Το ότι γνωρίζει τα είδη φαίνεται ξεκάθαρα στην τελευταία ταινία, την «ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ» (Revenant) ενώ έχει φανεί και σε προηγούμενες.
Γνωρίζει το είδος και τους κανόνες του γουέστερν, κατανοεί και τις διαστάσεις του έπους. Και φτιάχνει ένα φιλμ το οποίο έχει επιφάνεια έπους και καταστάσεις γουέστερν αλλά το πάει αλλού, του δίνει τη δική του διάσταση η οποία είναι ποιητική, διαθέτει έντονο το ψυχολογικό στοιχείο και αποδεικνύει πως τελικός σκοπός ήταν ένα έπος πάνω στην ανθρώπινη επιβίωση, όπου και μέσα από τη βία μπορεί να αναδυθεί λυρισμός. Διότι είναι επικεντρωμένο πάνω στον άνθρωπο, στην πάλη με τον εαυτό του, με τους εχθρούς του αλλά και με την ίδια τη φύση κι από αυτή τη σκληρότητα, επειδή έχει ευγενική αφετηρία, μπορεί να πιάσει και λυρικούς τόνους.
Η υπόθεση που προέρχεται από το βιβλίο του ΜΑΙΚΛ ΠΟΥΝΚ και που εντίμως στους τίτλους αναφέρει ότι βασίζεται «IN PART on the novel», στο ότι δηλαδή έχει «σταχυολογήσει» κομμάτια από το βιβλίο για να κάνει τη δική του σεναριακή σύνθεση, μας μεταφέρει στην ανεξερεύνητη ακόμα Αμερική του 18ου αιώνα, σε εκτάσεις που διαρρέει ο ποταμός Μιζούρι.
Ανέφερα ξεχωριστά τα του σεναρίου και του «in part» βασιζόμενου, επειδή με αυτό τον τρόπο, πέρα από εντιμότητα δηλώνει και ταυτότητα ταινίας, που έχει να κάνει με την απαγκίστρωση από ένα συγκεκριμένο βιβλίο και την περαιτέρω ανασύνθεση του από τον σκηνοθέτη που με συνεργάτη τον ΜΑΡΚ Λ.ΣΜΙΘ, το ξαναγράφει από την αρχή προκειμένου να του δώσει την κατεύθυνση και τις διαστάσεις που ο ίδιος ο Ινιαρίτου επιθυμεί.
Ο ήρωας λοιπόν είναι κυνηγός-εξερευνητής που συμμετέχει σε μια αποστολή, δέχεται επίθεση από μια αρκούδα, οι σύντροφοι τον νομίζουν πεθαμένο και τον εγκαταλείπουν καθ’ υπόδειξη και προτροπή ενός προδότη, όπως θα τον αποκαλέσει ο ίδιος αλλά παρακάτω κι άλλοι, ονόματι Φιτζέραλντ, ο οποίος προηγουμένως θα του έχει σκοτώσει και τον γιό. Ο ήρωας ξυπνά, σαν να επέστρεψε από τον Αδη και ξεκινά τον αγώνα της επιβίωσης πρώτα μέσα στο κρύο, τις κακουχίες, την πείνα, τον θάνατο να καραδοκεί, μέσα από φυλές άγριες που θα συναντήσει στο διάβα του αλλά και με ένα σκοπό: Να βρεί τον προδότη και να τον τιμωρήσει.
Αυτός ο μύθος γίνεται τελικώς «καμβάς» για να αναπτυχθεί ο κινηματογράφος έτσι όπως τον επιθυμεί ο Ινιαρίτου. Κι ο κινηματογράφος που αναπτύσσεται είναι επικός, είναι μεγαλειώδης, είναι ποιητικός, είναι επιβλητικός, είναι καλαίσθητος μέσα στην άγρια ομορφιά που περιλαμβάνουν οι συνθήκες του σεναρίου.
