Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι από τους πιο συνεπείς με τον εαυτό τους ανθρώπους του ελληνικού σινεμά. Για μένα προσωπικά είναι ο μόνος αληθινός εκφραστής- και το λέω με πλήρη επίγνωση λόγου- της «nouvelle vague» στην Ελλάδα. Είναι το σινεμά που τον γαλούχησε, που τον επηρέασε, που το σπούδασε και στον τόπο του κι είναι κι ο πιο κοντινός στην «γκονταρική» εκδοχή της σχολής αυτής , διότι μην ξεχνάμε ότι από αυτή τη «σχολή» βγήκαν κι ο Τρυφφώ κι ο Σαμπρόλ που δεν έχουν σχέση με το γκονταρικό σινεμά. Ο Παναγιωτόπουλος έχει άμεση σχέση και προς τιμήν του, δεν το έχει μιμηθεί, το έχει κάνει όλα αυτά τα 40 και κάτι χρόνια με απόλυτα δικό του τρόπο, το έχει κάνει δικό του. Όπως λέμε και στην κριτική, οι δανεισμοί είναι νόμιμοι, οι επιδράσεις είναι θεμιτές! Το έλεγε κι η μεγαλύτερη κριτικός αυτού του τόπου, η θεατρική «ΑΛΚΗΣ ΘΡΥΛΟΣ»(Ελένη Ουράνη)
Δεν είμαι οπαδός αυτού του σινεμά, δεν έχει , όμως, και τόση σημασία. Σημασία στην κριτική έχει να μπορείς να βλέπεις και να αναγνωρίζεις τι κάνει ο καλλιτέχνης κι όχι να απορρίψεις κάτι που δεν σηκώνει το γούστο σου. Τότε δεν είσαι κριτικός, είσαι ένας απλός θεατής και μάλιστα περιορισμένων ορίων.
Ο Παναγιωτόπουλος έχει κάνει όλα αυτά τα χρόνια τις αλα «γκονταρική nouvelle vague» πλακίτσες του, με ολοκλήρωση, συνέπεια, ύφος και προσωπική υπογραφή. Επιπλέον, έχει κάνει και δύο ταινίες, που ήσαν έξω από αυτή τη λογική, πήγαιναν περισσότερο προς το πιο «ακαδημαικό» ας το πούμε σινεμά, κι αναφέρομαι στον «Εργένη» και προπαντός στο «ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΜΕΝΕΙ», όπου έδειξε πως είναι αληθινός σκηνοθέτης, ότι κατέχει το μέσον , πως αν χρειαστεί να κάνει κάτι «κανονικό» ΕΙΝΑΙ σε θέση να το κάνει και να το κάνει και καλά. Στο σημείο αυτό τον παραλληλίζω (κι όχι τον «συγκρίνω») με τον Ντέηβιντ Λυντς, ο οποίος έχοντας κάνει τον «Ανθρωπο Ελέφαντα» σε ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ να δεις με άλλο μάτι το «Μπλε Βελούδο» και το «Mulholland Drive» και να αναγνωρίσεις το δικαίωμα σε ένα προσωπικό σινεμά αλλά και να το εκτιμήσεις. Και να καταλάβεις όμως και τις ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στις δύο τελευταίες ταινίες και στο «Lost highway»
Ετσι και στον Παναγιωτόπουλο, η «Κόρη του Ρέμπραντ» τείνει προς «lost highway»μεριά κι όχι προς «Mullholand» ή προς «βελούδο»
Δεν είναι εδώ στην καλύτερη του ώρα. Το εύρημα είναι εξασθενημένο , επαναλαμβάνεται, και μόνο προς το δεύτερο μέρος πάει να αναπτυχθεί αλλά δεν τα καταφέρνει , δεν ολοκληρώνεται. Η ιδέα, όπως τη διαβάζεις στο χαρτί, δείχνει να έχει πλάκα. Σε μια δεξίωση, που κυκλοφορούν λογής λογής τύποι της ανώτερης κοινωνίας και κυρίως του διπλωματικού σώματος, υπάρχει ένας πίνακας του Ρέμπραντ που μπορεί και στην πραγματικότητα να μην υπήρξε ποτέ, να μην ήταν του Ρέμπραντ, να ήταν πλαστός ή κοροιδία προς όλους αυτούς τους δήθεν φιλότεχνους.
