Μια τέτοια περίπτωση είναι το «ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ» του ΡΟΝ ΧΑΟΥΑΡΝΤ. Ξεκινά με μια πολύ καλή, θα έλεγα, ιδέα (που βασίζεται κι αυτή σε βιβλίο όπως μας πληροφορούν οι τίτλοι φινάλε) αλλά τελειώνει με μια πολύ καλή παραγωγή- και μόνο. Το ενδιάμεσο που του λείπει είναι αυτό που το αποτρέπει από τα να συμπεριλαμβάνεται στις λίστες των ΟΣΚΑΡ μα κι αυτό που διαθέτει ως ενδιάμεσο είναι αυτό που αποκαλούσαμε από παλιά «μια μέση καλή ταινία».
«Μέση καλή ταινία» σημαίνει πως μας ψυχαγώγησε, μας ευχαρίστησε στην παρακολούθηση, «σκοτώσαμε» ευχάριστα το δίωρο μας και ίσως μετά από λίγο να μη μας έμεινε κάτι, παρά μόνο θολές, ακαθόριστες εικόνες από περιπέτεια στη θάλασσα.
Η καλή ιδέα είναι πως σκέφτηκαν να κάνουν ένα φιλμ πάνω στα αληθινά γεγονότα που υποτίθεται πως ενέπνευσαν τον Χέρμαν Μέλβιλ να γράψει το «Μόμπυ Ντικ». Κι όχι ένα remake του «Μόμπυ Ντικ» που κι εκείνο, οι «μαινόμενοι» κριτικοί του 1956-57, κι ας ήταν του «βιβλιοφάγου» Τζον Χιούστον, το είχαν καθυβρίσει. Και ιδίως τον πρωταγωνιστή Γκρέγκορυ Πεκ κι ας ήταν ένας σοβαρός ηθοποιός. Ετσι γίνεται με το μένος, με τους μαινόμενους, με τις μαινάδες. Κάπου πρέπει να ξεσπάσουν την όποια «μανία» τους και βρίσκουν συνήθως έναν «εύκολο» στόχο.
Παρακολουθούμε λοιπόν τα πρόσωπα που επιβιβάζονται σε αυτό το φαλαινοθηρικό στη Νέα Αγγλία του 1820 και οδεύουμε μαζί τους προς την περιπέτεια που θα οδηγήσει το φαλαινοθηρικό στην διάλυση αλλά και στην «επαφή» με την τεράστια φάλαινα…..
Επιβιβαζόμαστε στο πλοίο, έχουμε μάθει την προιστορία κάποιων και παρακολουθούμε και τους υπόλοιπους αλλά η κάμερα όλο και ξεφεύγει από αυτούς και ψάχνει να βρει τη θάλασσα. Να βρει τις κακοκαιρίες, να βρει τα άγρια πλάσματα των ωκεανών που καραδοκούν για πλοία και ναυτικούς, να δείξει αστραπόβροντα, σκοτεινιάσματα ουρανών, θύελλες, καταιγίδες και τρικυμίες και ενίοτε θυμάται να στρέψει και πάλι τις μοίρες της και να κεντράρει σε αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια των ναυτικών για επιβίωση και να καταγράψει την αγωνία. Τις αγωνίες. Με τον τρόπο που τις καταγράφει μια θεαματική, χολυγουντιανή περιπέτεια. Όμως, μόνο αυτές! Παρόλο ότι πάνω στο πλοίο αναπτύσσονται και σχέσεις τύπου «Ναυτική Ανταρσία» με κάποιον ηγετικό «Φλέτσερ Κρίστιαν» κι ένα τυραννικό «Κάπταιν Μπλάι». Μα κι αυτά δεν αναπτύσσονται, ίσως κι επειδή η ταινία δεν θέλει να ξεφύγει από «προπάτορας» του «Μόμπυ Ντικ» και να γίνει remakeτης «Ναυτικής Ανταρσίας». Μα κι η «Ναυτική Ανταρσία», σε ΟΛΕΣ τις εκδοχές της που γυρίστηκε, στο θέαμα και στην περιπέτεια έριξε το βάρος και μέσα από αυτήν πρόβαλε τα δύο αντίπαλα αρχέτυπα.
