυσες και κατέληξες σε τόσο ασφαλή συμπεράσματα;». Θα σας απαντήσω ότι δεν τον ψυχανάλυσα όμως αυτό που είδα στο παίξιμο του ως κύριο στοιχείο πάνω στο οποίο στήριξε την ερμηνεία, εκεί δηλαδή που πάτησε ως βάση κι από κει άρχισε να ανοίγει το διαβάτη του ρόλου, να απλώνεται σε αυτόν, να του βάζει χρώματα, να τον εμπλουτίζει, ήταν η ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ. Σε αυτό το στοιχείο πάτησε ο αγαπητός μου τελικά Μπράντλει. Κι ένας ηθοποιός που επιλέγει αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα που αναλαμβάνει, του πλούσιου χαρακτήρα που μπορεί να αντλήσει κι από άλλα στοιχεία πάτημα για το ρόλο,, σίγουρα καταλαβαίνει από φιλοδοξία. Είναι το ασφαλές στοιχείο του ώστε να πατήσει και να φτιάξει το ρόλο έτσι όμορφα όπως τον έφτιαξε ο Μπράντλει Κούπερ. Βεβαίως κι από το σενάριο αντλούνται τα στοιχεία αλλά μην μπερδεύεστε, μιλώ για το στοιχείο της ερμηνείας του που επιλέγει ως κοινό παρονομαστή για όλα τα συναισθήματα που θα εκδηλώσει. Δεν επιλέγει ούτε το «θύμα» ούτε τον «τρυφερό» ούτε όμως και τον «κακό» ώστε να γίνει αντιπαθής στον κόσμο. Ούτε και τον «καλό» διότι ακριβώς επειδή δηλώνει φιλοδοξία δεν θέλει να τον αγαπήσει το κοινό ως «καλό παιδί» αλλά ως σαγηνευτικό πρωταγωνιστή – δείγμα υπέρτατης φιλοδοξίας. Κι όταν προέρχεται από ταλαντούχο άνθρωπο, η φιλοδοξία, πριν γίνει αντιπαθής, έχει προφτάσει να γίνει στοιχείο γοητείας.
Οπότε έτσι βοηθά και τους υπόλοιπους ηθοποιούς, να φτιάξουν ανάλογα τους ρόλους ώστε να τον «αντιμετωπίσουν» αφού σχεδόν με όλους τους χαρακτήρες βρίσκεται σε θέση κόντρας. Κι είναι ΟΛΟΙ οι supporting, άντρες και γυναίκες, ΤΕΛΕΙΟΙ. Θα σταθώ σε ένα, είναι ο ΜΑΘΙΟΥ ΡΥΣ, που παίζει τον επίσημο ανταγωνιστή του . Τον έχω ξεχωρίσει από την τηλεόραση, όπου αν και δεν παρακολουθώ συστηματικά τις σειρές, εν τούτοις είναι μία που έχω κολλήσει, πρώτον επειδή είναι κατασκοπική και αυτά πάντα με ελκύουν, το «TheAmericans», και δεύτερον διότι έχω ανακαλύψει αυτό τον ηθοποιό. Αυτός, για παράδειγμα, στην «κόντρα» του με τον ήρωα που παίζει ο Κούπερ, αντιπαρατάσσει στη φιλοδοξία του άλλου, τη λυσσώδη άμυνα ως πάτημα ερμηνείας στο δικό του χαρακτήρα. Και κάνουν την κόντρα ακόμα ωραιότερη, που τους οδηγεί και σε μια πολύ ωραία σκηνή λίγο πριν την λύση.
Εφυγα από το σινεμά ανακουφισμένος με τη διάθεση μου πολύ ανεβασμένη