Διότι η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ δεν είναι κάτι που ορίζεται αλλά κάτι που επιλέγεται. Ούτε υπάρχει ΣΧΟΛΗ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ, τουλάχιστον από τις διεθνείς σεβάσμιες , που να επικεντρώνεται στο να διδάσκει «σκηνοθεσία». Διδάσκει όλα τα υπόλοιπα κι η σκηνοθεσία είναι η ΣΥΝΙΣΤΑΜΕΝΗ όλων εκείνων.
Στο «Κορίτσι από τη Δανία» ο ΤΟΜ ΧΟΥΠΕΡ, που δεν συγκαταλέγεται στους auteurs, εξού και για να τον «χτυπήσουν», χρησιμοποίησαν τον παραπάνω «όρο», επιλέγει να πει την ιστορία του Δανού μποέμ καλλιτέχνη της δεκαετίας του 20, που μέσα του πάλευαν δύο φύσεις και με τη συμπαράσταση της ζωγράφου συζύγου του προχώρησε στην εγχείρηση αλλαγής φύλλου, που στάθηκε και μοιραία.
Το σκηνοθέτη τον ενδιαφέρει η ιστορία, αυτήν θέλει να πει, και τη λέει μέσω προβολής των προσώπων που τη συναποτελούν και της αισθητικής που τους περιβάλει, με πλαίσιο και χρώματα της ζωγραφικής του 20 αφού τα πρόσωπα που εμπλέκονται είναι ζωγράφοι.
Αν ήθελε να κάνει ψυχαναλυτικό πορτραίτο του διεμφυλικού θα έκανε άλλη ταινία. Αν ήθελε να κάνει ένα έργο πάνω στις εικαστικές τέχνες της Δανίας θα έκανε επίσης διαφορετική.
Όταν θέλεις να πεις μια ιστορία κι αυτός είναι ο στόχος σου, επιλέγεις τη σκηνοθεσία εκείνη η οποία θεωρείς πως θα πετύχει το στόχο σου.
Ο στόχος του Τομ Χούπερ επιτυγχάνεται. Δεν νομίζω πως υπάρχει αμφισβήτηση επ’ αυτού. Την ιστορία που ήθελε να «πει» (βάζω εισαγωγικά επειδή πρόκειται για σκηνοθέτη κι όχι για συγγραφέα οπότε αυτό που «λέει» το λέει με εικόνες και με κινηματογραφική αφήγηση) την ΕΔΩΣΕ στο θεατή. Μαζί με αυτήν, του έδωσε και τα πρόσωπα μέσα από ωραίους ρόλους στους οποίους βουτήχτηκαν ηθοποιοί κι ανέδειξαν με ερμηνείες το στόχο του σκηνοθέτη. Την έδωσε και με πλαίσιο υψηλότατου γούστου όπου τα set (ΗΒ ΣΤΙΟΥΑΡΤ)είναι από τα ωραιότερα που είδαμε φέτος, τα δε κοστούμια (ΠΑΚΟ ΝΤΕΛΓΚΑΔΟ)που ντύνουν τους ανθρώπους αφενός δικαιολογούν απόλυτα το χώρο και δηλώνονται ως προέκταση τους (το καταλαβαίνει κανείς από τις ρόμπες που φοράει η ζωγράφος σύζυγος μέσα στο σπίτι, που μοιάζουν κι αυτές με προέκταση ζωγραφικής αλλά κι από το πώς είναι ντυμένος ο γκαλερίστας φίλος-τρίτο πρόσωπο, που τον υποδύεται ο ΜΑΤΙΑΣ ΣΟΝΑΕΡΤΣ , με τα μεταξωτά κασκόλ που δεν λείπουν ποτέ από τα κοστούμια του στις δημόσιες εμφανίσεις του) κι αφετέρου φυσικά με τα κοστούμια του κεντρικού ήρωα με τη διπλή υπόσταση, κατά τις γυναικείες του εμφανίσεις.
Αν νομίζουν ότι αυτά δεν είναι μέρος της σκηνοθεσίας και με τον αφορισμό «ακαδημαική» καθάρισαν με τις συνειδήσεις, γελιούνται.