Οι συνεργάτες που τα έχουν αναλάβει όλα αυτά είναι ΠΡΩΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ εξού κι οι τόσες πολλές υποψηφιότητες για τα Οσκαρ, καταρχάς σε όλες σχεδόν τις λεγόμενες «τεχνικές» (που είναι εντελώς καλλιτεχνικές αλλά χρησιμοποιούμε τον όρο «τεχνικές» για να συνεννούμαστε παρόλο ότι αδικούμε έτσι τους καλλιτέχνες) κατηγορίες, μιά και πρόκειται για καλλιτέχνες ολκής. Αρχίζοντας από τη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ του ΕΜΑΝΟΥΕΛ ΛΟΥΜΠΕΖΚΙ στην οποία επενδύει όλο του το ποιητικό ύφος ο σκηνοθέτης αλλά κι ο Λουμπέζκι έχει την πολύτιμη συμβολή του ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΖΑΚ ΦΙΣΚ που του βρήκε εκτάσεις, όχθες, χιονισμένα τοπία, άγρια δάση κλπ ώστε να έχει να φωτίσει. Διότι , εδώ που τα λέμε, αν δεν βρεί ο διευθυντής σκηνογραφίας τους χώρους και την επιλογή του χρώματος, τι θα φωτίσει ο διευθυντής φωτογραφίας; Όπως επίσης στον ήχο μπορούμε να μιλήσουμε για περιωπής καλλιτέχνες . Εχω παρακολουθήσει soundmixing στο Χόλυγουντ, με ειδική άδεια από στούντιο και με την εδώ δουλειά εκστασιάζομαι. Διότι παρακολούθησα στο παρελθόν soundmixing σε μια απλή κωμική περιπέτεια και «τρελάθηκα» με το τι δοκιμές ήχου έκανε ο υπεύθυνος του μιξάζ για να τις υποβάλει στο σκηνοθέτη, φερειπείν για μια σκηνή απαγωγής στο Μεξικό, όπου για την ερημιά της συγκεκριμένης σκηνής και τι δεν δοκίμαζαν ώστε να παντρεύονται και το τοπίο κι η ατμόσφαιρα και το είδος που ναι μεν εκείνη η σκηνή ήταν σκηνή περιπέτειας αλλά το σύνολο ήταν κωμωδία κι έπρεπε να μην υπάρχει «ανακολουθία». Και σας λέω , για μια κωμωδιούλα όλο αυτό. Σε τούτο εδώ που επί τρεις ώρες γίνεται το «σώσε», τι δουλειά να έκανε το teamτων ηχοληπτών τόσο για τον φυσικό χώρο , τον φυσικό ήχο δηλαδή , όσο και για αυτά που θα χρειάζονταν σαν συμπληρώματα , στην «πατίνα» του ήχου εντός στούντιο ηχοληψίας.
Τι να πούμε για τα κοστούμια της ΤΖΑΚΛΙΝ ΓΟΥΕΣΤ η οποία είχε να δουλέψει με ακατέργαστες προβιές και με ό,τι τραχύ και «σκοτεινό» μπορεί να βάλει ο νους ώστε να εναρμονιστεί με τις σκηνογραφικές επιλογές και να προβάλει τη σκηνοθεσία μέσα από το ρούχο που εδώ είναι κι η σκηνοθεσία των ανθρώπων. Το ρούχο υπαγορεύει την τραχύτητα των καταστάσεων άρα δίνει και γραμμή στον ηθοποιό.
«Μέσα» στα τέλεια κι η μουσική του ΡΟΥΙΤΣΙ ΣΑΚΑΜΟΤΟ αλλά και των συνεργατών, που όμως κάπου έχει κυκλοφορήσει κα δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής στα Οσκαρ ως πρωτότυπη αλλά εμάς ως θεατές της ταινίας αυτό δεν μας νοιάζει διότι είναι η πιο κατάλληλη μουσική για να υποβάλει.
Και βέβαια, το μεγάλο ΜΟΝΤΑΖ του ΣΤΗΒΕΝ ΜΙΡΙΟΝΕ, που δίνει στην ταινία ρυθμό και ροή ενώ το σενάριο παρουσιάζει ενίοτε κενά. Ω, ναι. Το σενάριο είναι το σημείο που «προδίδεται» ο Ινιαριτου ότι είναι auteur. Αυτό το «in part» που πρόβαλα στην αρχή της κριτικής έρχεται να αποδείξει για χιλιοστή φορά ότι όλα τα νομίσματα έχουν πάντα δύο όψεις. Ναι, κράτησε αποσπάσματα για να τα επεξεργαστεί εκ νέου αλλά θυσίασε λίγο την ιστορία προκειμένου να φανεί περισσότερο ο ίδιος ως «δημιουργός» κι όχι ως ένας σκηνοθέτης που κάνει καλά το γουέστερν. Τον auter-ισμό τον πληρώνει πάντα το σενάριο. Ωστόσο, επειδή ΕΙΝΑΙ σκηνοθέτης κι όχι μόνο auteur, βρίσκει και τον τρόπο να αναπληρώσει.
Και βέβαια ,εκτός από μοντάζ, το βλέπουμε και στους ηθοποιούς, που είναι από τα στοιχεία με τα οποία ο «ζαβολιάρης» Ινιάριτου αναπληρώνει τα κενά που ο ίδιος δημιούργησε..
Και πάμε στο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΝΤΙ ΚΑΠΡΙΟ. Στον οποίο ο Ινιάριτου ΕΠΕΝΔΥΕΙ. Σε αντίθεση με τον Μάικλ Κήτον στο περσινό «Birdman» που τον «χρησιμοποίησε», τον «εκμεταλλεύτηκε» επειδή ήταν ολοφάνερο πως ο ρόλος εκείνος ζητούσε μέρος της προσωπικότητας του ηθοποιού που θα έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο , να ενταχθεί στο ρόλο. Διάλεξε ένα ηθοποιό όχι τεράστιας προσωπικότητας ώστε να του εξυπηρετήσει το σενάριο αλλά να μην του καπελώσει και την ταινία- ήθελε τον θρίαμβο να τον εισπράξει ο ίδιος.
