Για την ταινία δεν είχαν έλθει καλές πληροφορίες κι υπήρχε και μια παρεξηγημένη εντύπωση που ορισμένοι την είχαν κάνει κύριο θέμα, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα όσοι αποστήθισαν, πως η Μέρυλ Στριπ πατρονάρει την κόρη της ΜΑΜΥ ΓΚΑΜΕΡ και όλο αυτό αποβαίνει εις βάρος της ταινίας.
Δεν ισχύει κάτι τέτοιο, τουλάχιστον σε πρωταγωνιστικό επίπεδο. Ισχύει στο γεγονός ότι για το ρόλο της κινηματογραφικής κόρης, που είναι ρόλος supporting, η Μέρυλ Στρηπ ή το στούντιο ή κι οι ατζέντηδες, σκέφτηκαν να δώσουν το ρόλο στη φυσική της κόρη. Με την οποία είχε φυσικά ξαναπαίξει στο «Evening», ένα από εκείνα που γυρίζει το Χόλυγουντ ως ανεξάρτητα , μαζεύουν (βλ σπαταλούν) ηθοποιούς αξίας κι είναι βαρετά και ξενέρωτα.
Όχι , είναι έργο 100 ο/ο για την Μέρυλ Στριπ, είναι έτσι γραμμένο το σενάριο, είναι όλο πάνω της, κι όλοι μα όλοι οι ηθοποιοί είναι supportingτης Στριπ. Η κόρη βέβαια έχει καλύτερο ρόλο από άλλους της διανομής, διότι αποτελεί και την αφορμή για να ταρακουνηθεί η φευγάτη μαμά η οποία είναι μεσόκοπη τραγουδίστρια της ροκ, που δεν της πήγαιναν οι γάμοι, τα παιδιά και τα νοικοκυριά, παράτησε την οικογένεια και την Ινδιανάπολη για να τρέχει σε περιοδείες με έδρα την Καλιφόρνια, σε κλαμπάκια κι όπου αλλού. Και κάποια ώρα ειδοποιείται πως η κατάσταση στο σπίτι δεν είναι καλή, λόγω των ψυχολογικών διαταραχών της κόρης που εγκαταλείφθηκε από τον άνδρα της. Κι έτσι η παλαβή μαμά αποφασίζει να έρθει, άφραγκη, κουρέλω κι εκεί την περιμένουν αμήχανα τα παιδιά της , διότι έχει και δύο γιούς, όπου ο ένας είναι «γκέι», ο άλλος ετοιμάζεται για γάμο, ενώ ο σύζυγος έχει ξαναπαντρευτεί κι η δεύτερη γυναίκα του έχει σταθεί στα παιδιά.
Μάλιστα! Το εργάκι βλέπεται ευχάριστα. Και για τη Μέρυλ Στριπ δεν χρειάζονται συστάσεις, ενώ για την κόρη έχω να πω ότι θα πρέπει να περιμένουμε. Εχει την κοψιά της μαμάς, δεν έχει τίποτε το ελκυστικό, στο παίξιμο της διαφαίνεται κάποιο ταλέντο αλλά οπωσδήποτε κι απειρία, πάντως στις σκηνές με τη μάνα της καταφέρνει και σώζεται.
Ο ρόλος της Μέρυλ Στριπ περιέχει δραματικά στοιχεία αλλά στο σύνολο του είναι γραμμένος έτσι ώστε να παιχθεί με κωμικές ενέσεις κι αυτή είναι κι η σκηνοθετική γραμμή της ταινίας. Κι η Μέρυλ Στριπ τον παίζει με ελαφράδα κομεντιέν κι όχι με δραματικότητα απελπισμένης γυναίκας ενώ στην αντίληψη του ρόλου συμβάλει και το ντύσιμο της όπως το έχει επιμεληθεί η ΑΝΝ ΡΟΘ, ντύσιμο παλαβιάρας «ροκού».
Το πρόβλημα στο έργο, που επαναλαμβάνω, ότι βλέπεται ευχάριστα, τουλάχιστον στη Β’ ΠΡΟΒΟΛΗ, με την καθυστερημένη άφιξη στα «συνοικιακά», όπως λέγαμε και συνέβαινε παλιά, είναι οι υπογραφές του! Σενάριο η ΝΤΙΑΜΠΛΟ ΚΟΝΤΙ, που είχε πάρει ΟΣΚΑΡ για το «JUNO», σκηνοθέτης ο ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΝΤΕΜΙ, πρωταγωνίστρια η ΜΕΡΥΛ ΣΤΡΙΠ, παρτενέρ της (που δεν είναι καθόλου παρτενέρ αλλά supportingαναξιοποίητος) ο ΚΕΒΙΝ ΚΛΑΙΝ, που θα τον συνδέει πάντα με την Μέρυλ η συγκλονιστική ανάμνηση από την «Εκλογή της Σόφι». Με όλα αυτά κατά νου, πας στο σινεμά με κάποιες απαιτήσεις πέραν των δύο ευχάριστων ωρών αλλά ακόμα και σε αυτά τα πλαίσια τις έχεις τις απαιτήσεις. Είπαμε, φταίνε οι υπογραφές. Δεν έχουν κάνει κακή δουλειά, αξιοπρεπέστατη ψυχαγωγία προσφέρουν αλλά με ένα «εργάκι» και τίποτα περισσότερο. Τα επιμέρους στοιχεία λειτουργούν και το μοντάζ είναι θαυμάσιο στο πώς προωθεί το είδος της γλυκόπικρης κομεντί που του δίνει ρυθμό, καθώς και στις σκηνές εστιατορίων, τραπεζιών, συζητήσεων.
Πάντως, θα κλείσω με κάτι θετικό, που κι η ταινία το φύλαξε για το τέλος: Διαθέτει το πιό ευρηματικό HAPPYEND, που έχω δει σε ταινίες του είδους αυτού, τα τελευταία χρόνια.