Εδώ τα προσπερνάει όλα και κυνηγάει το θέαμα. Δεν μπορώ να πω ότι αυτό που μας έδειξε ως θέαμα ήταν ένα θέαμα κακό ώστε να προκαλεί αγανάκτηση. Απλώς ήταν ένα θέαμα αλλοτινών καιρών. Αυτό μπορείς να της το επισημάνεις κι είναι η απόλυτη αλήθεια. Αλλωστε, τέτοιου τύπου σκηνοθέτης είναι ο Ρον Χάουαρντ έχει μια παλιοκαιρίσια προσέγγιση στα πράγματα . Δεν είναι θέαμα που ανταποκρίνεται στα σημερινά δεδομένα των blockbuster του Χόλυγουντ. Ως παλιοκαιρίσιο όμως μπορεί και προσφέρει την ψυχαγωγία του στους θεατές εκείνους που θα πάρουν την οικογένεια και θα πάνε όλοι μαζί το βράδυ σινεμά. Κι αυτούς τους ανθρώπους το «Στην καρδιά της θάλασσας» δεν τους προδίδει, δεν τους απογοητεύει, δεν λένε ότι έκλαψαν τα λεφτά τους.
Οι κριτικοί όμως κι ειδικότερα οι σύγχρονοι παθαίνουν «κάτι» με τέτοια θεάματα όπως παθαίνουν κι όταν δουν «οικογενειακή κωμωδία». Θυμούνται ότι οι ίδιοι ακούνε μόνο «ρόκ» ή «σκληρό heavymetal» , τουλάχιστον έτσι δηλώνουν, κι όταν δουν «οικογενειακό» (κι ας είναι οικογενειάρχες κι οι ίδιοι- Θεέ μου τι αντιφάσεις που συναντά κανείς στον άνθρωπο!) ή περιπέτεια της ήπιας προσέγγισης αλα Ρον Χάουαρντ, θεωρούν πως πρέπει να τους πάρουν τα κεφάλια. Εγώ όλο αυτό το αποκαλώ ΑΝΤΙΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΕΝΟΣ που όταν δεν στοχοποιεί πρόσωπα, στοχοποιεί είδη. Που δεν επιτρέπει σε αυτόν που «κρίνει», να δει λίγο πέρα από τη μύτη του.
Όχι, δεν έχω να της αναλύσω τίποτε της ταινίας διότι δεν διαθέτει πράγματα προς ανάλυση. Διαθέτει θαυμάσια φωτογραφία (του ΑΝΤΟΝΥ ΝΤΟΝΤ ΜΑΝΤΛ που είχε πάρει Οσκαρ για το «Slumdog Millionaire), παλαιού τύπου εφφέ κι ωραία φτωχικά κοστούμια πλήθους έργου «εποχής».
Πάνω από όλα εκείνο που διαθέτει και πετυχαίνει στο να γίνει μια ταινία που ο κόσμος την ευχαριστιέται, είναι το ΜΟΝΤΑΖ. Η ταινία του οφείλει σχεδόν τα πάντα της και δεν είναι τυχαίο που ο Ρον Χάουρντ δεν αποχωρίζεται τους ΜΑΙΚ ΧΙΛ και ΝΤΑΝ ΧΕΝΛΕΥ εδώ και δεκαετίες. Όπως δεν αποχωρίζεται ο Μάρτιν Σκορσέζε την Θέλμα Σουνμέικερ κι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ (πλήν σπάνιας περίπτωσης) τον Μάικλ Καν. Αυτοί οι δύο θαρρείς και ξέρουν καλύτερα από τον καθένα το σινεμά του Ρον Χάουαρντ και μπορούν και δίνουν στις ταινίες τον ρυθμό που απαιτεί το εκάστοτε είδος ενώ ταυτόχρονο διατηρούν την «ήπια προσέγγιση» που είναι κι η υπογραφή του. Α, ναι, διότι ο Ρον Χάουαρντ έχει υπογραφή. Το αν δεν μπορούν να τη δουν εκείνοι που τον κατηγορούν είναι δικό τους πρόβλημα, δική τους έλλειψη, κι όχι δικό του. Τον ΚΡΙΣ ΧΕΜΣΓΟΥΟΡΘ, τον Αυστραλό ηθοποιό, που τον έχει αναλάβει από το «Rush» να τον κάνει «κάτι», εδώ τον πάει κάπου παραπέρα, κάπως τον «γεμίζει», κάπως τον μακιγιάρει, κάπως τον φωτίζει αλλά ο ηθοποιός θέλει δουλειά ακόμα παρόλο ότι ως φυσιογνωμία δεν περνά από το φακό απαρατήρητος. Κάθε άλλο. Οι ηθοποιοί που έχουν αναλάβει τους δεύτερους ρόλους (ΣΙΛΙΑΝ ΜΕΡΦΥ, ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΓΚΛΗΖΟΝ-προπαντός αυτός! - κλπ) κάνουν ό, τι μπορούν αλλά οι ρόλοι είναι απλώς σε περίγραμμα οπότε κι οι ηθοποιοί μόνο φυσιογνωμίες μπορούν να τους δανείσουν.