Κι εδώ ταινία νοσταλγίας έχουμε κι όχι μόνο νοσταλγίας αλλά και βιωμάτων- πάλι. Όμως είναι διαφορετικό το νοσταλγικό αντικείμενο καθώς και τα βιώματα που έχει εδώ να αποτυπώσει . Ξεκινά από την παιδική ηλικία μεν αλλά ως προεισαγωγή στον ήρωα που είναι ένα ιδιαίτερο άτομο και που τον δείχνει με την ανάλογη χάρη που είχε δείξει και στην «Πολίτικη Κουζίνα» τον αντίστοιχο ,και στη συνέχεια τον μεταφέρει στο Πανεπιστήμιο, στα φοιτητικά χρόνια, στη δεκαετία 70, στην ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ καταγραφή μιάς εποχής και μιάς κοινωνίας ανθρώπων, στα συναισθήματα του φοιτητή ήρωα, στη σχέση του με τις κοπέλες, αλλά και στην αναδεικνυόμενη σχέση του με τους φακούς, με τις κάμερες, με τις ιστορίες και τελικά με το σινεμά.
Τόνισα τη λέξη «υποκειμενική» ως προς την καταγραφή. Μα αυτό δεν είναι μομφή. Το αντίθετο. Αλίμονο, αν μια εποχή- στη συγκεκριμένη περίπτωση τη δεκαετία του ’70- την έχουμε ζήσει ΟΛΟΙ με τον ίδιο τρόπο και τις ίδιες εμπειρίες. Θα ήταν παλαβό. Ακόμα και στους ίδιους χώρους, ο κάθε άνθρωπος που βρέθηκε κατέγραψε εντελώς διαφορετικά την κατάσταση, δοκίμασε εντελώς αλλιώτικη εμπειρία, έζησε δικά του ξεχωριστά βιώματα.
Ο Τάσος Μπουλμέτης καταγράφει τα δικά «του» βιώματα και τα κάνει βιώματα του ήρωα του. Γενικώς, με τις δύο ταινίες του μας επιτρέπει ο ίδιος να τον χαρακτηρίσουμε σκηνοθέτη βιωμάτων και θεωρώ προσωπικώς ότι είναι και το μεγάλο του προσόν. Εχει την ικανότητα να μεταφέρει βίωμα στην οθόνη , να το αναπλάσει, να το αναδημιουργήσει, να το κάνει πιστευτό. Επειδή έχω ζήσει ανάλογα βιώματα κι έχω βρεθεί στους ίδιους χώρους με αυτούς που βρέθηκε ο Μπουλμέτης και σίγουρα ο ήρωας του, έχω να πω ότι δεν στέκομαι στην αλήθεια των καταστάσεων, η οποία ΙΣΧΥΕΙ, αλλά στον τρόπο μετάπλασης της στην οθόνη κι αυτό είναι το στοιχείο που του αναγνωρίζω στον υπέρτατο βαθμό. Ότι το κάνει πιστευτό, και στην Τέχνη αυτό είναι το κύριο ζητούμενο: Την ώρα που βλέπεις ένα πράγμα να πείθεσαι ότι είναι πραγματικά έτσι! Στην περίπτωση του Μπουλμέτη και του «Νοτιά» δεν είναι μόνο έτσι , που κι άλλοι έχουν καταγράψει μια αλήθεια αλλά που δεν έφτασε στο στόχο της, μα και σε πείθει ότι είναι έτσι.
Εχει μετατρέψει σε σεναριακά ευρήματα τα ίδια τα γεγονότα , ειδικά εκείνο το ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ κομμάτι των φοιτητικών συνελεύσεων που βάζουν τα πάντα σε ψηφοφορία ακόμα και για ποιο φακό θα χρησιμοποιήσουν για να κάνουν το φοιτητικό φιλμάκι τους , και με ένα γέλιο δικό μου, κάπως ηχηρό στη μεγάλη αίθουσα, επειδή αναγνώρισα τόσο την αλήθεια όσο και την κινηματογραφική μετατροπή της, παρασύρεται κι ανταποκρίνεται όλη η αίθουσα. Η οποία συναποτελείται από κοινό ποικίλων ηλικιών που κι αν ήταν της ίδιας γενιάς κι ηλικίας με τον Μπουλμέτη ή με τον υπογράφοντα δεν ήταν υποχρεωτικό να έχουν κοινό βίωμα τη φοιτητική συνέλευση του θεατρικού τμήματος του πανεπιστημίου, άρα γελούν ανταποκρινόμενοι στην πειστικότητα του ευρήματος κι όχι στη «ρεπορταζιακή» αλήθεια.
