Εντελώς ξαφνικά, όμως, κι απότομα, εκεί που τον κορόιδευαν, τον χλεύαζαν, τον διέσυραν, ανακάλυψαν ότι έχει κάνει «αριστούργημα», ότι είναι «σπουδαίος» κλπ, κλπ και φυσικά κι αυτό είναι εξίσου γελοίο. Όχι επειδή δεν έχει κάνει αριστούργημα αλλά επειδή δεν γίνεται να βγάζει «αριστούργημα» κάποιος που μέχρι πριν μια εβδομάδα ήταν ένας «ρεζίλης». Ετσι απότομα αυτά δεν γίνονται. Οπότε ή δεν ήταν ρεζίλης ποτέ του και τον διέσυρε η προκατάληψη ή δούλεψε εξαιρετικά το publicity. Δεν ξέρω ποιοι το οργάνωσαν και δεν με ενδιαφέρει.
Επειδή όλα τα παραπάνω τα βρίσκω εξαιρετικώς ΝΟΣΗΡΑ, ο πρόλογος κι η πρώτη παράγραφος φτάνουν και περισσεύουν για την επισήμανση τους και στο κείμενο που ακολουθεί θα ασχοληθώ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ με το ΥΓΙΕΣ κομμάτι της ιστορίας αυτής που είναι η ίδια η ΤΑΙΝΙΑ.
Το «ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ» που έγραψε και σκηνοθέτησε ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΚΑΛΙΑΤΗΣ, αν δεν είναι «ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ», που ως λέξη ακούγεται ίσως «βαριά», είναι σίγουρα μία ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ ταινία! Είναι ο κινηματογράφος που έλειπε κα στα τελευταία χρόνια παίρνει μορφή, είναι αυτό που με έχει χαροποιήσει ξεχωριστά φέτος με το ελληνικό σινεμά, όπου βλέπω είτε καθιερωμένους είτε εξελισσόμενους είτε νέους σκηνοθέτες να σπάνε ταμπού, να απλώνονται, να ξεφεύγουν από εκείνα που καταδίκασαν τον ελληνικό κινηματογράφο στο σύνολο του (αφήνουμε απέξω τις εξαιρέσεις), κι ένα βασικό, το πιο βασικό στη δική μου κινηματογραφική αντίληψη, είναι πως τον είχαν αποκόψει από τις ρίζες του. Από τη συνέχεια του. Από τη σκυτάλη του. Η πρόοδος κι εξέλιξη είναι μια ΣΚΥΤΑΛΟΔΡΟΜΙΑ. Ολοι μας, σε όποια δουλειά κι αν βρισκόμαστε, σκυτάλη παραλαμβάνουμε, σκυτάλη κρατάμε, σκυτάλη παραδίδουμε. Χωρίς συνέχεια, δεν γίνεται τίποτα.
Το «Ενας άλλος κόσμος» ανήκει στο είδος του σινεμά που στην ουσία είναι κύριο ζητούμενο. Ισως όχι από τους κριτικούς, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό που είναι ζητούμενο από τον ίδιο τον ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ. Είναι το είδος του σινεμά που έχει κάτι να πει κι ο τρόπος με τον οποίο το λέει είναι ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΟΣ. Είναι η απόλαυση του δράματος, μια και στην περίπτωση μιλάμε για δράμα, είναι η εξέλιξη της τεχνικής και της εμφάνισης, το κράμα φόρμας και περιεχομένου.
Στην περίπτωση του Παπακαλιάτη, που την εξέλιξη του ως κινηματογραφιστής (σενάριο και σκηνοθεσία) την είχε δείξει ήδη στο «ΑΝ», έχουμε κάτι περισσότερο, πολύ περισσότερο. Και θα το πω: Εχουμε την καλύτερη ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ (κι ΟΧΙ απλώς ελληνική) ταινία πάνω στην Κρίση. Βρείτε μου μία ταινία που βγήκε από την Ευρώπη για την Κρίση. Για ΤΟ ΜΙΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.