Ο Παναγιωτόπουλος το διανθίζει με αστειάκια της δικής του κοπής αλλά δεν έχουν έμπνευση, δεν λειτουργούν, δεν βγάζουν αστείο. Ξαναβλέπουμε, συχνά και πυκνά, τα όποια ευρήματα, να επαναλαμβάνονται σχεδόν επακριβώς. Όπως για παράδειγμα της προισταμένης προσωπικού που την έχει φτιάξει θαυμάσια η ΑΛΕΞΙΑ ΚΑΛΤΣΙΚΗ, κι είναι από τους ηθοποιούς που ξεχωρίζουν, όπως ξεχωρίζει κι η ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΤΣΟΥΚΑ στην κωμικοποίηση ενός προτύπου που φτιάχνει, αλλά κι αυτής το «εύρημα» επαναλαμβάνεται.
Από τους άνδρες ηθοποιούς ξεχώρισα τον ΧΡΗΣΤΟ ΛΟΥΛΗ ως πιο κοντινό στο πνεύμα Παναγιωτόπουλου που το βγάζει χωρίς κωμικές υπογραμμίσεις κι έτσι περνά αποτελεσματικότερα το «παράλογο»
Αλλους ηθοποιούς τους βρήκα αμήχανους όπως τον ΛΑΚΗ ΛΑΖΟΠΟΥΛΟ και τον ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΕΖΟ. Του Λαζόπουλου ειδικά του περιόρισε πολύ τα εκφραστικά, κωμικά μέσα κι άφησε την εντύπωση ότι στον ρόλο-μη-ρόλο νιώθει άβολα. Σαν να κουβαλά ένα βάρος.
Ούτε και στη μουσική, η συνεργασία με τον ΣΤΑΜΑΤΗ ΚΡΑΟΥΝΑΚΗ ήταν στην καλύτερη της ώρα. Καμμία σχέση με τις προηγούμενες συνεργασίες τους όπως στο «Αυτή η νύχτα μένει» ή στο «Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου» όπου ο ένας έκοβε κι ο άλλος έραβε..
Όλα τα παραπάνω, τα αποδίδω στο ότι έλειπε η συγκεκριμένη γραμμή, ο συγκεκριμένος στόχος. Κάπου εδώ νομίζω χάθηκε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και κάπου εδώ δεν μπόρεσαν να τον ακολουθήσουν κι οι συνεργάτες μη έχοντας το υλικό που θα τους έδινε έστω την άκρη του κουβαριού.
Εμεινε μόνο η φωτογραφία του ΚΩΣΤΗ ΓΚΙΚΑ που είχε κάτι συγκεκριμένο να κάνει, να φωτίσει με «λούσο» τη δεξίωση και τους χώρους φυσικά στους οποίους αυτή λαμβάνει χώρα.
Οσο για τη δεξίωση, παραδέχομαι ότι την κίνησε ωραία ο σκηνοθέτης αλλά αυτή η συνήθεια που παρατηρήθηκε εδώ και χρόνια στο λεγόμενο «νέο ελληνικό κινηματογράφο» να γεμίζουν πλάνα με πρόσωπα από τους χώρους της κινηματογραφίας, είναι παλιάς κοπής, δεν αποδίδει , είναι ντεμοντέ. Στα Φεστιβάλ και στις «αβαν πρεμιέρ» μπορεί να γελούν μεταξύ τους καθώς αναγνωρίζουν τον τάδε ή τον δείνα αλλά όταν έρχεται η ώρα να τη δει κοινό, τα πρόσωπα αυτά δεν του λένε τίποτε κι η δεξίωση, σε μεγάλο βαθμό, στα μάτια των θεατών απογυμνώνεται. Λειτουργεί στις «αβάν-πρεμιέρ», «χάνεται» στις κανονικές προβολές.
Και κάτι τελευταίο: Για πρώτη φορά σε σκηνή τουρτοπόλεμου δεν γέλασα. Δεν αποκλείεται να βρεθούν θεωρητικο-κριτικοί και να μας «δασκαλέψουν» πως «ο σκηνοθέτης αποδομεί τον τουρτοπόλεμο». Επειδή διέκρινα αρκετούς να περιφέρονται στη δεξίωση κάνοντας τους κομπάρσους του σκηνοθέτη.