Ναι, αυτό που βλέπουμε στα 40 περίπου πρώτα λεπτά είναι μια ξεχωριστή ικανότητα στο να φτιάξει ενιαίο κλίμα για όλους τους ηθοποιούς και να τους εντάξει άπαντες σε ενιαία ερμηνευτική γραμμή. Αυτό είναι ΚΑΙ προσόν ΚΑΙ δικαιώνεται από το αποτέλεσμα. Και οι έξη βασικοί ηθοποιοί αναδεικνύουν κι αναδεικνύονται. Από τον υπερ-κινηματογραφικό ΒΑΓΓΕΛΗ ΜΟΥΡΙΚΗ που είναι γεννημένος για τον φακό ως τον θεατρικά καταρτισμένο ΓΙΩΡΓΟ ΚΕΝΤΡΟ που καταθέτει αξιοσημείωτη λιτότητα. Από τον κωμικών αποχρώσεων ΜΑΚΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ που έχει απόλυτη αίσθηση του μέτρου ως τον ΓΙΩΡΓΟ ΠΥΡΠΑΣΟΠΟΥΛΟ με τους χαμηλούς τόνους και την αδιόρατη ειρωνεία. Από τον ΠΑΝΟ ΚΟΤΡΩΝΗ, που ήταν η «ανακάλυψη» για μένα σε αυτή την ταινία, μια καινούργια κινηματογραφική γνωριμία- κι ας τον είχα δει και στο "Πριν τα μεσάνυχτα"- που αξίζει να αξιοποιηθεί στη συνέχεια (τον έχει περιποιηθεί ξεχωριστά κι η ενδυματολόγος του έργου, του έχει φορέσει το ωραιότερο πουλόβερ από όλους τους υπόλοιπους οι οποίοι είναι ντυμένοι ουδέτερα) ("ουδετερότητα" αποπνέει κι η φωτογραφία του ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΗ) ως τον ΣΑΚΗ ΡΟΥΒΑ, που, εν πάση περιπτώσει η Τσαγγάρη κατάφερε και τον ενσωμάτωσε. Δεν λέω «ωσανα» περί ερμηνείας του τελευταίου διότι δεν είναι κάτι παραπάνω από τους δύο ηθοποιούς που παίζουν τους συμπληρωματικούς ρόλους, τον ΓΙΑΝΝΗ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟ και τον ΚΩΣΤΑ ΦΙΛΙΠΠΟΓΛΟΥ (οι οποίοι ανήκουν στο πλήρωμα και παίζουν εξαιρετικά τη δική τους σκηνή στο τέλος της ταινίας)), και τους προσπερνάνε ως μη έχοντες «βύσμα» (δεν λέω για τον ΝΙΚΟ ΟΡΦΑΝΟ διότι είναι τόσο λίγο αυτό που έχει να κάνει ώστε δεν μένει κάτι για να του γραφτεί κριτική), ωστόσο κι αυτός ανταποκρίνεται.
Αυτό όλο λοιπόν της το πιστώνω της Τσαγγάρη. Καθώς μας τους ξετυλίγει λίγο- λίγο και πιάνουμε μια επαφή με τον καθένα. Ο τρόπος είναι ωραίος και οι ηθοποιοί συστήνονται ευκρινώς με τους ρόλους τους. Και κυρίως για την ενιαία γραμμή.
Μετά τα 40 λεπτά , όμως, μένουμε μόνοι με το έργο. Και πρέπει τώρα να δούμε και να καταλάβουμε τι σόι έργο είναι αυτό που παρακολουθούμε, αυτό στο οποίο εντάχθηκαν οι παραπάνω.
Οι οποίοι είναι μια αντροπαρέα σε ένα κότερο, που έχουν πάει για ψάρεμα κι η αφορμή είναι το παιχνίδι «chevalier» που δίνει και τον τίτλο στο έργο.
Θα μπορούσα λοιπόν να πω ότι και το παιχνίδι είναι κενό, ότι και το έργο είναι κενό κι ότι επαναλαμβάνουν τις ασημαντότητες που λένε κάθε τόσο.
Χμ! Όμως δεν είναι σωστό να πω κάτι τέτοιο. Είναι επιπόλαιη προσέγγιση κι εύκολη αντίδραση.