ΜΟΝΟ ο ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΒΡΑΣ που είχε ΠΡΟΦΗΤΕΨΕΙ την επερχόμενη κρίση στο ανυπέρβλητο «ΤΣΕΚΟΥΡΙ» κι ως ευφυής άνθρωπος, επειδή ακριβώς την προφήτευε καθώς πέθαινε η ψευτο-ευμάρεια, φρόντισε να την κάνει «μαύρη κωμωδία», να το γυρίσει στο «γκροτέσκο» για να το περάσει καλύτερα. Διότι αν το αντιμετώπιζε «μετωπικά» ως δράμα, δεν θα το δέχονταν, θα έλεγαν τις αηδίες που λένε σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Από το Γαβρά και μετά, τι; Κι οι Αμερικάνοι, μόλις φέτος έκαναν έργο πάνω στην κρίση, πάνω στις επιπτώσεις της στον Ανθρωπο, (όχι τα παιχνίδια των χρηματιστηρίων που είναι περισσότερο παιχνίδια ακόμα κι όταν είναι ευφυή ή δύο τρία γαλλο-βελγικά που είναι για την «ανεργία» αποκλειστικά)), με τα «99 ΣΠΙΤΙΑ».
Στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, είτε θέλουν να το παραδεχτούν είτε δεν θέλουν, το έκανε ο Παπακαλιάτης.
Και το έκανε με τρόπο εξαιρετικό. Σε σενάριο και σκηνοθεσία, σε σύλληψη και εκτέλεση, με γνώση αλλά και τόλμη , με το δράμα να το κοιτάει κατάματα, να μην το φοβάται και να το φτάνει στην απόλυτη κορύφωση. Χωρίς να τρέμει μην τον κατηγορήσουν για «μελό», για τούτο, για κείνο, για το άλλο. Ο Παπακαλιάτης τα σερβίρει λίγο λίγο κι από ταινία σε ταινία αυτά που κατακτά και ξέρει τους κανόνες καλύτερα από αυτούς που θα τον κρίνουν. Το πόσο του εκτίμησα την κορύφωση του δράματος που την πάει στα άκρα και που μόνο έτσι θα «καθαριστούμε» κι εμείς οι θεατές από τις τρεις δραματικές ιστορίες της Κρίσης που τη βιώνουμε κι εμείς, ούτε που το συζητώ.
Ηταν το πρόβλημα μου ανέκαθεν, με σκηνοθέτες καλούς, Ελληνες εννοώ, που πάντα τα χάλαγαν στο τέλος. Δεν θέλω να πω ονόματα , θέλω μόνο να επισημάνω ότι πήγαιναν να αφηγηθούν μια ανθρώπινη, δραματική ιστορία με κοινωνικό περιεχόμενο και την τάραζαν στην αποδραματοποίηση. Μην τυχόν και γογγύξουν οι «συμμορίες» που λυμαίνονταν τον κινηματογράφο. Ποιος τολμούσε να κάνει δράμα; Θα άκουγε τα εξ αμάξης. Αλλωστε, το δράμα το ΄χουν εξαφανίσει από το λεξιλόγιο και έχουν βάλει στη θέση του το «μελό» για κάθε τι που κορυφώνεται και συγκινεί.
Ε. ο Παπακαλιάτης αυτούς τους κάβους τους έλυσε και τους υφάλους τους προσπέρασε με γνώση και τόλμη.
Ναι, είναι δράμα το έργο, πολύ δράμα. Είναι αυτό που λέει ο Αρθουρ Μύλερ ότι «ο συγγραφέας καλεί το κοινό να απολαύσει το δράμα».
Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το «Ενας άλλος κόσμος»
Μας καλούν να απολαύσουμε ένα δράμα. Κι αυτό το δράμα είναι εμπνευσμένο από την Κρίση. Και τις επιπτώσεις στον Ανθρωπο αλλά και στον Ερωτα. Οπου έχει εντάξει, επίσης με περίτεχνο τρόπο, στο σενάριο και τα των αρχαίων Ελλήνων περί Ερωτος και τα παντρεύει με την κρίση… Ναι, ναι, ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΖΗΛΕΨΟΥΝ. Οσο κι αν δούλεψε το «publicity», προσωπικά υποψιάζομαι ότι θα τα ξανακούσει. Αποκλείεται αυτό το έργο να μην ξυπνήσει συναισθήματα ζηλόφθονα.