Ας μη σταθώ όμως άλλο σε αυτή τη λεπτομέρεια, η οποία δεν είναι λεπτομέρεια αλλά η βάση της ταινίας. Η υποκειμενική καταγραφή μιάς εποχής, μιάς κατάστασης που επαναλαμβάνω δείχνει την ικανότητα του στη διακωμώδηση αλλά και στην τρυφερή αναθύμηση μιας εμπειρίας, στην ανάκληση ενός συναισθήματος.
Ολη η ταινία είναι έτσι φτιαγμένη, όλο το φιλμ κυλά σαν «Νοτιάς», σαν ένας αέρας, με το εξαίρετο για μια ακόμα φορά μοντάζ του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΥΡΟΨΑΡΙΔΗ, που σε πηγαινοφέρνει γλυκά σε ένα κόσμο που σου γεννά μπροστά στα μάτια σου, ένα κόσμο διαφορετικό (όπως και στην «Πολίτικη κουζίνα») από αυτόν που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Η ματιά του είναι και πάλι πολύ τρυφερή, η ωρίμανση του φαίνεται στην συγκρότηση που εδώ είναι απείρως πιο παρούσα, στην απουσία ασύνδετων επεισοδίων, όπως ήταν το τρίτο μέρος της «πολίτικης κουζίνας» με το love story που μου φαινόταν ασύνδετη προσθήκη για δημιουργία καλών εντυπώσεων.
Φαίνεται η ωριμότητα και στη χρήση της μουσικής της ΕΥΑΝΘΙΑΣ ΡΕΜΠΟΥΤΣΙΚΑ, όπου εδώ οι ενορχηστρώσεις είναι πιο «ήπιες», γλυκαίνουν, κεντρίζουν, συνοδεύουν τα συναισθήματα χωρίς να ακούγονται εκείνες οι «συμφωνικές» σαν να επρόκειτο για έπος.
Επίσης και με τους ηθοποιούς τα έχει πάει μια χαρά. Ο νεαρός πρωταγωνιστής ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΑΡΡΟΣ παρά την απειρία του διαθέτει εκείνη την υπέροχη φοιτητική φατσούλα που δεν θα μπορούσε να εκφράσει καλύτερα τον « Σταύρο», τον ήρωα του σεναρίου.Κι από τις κοπέλες της ιστορίας ξεχώρισα την «Αλίκη» (Χαρά Μάτα Γιαννάτου;- προσπαθώ να βρω το cast με αντιστοιχίες ηθοποιών και ρόλων και δεν το βρίσκω.) Εδωσε ένα πολύ ολοκληρωμένο τύπο κοπέλας, ένα χαρακτήρα. Κι η άλλη κοπέλα, η "Μπέττυ" (Μελισάνθη Μάχουτ;) το έφτιαξε πολύ καλά το μέρος της. Η ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗ φτιάχνει ένα εκπληκτικό συνδυασμό ΜΗΤΕΡΑΣ-ΣΥΖΥΓΟΥ εκείνης της γενιάς όπου σε όλο το παίξιμο της συνυπάρχουν τόσο αξεδιάλυτα το κωμικό με το δραματικό, χωρίς κανένα εκ των δύο να υπερτονίζεται κι ουδέποτε η γυναίκα αυτή να καρικατουρο-ποιείται. Αυτό το αναλαμβάνουν και πολύ σωστά τα κοστούμια της ΕΥΑΣ ΝΑΘΕΝΑ που σχολιάζουν κι υπογραμμίζουν την εποχή. Ειρήσθω εν παρόδω, να αναφέρω και τη συνεργασία διευθυντή φωτογραφίας ΣΙΜΟΥ ΣΑΡΚΕΤΖΗ και υπεύθυνου σκηνογραφίας ΣΠΥΡΟΥ ΛΑΣΚΑΡΗ στην «αίσθηση» της εποχής ακόμα κι όταν η ίδια η Αθήνα, έτσι όπως γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε, τους…. «προδίδει». Ο ΘΕΜΗΣ ΠΑΝΟΥ στο ρόλο του ας τον πούμε «θείου» παίζει χωρίς να «παίζει», έχει κάνει το ρόλο άνθρωπο. Κι ο ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΧΑΝΟΣ στο ρόλο του πατέρα ανταποκρίνεται στο κλίμα αν και ως σύλληψη ο ρόλος έχει στοιχεία πατέρα «πολίτικης κουζίνας» όπου εκεί καραδοκεί το φάντασμα του Ιεροκλή Μιχαηλίδη κι υποβάλει σε συγκρίσεις, αν και δεν θα έπρεπε…
Στα «σύντομα» τους τόσο ο ΟΜΗΡΟΣ ΠΟΥΛΑΚΗΣ όσο κι ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΗΜΕΛΛΟΣ ζωγράφισαν «κάτι» κι ήταν εξαίρετη η συνολική επιλογή των ΑΓΟΡΙΩΝ της παρέας.