Διότι τελικά όλη αυτή η κενότητα είναι κι η ταυτότητα του έργου, η οποία κενότητα μπορεί κι αποκτά ενδιαφέρον καταρχάς με το μοντάζ (πάλι ανακατεμένος ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΨΑΡΙΔΗΣ με ξένο συνεργάτη) αλλά και με τους διαλόγους, ω ναι, με τους διαλόγους οι οποίοι διανθίζονται από υποδόριο χιούμορ το οποίο το επικοινωνούν οι ηθοποιοί με την προσεγμένη καθοδήγηση στην ερμηνεία τους, με σωστούς ρυθμούς και παύσεις και παρόμοια που μεταβάλλονται ακόμα και σε σχόλια.
Βεβαίως και μια μερίδα του κοινού δικαιούται να μην τα δει, να μην τα προσέξει, να αρχίσει να εκνευρίζεται.
Εμένα όμως ξέρετε τι μου θύμισε; Πιντερικά ίχνη. Όπως στα έργα του Χάρολντ Πίντερ όπου οι ήρωες κατατρίβονται σε ασημαντότητες, σε λεκτικές κενότητες, που θέλουν άλλα να πουν κι άλλα λένε, έτσι ακριβώς συμβαίνει και με τους ήρωες αυτής της ταινίας και με ολόκληρη την ταινία. Βέβαια στον Πίντερ υπάρχει κάτι τραγικό από κάτω και συνήθως- όχι πάντα!!!!- ήταν εκείνο που δικαίωνε το συγγραφέα ως νέο γράψιμο. Εκεί που κατέληγε το έργο είτε επρόκειτο για κορύφωση είτε για σβήσιμο. Κι εκείνα τα συνεχή αποσιωπητικά με τα οποία τέλειωνε η κάθε φράση και με ανάλογα αποσιωπητικά πράγματι τελειώνουν κι εδώ, αν και στο «Chevalier» δεν είναι τόσο εμφανή. Εξη άντρες στη διάρκεια μιάς μεγαλοαστικής θαλάσσιας εκδρομής που μιλάνε, πειράζονται, ασημαντολογούν, σαν να ήθελαν κάτι άλλο να πουν αλλά δεν το λένε. Η σαν να μην έχουν και τίποτε επί της ουσίας να πουν περί του τι τελικά τους συνδέει.
Το φτιάχνει αυτό το κλίμα η ταινία ώστε να το δεις αν θέλεις κι αν φυσικά μπορείς. Και μόνο ως έτσι, μπορείς να το δεχτείς σαν μια νέα και σημερινή πρόταση σε ένα σινεμά που θέλει να είναι σοφιστικέ και διασκεδαστικό. Αν δεν το δεις έτσι, τότε το «σοφιστικέ» έχει πάει περίπατο διότι από πότε έγινε «σοφιστικέ» η απόλυτη κενότητα; Όμως, δεν το είδα ως κενό έργο! Κι οφείλω να το πω. Το είδα, όμως, λίγο ως αδύναμο να κάνει πιο εμφανή την «πιντεροσύνη» του- ελπίζω να με καταλαβαίνετε.
Σκέφτομαι παράλληλα και το εξής: «Μπουνιουέλ» ο Λάνθιμος με «Αστακό», «Πίντερ» η Τσαγγάρη με «Chevalier»- κοινός παρονομαστής ο σεναριογράφος ΕΥΘΥΜΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ. Μπας κι είναι αυτός που φτιάχνει τις καριέρες και των δύο; Και τον ένα τον στέλνει προς τους μπουνιουελικούς σουρεαλισμούς , την άλλη την σπρώχνει προς τα πιντερικά χωράφια της «κενότητας». Διότι σεναριακά δείχνει πολύ καταρτισμένος, δείχνει γνώστης κάποιων κωδίκων και πάνω σε αυτούς τους κώδικες δουλεύουν οι σκηνοθέτες και βεβαίως τους σκηνοθέτες θα κοιτάξουν και ποτέ τους σεναριογράφοςυ αφού , τουλάχιστον ο χώρος της θεωρίας και της κριτικής, ηγεμονεύεται από τη θεωρία του auteur.
Εχει αρχίσει και με ενδιαφέρει το θέμα και σκέφτομαι να το παρακολουθήσω κι από αυτή τη σκοπιά, να δω πως εξελίσσονται κι ο Λάνθιμος κι η Τσαγγάρη αλλα κι ο Ευθύμης Φιλίππου μαζί με αυτούς. Πόσο συμμέτοχος θα παραμείνει στις εξελίξεις.
Είναι μια προσωπική παρατήρηση, που με απασχόλησε όμως πάρα πολύ καθώς παρακολουθούσα την ταινία και θεώρησα υποχρέωση μου να την διατυπώσω.