Τρεις ιστορίες… Στην πρώτη, ένα κορίτσι που δέχεται ένα βράδυ επίθεση από αγνώστους, σώζεται από ένα Σύρο συνομήλικο της. Ο πατέρας της, είναι φασίστας, που έχει του κόσμου τα πράγματα να καταθέσει για το πώς έφτασε ως εκεί, τα παιδιά ερωτεύονται…
Στη δεύτερη ιστορία, ένα διευθυντικό στέλεχος πολυεθνικής εταιρίας ζει τα συζυγικά του προβλήματα αλλά και τα επαγγελματικά του μια κι η εταιρία ετοιμάζει απολύσεις.. Και πάνω εκεί ερωτεύεται μια ζόρικη Σουηδέζα που έχει έρθει για να κάνει εκκαθαρίσεις στην εταιρεία..
Στην τρίτη ιστορία , ένας φιλέλληνας Γερμανός, συνταξιούχος, γνωρίζεται στο σουπερμάρκετ με μια απελπισμένη μεσόκοπη που δεν της φτάνουν τα χρήματα να γεμίσει το καρότσι της… Κι ο Θεός Ερωτας γίνεται αντικείμενο μαθήματος του Γερμανού προς την μεσόκοπη που τους οδηγεί στα άδυτα του τιμημένου Θεού….
Μόνο που τα αποσιωπητικά στο τέλος της κάθε ιστορίας, δεν τα έβαλα τυχαία. Ετσι νομίζαμε κι οι θεατές πως κάπου εκεί τέλειωνε το κάθε επεισόδιο, που μας είχε συγκινήσει, μας είχε γλυκάνει αλλά από κάπου περιμέναμε την απογείωση και δεν ξέραμε από πού.
Οι τρεις ιστορίες θα συνδεθούν μεταξύ τους κι εκεί το κτιζόμενο κι από τις τρεις δράμα , θα φτάσει σε υψηλή κορύφωση.
ΑΨΟΓΟ. Και σεναριακά και σκηνοθετικά και κινηματογραφικά … κι η μουσική του ΚΩΣΤΑ ΧΡΗΣΤΙΔΗ που έχει συνθέσει τρία διαφορετικά μοτίβα για τις ιστορίες αλλά και τόσο διακριτικά περασμένα χωρίς να «καπελώνουν» (τον είχαμε γνωρίσει μαζί με το Μίνωα Μάτσα στο «Εντουαρντ» της Αγγελικής Αντωνίου) σαν να έφερε ένα ήχο από το σύγχρονο, ξένο σινεμά και τον ενσωμάτωσε.
Και φυσικά περνάμε στη ΜΕΓΑΛΗ ΗΘΟΠΟΙΙΑ, που χαρακτηρίζει το φιλμ.
Μιλάμε για πραγματικά μεγάλη ηθοποιία. Η ΜΑΡΙΑ ΚΑΒΟΓΙΑΝΝΗ είναι εκτός ποιοτικού ελέγχου, η ερμηνευτική της ποιότητα δεν οριοθετείται, δεν ορίζεται. Η γυναίκα είναι εκπληκτική όπου εκτός των άλλων έχει κάνει το εξής: Πατά τόσο γερά στην κωμική της προσωπικότητα, στο είδος που ξέρει, την κωμωδία, ώστε μέσα από αυτήν προσεγγίζει το δράμα. Με αποτέλεσμα να βγάζει δραματική ερμηνεία υψηλής περιωπής κι όχι εκείνη που συνήθως βλέπουμε από κωμικούς ηθοποιούς όταν πάνε να παίξουν δράμα που συνοφρυώνονται. Η φοβερή Καβογιάννη το παίζει πάνω στους τόνους που μας έχει παίξει την κωμωδία. Εδώ πιά μιλάμε για απόλυτο εξουσιασμό των εκφραστικών μέσων από ηθοποιό , για το ότι ακόμα και «κωμικά» μιλώντας, μπορεί και πιάνει το δράμα στην αποθέωση του και στη λεπτότητα του.