Όπως μέρος της σκηνοθεσίας είναι κι η «θυσιασμένη» εδώ φωτογραφία του μόνιμου κι έμπιστου συνεργάτη του Τομ Χούπερ, ΝΤΑΝΥ ΚΟΕΝ, που περιορίζεται στο να φωτίσει τα set και τους «ντυμένους» ανθρώπους, με κάποια φωτιστική αυτοσυγκράτηση ώστε να μη χαθεί η ταινία σε αισθητικούς δαιδάλους και καπελώσει η αισθητική την ίδια την ιστορία. Συμπληρωματική κι η μουσική του ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΝΤΕΣΠΛΑ, συνοδεύει με ρομαντικούς τόνους το φιλμ .
Εχω βέβαια να κάνω μια κριτική στο σενάριο, που αφορά και στο σκηνοθέτη, στο «πως δεν το πρόσεξε;», χωρίς να έχω διαβάσει το βιβλίο στο οποίο βασίζεται αλλά αλίμονο , τα όποια κενά παρατηρούνται τα χρεώνεται ΠΑΝΤΑ η νέα τέχνη στην οποία μεταφέρεται ένα δημιούργημα από μια προηγούμενη. Αφορά στη στάση της γυναίκας του ήρωα. Το είδα δύο φορές το φιλμ και στις δύο έμεινα αναπάντητος από αυτή την καίρια για μένα λεπτομέρεια. Η στάση της σε όλη τη διάρκεια του έργου αποκαλύπτεται σαν να ήξερε εξ αρχής το πρόβλημα του. Πως και στην αρχή της ταινίας του ζήτησε να ποζάρει εκείνος για γυναικείο μοντέλο στη θέση της κοπέλας που επρόκειτο να είναι απέναντι από το καβαλέτο; Το στοιχείο αυτό δεν διευκρινίζεται, δεν φωτίζεται επαρκώς, ώστε να έχουμε πλήρη δικαιολόγηση καταστάσεων. Το ότι τον αγαπά και τον κατανοεί, κατά την εξέλιξη της ιστορίας, όπως και η στάση της στον εραστή που εμφανίζεται κι ο οποίος είναι λανθάνων πρώην του συζύγου της, είναι, αντιθέτως, από τα πολύ ωραία στοιχεία ανάμεικτων συναισθημάτων που διαποτίζουν τους χαρακτήρες κι ειδικώς την κοπέλα.
Ω. ναι! Η κοπέλα!! Η ΑΛΙΣΙΑ ΒΙΚΑΝΤΕΡ. Σαφώς κι είναι ο ωραίος ρόλος του έργου, σαφώς κι η Βικάντερ με άκρα λεπτότητα την κεντά στις συναισθηματικές λεπτομέρειες κι αμφιβολίες, δεν είναι η κεντρική ηρωίδα αλλά ο κινητήριος μοχλός για να πάρει μπρος η ιστορία του κεντρικού ήρωα που είναι ο διεμφυλικός σύζυγος και συγχρόνως είναι αυτή που παίρνει πάνω της ως «προβολή» (με την φρουδική έννοια) τις καταστάσεις του συζύγου και τις εκφράζει. Είναι πολύ πιο δύσκολος ο ρόλος της από του πρωταγωνιστή και θα το εξηγήσω λίγο περισσότερο πιο κάτω. Είναι ο χαρακτήρας στον οποίο καθρεφτίζονται τα όσα συμβαίνουν . Η Αλίσια Βικάντερ αποτελεί μια αποκάλυψη των τελευταίων ετών με ραγδαία εξέλιξη. Από όταν την είδα στο «Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ» με εντυπωσίασε, κι ως κορίτσι κι ως πνευματικότητα στο παίξιμο κι ως κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα κορίτσια που βγαίνουν ειδικά στο σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά ,και την είχα για Δανέζα αλλά τελικώς είναι Σουηδέζα από τα μέρη της Παπαρίζου, από το Γκέτενμποργκ, και στη συνέχεια την είδα στην κωμωδία «U.N.C.L.E.» και στο «Από μηχανής» όπου φάνηκε η ανοδική πορεία και τώρα σε τούτο εδώ που είναι κι εξαιρετικά δύσκολο κάνει μια πρώτη στάση κορυφής κι εύχομαι για «συνέχεια». Είναι κι η επίσημη του Μάικλ Φασμπέντερ, που είναι κι αυτός υποψήφιος για Οσκαρ-έτσι για να κάνουμε κι ένα κουτσομπολιό…..