Το πιο μεγάλο επίτευγμα του Τάσου Μπουλμέτη, που με εντυπωσίασε, στη σχέση με τους ηθοποιούς, είναι η χρησιμοποίηση της ΖΩΖΩΣ ΣΑΠΟΥΝΤΖΑΚΗ. Όταν είχα διαβάσει ότι θα συμμετάσχει ως guest η Ζωζώ, είχα ελαφρώς ανησυχήσει μη και δούμε καμιά ειρωνεία πάνω στα 70ς, ως «κόντρα» με το φοιτητικό περιβάλλον και τέτοια. Όχι μόνο δεν είδαμε τέτοιο αλλά ο Μπουλμέτης τη χρησιμοποίησε με την μεγαλύτερη σοβαρότητα κι όχι μόνο δεν της έδωσε μια εμφάνιση τύπου guest, για το ρόλο μιάς καφετζούς και που και σε αυτό ακόμα το λίγο, τη χρησιμοποιεί σοβαρά… Μα έκανε και κάτι περισσότερο που καλλιτεχνικά τον τιμά: Την έκανε ΗΘΟΠΟΙΟ. Της επιφύλαξε σκηνή εξομολόγησης για το δεύτερο μέρος, της έδωσε μονόλογο, την έβαλε μπροστά στο φακό να εξομολογηθεί τα της δικής της ζωής (της ηρωίδας εννοώ, όχι της Ζωζώς) κι από τύπο στις δύο πρώτες της σκηνές, τη μετέβαλε στη συνέχεια σε χαρακτήρα. Η Σαπουντζάκη αποκάλυψε μία πλευρά της που ως τώρα κανείς δεν της είχε δώσει την δυνατότητα να το πράξει: Να ανταποκριθεί σε δραματικό ρόλο και μάλιστα τόσο μετρημένα που να γίνεται κι αφοπλιστική.
Να πάμε όμως λίγο και στα…. «δυσάρεστα»;
Το ένα είναι πως πράγματι είναι τόσο υποκειμενική η «ματιά» κι η όλη ταινία ώστε να ελέγχεται ως «εγωκεντρική». Με την έννοια ότι το κοινωνικό και το προσωπικό στοιχείο δεν εναλλάσσονται, δεν ζυμώνονται παρά μόνο ως απόηχος κάποιων ειδήσεων που έρχονται έξωθεν με αποτέλεσμα να μην πιάνει βάσεις στέρεες. Θυμηθείτε τον «Φόρεστ Γκάμπ» και πως τα γεγονότα επιδρούσαν κάθε τόσο στη διάπλαση του και στο πως τα έβλεπε μέσα από αυτό που ο ίδιος ήταν. Κι εδώ βλέπουμε την απόπειρα ενός τέτοιου πλησιάσματος αλλά δεν δηλώνονται καν οι παρατάξεις ας πούμε ή τα όσα συμβαίνουν παρά μόνο με γενικότητες , τη στιγμή που το έργο αναφέρεται σε υπαρκτή εποχή κι όχι σε υποτιθέμενο χρόνο ή σε υποτιθέμενη χώρα, σαν να ήταν ένα παραμύθι. Σαν να μην αποκτά ρίζες..
Το δεύτερο σημαντικό μείον στην αντίληψη μου είναι το φινάλε. Το ότι δεν υπάρχει φινάλε. Ενώ έχει δομηθεί μια αφήγηση που περιμένουμε πως κάπου θα μας οδηγήσει. Ο ήρωας δεν καταλήγει πουθενά. Τα «εμπόδια» που έμπαιναν από το σενάριο στο να φτάσει κάπου , προδόθηκαν από το «κάπου» που μετεβλήθη σε «πουθενά». Κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα, επειδή ακριβώς είναι φινάλε, να αισθάνεται ο θεατής αμήχανα. Δεν είδε ούτε δικαίωση ούτε τιμωρία ούτε περιπλάνηση του μοναχικού ήρωα.
Οπερ, το σενάριο στις ταινίες του Τάσου Μπουλμέτη παραμένει θέμα ανοιχτό. Λογικά είναι το επόμενο στάδιο προς κατάκτηση.