Από δίπλα, ο άλλος σπουδαίος. Ο οσκαρούχος Τζ.Κ.ΣΙΜΜΟΝΣ του «Χωρίς Μέτρο». Το ζευγάρι του με την Καβογιάννη, είναι η απόλαυση της υποκριτικής Τέχνης στον κινηματογράφο όπου βλέπεις να παίζουν δύο διαφορετικές ερμηνευτικές ιδιοσυγκρασίες και να φτιάχνουν μια «συμφωνία». Εννοείται πως ερμηνεύου και χαρακτήρες αντίθετου ταμπεραμέντου κι είναι καταπληκτικοί κι οι δύο, καταπληκτικός ο καλλιτέχνης, πόσο αβίαστα παίζει, τι εσωτερικότητα, τι κινηματογραφικότητα, πως υποβάλλει την ευαισθησία του ρόλου χωρίς να την επιβάλει.
ΜΗΝΑΣ ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑΣ. Ο έτερος (ή μάλλον ο… τρίτος) Καππαδόκης. Της ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗΣ. Α, δεν θα του κάνω μνημόσυνο. Διότι το κείμενο δεν έχει συναισθηματική αφετηρία, έχει, όμως, συναισθηματική κατάληξη. Το ότι δυστυχώς δεν θα τον ξαναδούμε ενώ η ερμηνεία μας θυμίζει τι ηθοποιός ΕΙΝΑΙ! (Νάναι καλά ο κινηματογράφος που διασώζει). Ο Χατζησάββας φτιάχνει ένα φασίστα που στο ξεκίνημα τόσο πολύ τον δικαιολογεί ώστε να τον «κτίσει» και καθοδόν πόσο έντεχνα τον υπονομεύει και τελικά τον ισοπεδώνει ακολουθώντας με δική του δημιουργική παρέμβαση το σενάριο. Με ένα φινάλε , φοβερό και τρομερό, που σαφώς κι είναι δανεισμένο από το «Νονό μέρος τρίτο» αλλά το έγραψα και πρόσφατα: Οι δανεισμοί είναι νόμιμοι, οι επιδράσεις θεμιτές.
Α, θα αναφέρω κι άλλον ένα που είναι supporting σε ιστορία, συγκεκριμένα στη δεύτερη, με τον διευθυντή και τη Σουηδέζα, τον ΟΔΥΣΣΕΑ ΠΑΠΑΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟ. Είναι η ιστορία στην οποία παίζει ο Παπακαλιάτης. Προς τιμήν του κι επειδή υπερασπίζεται το έργο του κι επειδή έχει φτιάξει ένα σύντομο ρόλο, της μία σκηνής και ξέρει ( ο Παπακαλιάτης) πως ο ρόλος αυτός είναι πολύ σημαντικός μέσα στη συντομία του και για να φανεί η αξία κι η τραγικότητα θέλει ΗΘΟΠΟΙΟ με περγαμηνές, δίνει το ρόλο στον Παπασπηλιόπουλο. Ξέροντας ότι σε υποκριτικό επίπεδο θα του πάρει τη σκηνή. Δεν το είδε όμως έτσι και μπράβο του, διότι το είδε ότι ένας καλός ηθοποιός του ΑΝΕΒΑΖΕΙ τη σκηνή.
Και φτάνουμε στον Παπακαλιάτη ηθοποιό όπου κουμπώνει αυτό που θα πω με εκείνο που μόλις διαβάσατε ότι θες γιατί εξουσιάζει πλέον τα μέσα του, θες γιατί ξέρει πόσα ξέρει, θες γιατί πατά πιο γερά στα πόδια του άρα του φεύγουν κι οι ανασφάλειες, έχει μετριάσει πολύ μα παρά πολύ το ναρκισσισμό του. Ηταν αυτό που του είχα «ψέξει» στο «ΑΝ» ως ακόμα μη κατακτηθέν. Εδώ φαίνεται κι από τον τρόπο παιξίματος του, κι από το ότι στα credits το όνομα του το έχει τέταρτο αλλά κι από την επιλογή του Παπασπηλιόπουλου όπου εκεί λειτουργεί ως σκηνοθέτης-σεναριογράφος κι όχι ως σταρ άρα έχει δώσει και μάχη με το ναρκισσισμό του.