Και πάμε στον ΕΝΤΙ ΡΕΝΤΜΕΙΝ , ο οποίος αποδεικνύει ότι είναι μεγάλος ηθοποιός μεταμορφώσεων. Εχει ένα ειδικό προσόν που εξουδετερώνει και την παρέμβαση του μακιγιάζ, είναι ο ίδιος που έχει την ικανότητα να μεταμορφώνεται, με ένα πλαστικό σώμα που μπορεί και το κάνει ό,τι θέλει και το απέδειξε περίτρανα στην περσινή δημιουργία του ως ΣΤΗΒΕΝ ΧΩΚΙΝΓΚ στη «ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ» για την οποία πήρε και το ΟΣΚΑΡ όπου είχε καταβυθιστεί συγκλονιστικά στην ασθενική λειτουργία των άκρων του ήρωα και μέσα από τη δυσλειτουργία και τη δυσμορφία τον ερμήνευσε και ως άνθρωπο. Μετά από εκείνο, η φετινή του μεταμορφωτική ικανότητα δεν ξαφνιάζει. Απλώς ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΕΤΑΙ. Οπου και πάλι ο ηθοποιός ο ίδιος είναι που δίνει στο σώμα του εντολές για γυναικεία στάση , οι οποίες τεχνικά είναι πιο «εύκολες» (λέμε τώρα….) σε σχέση με εκείνες τις περσινές. Εδώ, όμως, ο ηθοποιός αποκαλύπτει κι ένα άλλο στοιχείο του σώματος του, που στο περσινό έπαιζε ρόλο συμπληρωματικό- ΤΑ ΜΑΤΙΑ. Εδώ επιστρατεύει τα μάτια για τα συναισθήματα που αποδεικνύονται εξίσου εκφραστικά με το κορμί.
Για την ερμηνευτική σχέση μεταξύ Ρεντμέιν και Βικάντερ , ας μου επιτρέψουν οι φίλοι αναγνώστες να καταφύγω σε ένα χονδροειδές παράδειγμα σχετικά με το βαθμό δυσκολίας, με το πρόσωπο που ερμηνευτικά «υποφέρει» περισσότερο. Επιτρέψτε μου: Όταν υπάρχει στο σπίτι ένας ασθενής με αλτσχάιμερ που φέρει το πρόβλημα κι είναι στον κόσμο του κι από την άλλη υπάρχει κι αυτός που τον συντρέχει, που πάνω του καθρεφτίζεται η απελπισία , η αγωνία, η φροντίδα αλλά κι η διάθεση για απόδραση μα κι η τραγωδία της λύπης, ποιος από τους δύο είναι πιο ενδιαφέρον δραματικό πρόσωπο; Την απάντηση στο σινεμά επί του συγκεκριμένου την είχε δώσει η ταινία «IRIS» με τον Τζιμ Μπρόαντμπεντ ως σύζυγο απέναντι στην πάσχουσα Τζούντι Ντεντς.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει κι εδώ γι αυτό και λέω για τις δυσκολίες του ρόλου της Βικάντερ, πως μπορεί να μη φαίνονται αλλά είναι μεγαλύτερες. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν υποτιμά την ερμηνεία του Ρεντμέιν- για να μην παρερμηνευθεί.
Θαυμάσιοι κι οι ρόλοι που πλαισιώνουν, ο Σόναερτς ως τρίτο πρόσωπο, για τον οποίο έκανα και πιο πάνω αναφορά, ο ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΚΟΧ στο ρόλο του γιατρού από τη Δρέσδη που ειδικεύεται στις εγχειρήσεις αλλαγής φύλλου εκείνης της εποχής, ο ΜΠΕΝ ΓΟΥΙΣΟΟΥ στο ρόλο του γοητευμένου gay.
Κατά τα λοιπά, είναι μια «ακαδημαική» σκηνοθεσία. Ενας αφορισμός και «καθαρίζουμε».