Στην «Επιστροφή» με τον Ντι Κάπριο κάνει το ακριβώς ανάποδο: Του δίνει τη δυνατότητα να εξελίξει το starperformance του, την star προσωπικότητα του, με πράγματα που ως τώρα ο Ντι Κάπριο δεν είχε δείξει. Του προβάλει ένα δυναμισμό πρωτόγνωρο, τον αφήνει να εκδηλώσει όλες τις λεπτομέρειες του ανθρώπινου πόνου, τον αφήνει να κυλιστεί στη λάσπη, κυριολεκτική και μεταφορική, με τον φακό καρφωμένο πάνω του που γνωρίζει πολύ καλά επειδή, επαναλαμβάνω, είναι ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ κι όχι μόνο auteur,πως ο φακός όλα αυτά σε ένα star performance θα τα αναδείξει στο ακέραιο και θα τα εκτινάξει.
Είναι λυπηρά μερικά σχόλια που διαβάζω όταν πάνε να ειρωνευτούν τον Ντι Κάπριο που παλεύει με την αρκούδα. Λυπηρά για εκείνους που τα διατυπώνουν και προβάλλουν την κακεντρέχεια που εκπορεύεται από την άγνοια. Εχουν προσέξει πως χρησιμοποιεί το σώμα του στη σκηνή της πάλης με το θηρίο; Ως ένας ΑΝΘΡΩΠΟΣ που παλεύει με θηρίο από το οποίο δέχτηκε επίθεση , που νικιέται από το θηρίο , κι όχι του τύπου «Ο Ηρακλής και οι άθλοι του»; Εχουν υποπτευθεί τι δουλειά έχει προηγηθεί από τον ηθοποιό με το σώμα του προκειμένου να ελέγξει όλα του τα σημεία διότι εδώ είναι σινεμά κι έχει να βγάλει μια σκηνή ,καθοριστική για την εξελιξη του σεναρίου, πάλης; Εχουν αντιληφθεί τι ρόλο καλείται σε τούτο το φιλμ να κάνει ο Ντι Κάπριο και τι απαιτείται από αυτόν; Ναι σίγουρα είναι ένας ρόλος μονοσήμαντος μια και δεν έχει «τσεχωφικές» μεταπτώσεις. Ελα όμως που δεν είναι όλα τα σενάρια «τσεχωφικά»! Αντε να σε δω πως θα τα παίξεις τα μη «τσεχωφικά» σενάρια αν δεν είσαι ηθοποιός του κινηματογράφου. Ναι μεν μονοσήμαντος ο ρόλος αλλά τι ρόλος είναι αυτός; Είναι ο ρόλος ενός ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΥ ανθρώπου που στη διάρκεια του σεναρίου βιώνει όλων των ειδών τις πληγές: Ανθρώπινες, συναισθηματικές, σωματικές , καιρικές, τραυματικές και… και…και.. Κι επειδή ο άνθρωπος αυτός από τα βάσανα δεν έχει φωνή να βγάλει, χωρίς να είναι βουβός, κι επειδή τα περισσότερα τα υφίσταται και στην ερημιά, καλείται όλο αυτό το πράγμα να το βγάλει με το σώμα του και με την έκφραση του. Ο Ντι Κάπριο δεν αφήνει ίνα του κορμιού του αλλά και του προσώπου του, που να μην την έχει επιστρατεύσει, που να μην της έχει αλλάξει την πίστη στην πρόβα και στην προετοιμασία. Και βέβαια, επειδή το παίξιμο αυτό είναι κινηματογραφικό κι επειδή απευθύνεται σε φακό, που ο φακός θα το μεταδώσει στους θεατές, ο φακός του το ανταποδίδει! Αυτό είναι το επίτευγμα του κι η εξέλιξη του. Τώρα, αν θα επαρκέσει για να πάρει και το Οσκαρ, εξαρτάται κι από τους αντιπάλους διότι κι εκείνοι έχουν να προβάλλουν τα δικά τους επιτεύγματα κι η Ακαδημία θα αξιολογήσει ποιο επίτευγμα είναι πιο σημαντικό σε σχέση και με το ρόλο, και με τον ηθοποιό , και με το έργο.
Όπως εξίσου σημαντικό είναι το επίτευγμα και του ΤΟΜ ΧΑΡΝΤΥ. Κι ο δικός του ρόλος είναι μονοσήμαντος όπως και του Ντι Κάπριο αλλά και σε αυτόν επενδύει ο Ινιαρίτου. Διότι ο Χάρντυ έχει καταφέρει με το δικό του παραπλήσιο τρόπο να προβάλει και να επιβάλει το αντίπαλο δέος του κεντρικού ήρωα, τον επίσημο ανταγωνιστή του, «υποσκάπτοντας» διαρκώς τη σαρωτική παρουσία του star, σε μια «κόντρα» χαρακτήρων που υποχρεωτικώς γίνεται κι ερμηνευτική, στην οποία τους έχει «υποβάλει» ο Ινιαρίτου.
Κι οι δύο ηθοποιοί φέρουν εις πέρας μια δύσκολη σκηνοθεσία . Κι αναδεικνύονται από αυτήν.