Ο οποίος πιτσιρικάς, ονόματι ΤΖΕΙΚΟΜΠ ΤΡΕΜΠΛΕΥ έχει «φτιαχτεί» από τον ευφυή σκηνοθέτη έτσι ώστε να δίνει πάσες για δημιουργία στην πρωταγωνίστρια που παίζει τη μαμά του. Ωστόσο, για να ολοκληρώσουμε τα creditsπερί «αποκαλύψεων», με τίποτα δεν θα προσπερνούσαμε τη συγγραφέα ΕΜΜΑ ΝΤΟΝΟΧΙΟΥ, που η ίδια μετέτρεψε το βιβλίο της σε ΣΕΝΑΡΙΟ κι ο ρόλος του πιτσιρικά είναι πάνω από όλα ένα σπουδαίο ΣΕΝΑΡΙΑΚΟ εύρημα, που το αρπάει ο σκηνοθέτης και το διαχειρίζεται έως και μεγαλοφυώς.
Αν κι ως «αναποδιασμένος» κριτικός θα αναφέρω πως η «κοριτσίστικη» παρουσία του μικρού αγοριού δεν συστήνεται επεξηγηματικά τόσο… όσο, αλλά κανείς δεν μένει στο τέλος με κανένα κενό, σε ένα έργο όπου σενάριο και σκηνοθεσία δουλεύουν λεπτομερώς την ελλειπτικότητα και πετυχαίνουν πανηγυρικά τη σαφήνεια. Αυτό με εξέπληξε.
Και με κατέπληξε.
Ως ένα έργο ψυχολογικών λεπτομερειών αλλά και λεπτοτήτων, ως μια μικρή παραγωγή που λειτουργεί με δύναμη μεγάλης από ένα σκηνοθέτη που παίρνει άριστα στο μάθημα του ντεκουπάζ, δίνοντας τέτοιο εσωτερικό ρυθμό στην ταινία που σε παρασύρει λες και παρακολουθούσες blockbuster ιλιγγιωδών ταχυτήτων. Και με πίστη στον διευθυντή φωτογραφίας , που δεν είναι κάποιος από τα μικρά κι ανεξάρτητα, αλλά πεπειραμένος μεγάλων παραγωγών, είναι ο ΝΤΑΝΥ ΚΟΕΝ, συνεργάτης των ταινιών του ΤΟΜ ΧΟΥΠΕΡ, που με την κίνηση της κάμερας του συμβάλει στην εκπλήρωση της σκηνοθεσίας.
Η ταινία λοιπόν, το «δωμάτιο» του τίτλου για την ακρίβεια, φιλοξενεί ένα δράμα στους χώρους των ελάχιστων τετραγωνικών, που ξετυλίγεται λίγο- λίγο σαν ήταν θρίλερ χωρίς να είναι . Σε αυτό το δωμάτιο μαθαίνουμε σιγά- σιγά κι ως τα 40 περίπου πρώτα λεπτά της ταινίας πως έχει ζήσει για 7 χρόνια απομονωμένη η νεαρή μαμά, η οποία εκεί μέσα έκανε προφανώς και το παιδί της κι εκεί μέσα το μεγάλωσε κι έφτασε αυτό να γίνει πέντε χρονών, φτιάχνοντας του ένα κόσμο ούτε 2Χ3. Το «δωμάτιο » δεν έχει παράθυρο, παίρνει μόνο λίγο φως από τον φεγγίτη. Τη μαμά την είχε απαγάγει κάποιος. Και την έκλεισε εκεί μέσα. Κι από αυτόν προήλθε και το παιδί, που ως τώρα δεν είχε επαφή με τον έξω κόσμο, παρά μόνο με όσα του μάθαινε η μαμά σαν να του έλεγε παραμύθια. Όμως έρχεται η ώρα της επανάστασης. Η μαμά οργανώνει την απόδραση τους με το παιδί ως εκτελεστικό όργανο και μπαίνουμε μετά στο δεύτερο σκέλος της ταινίας, στην επαφή με την έξω ζωή, στην επιστροφή μετά από χρόνια στην «πατρογονική» οικία, στις εκεί σχέσεις, και στη μεταφορά της σχέσης μάνας-παιδιού σε ένα άλλο πλέον περιβάλλον…..
Κάθε σκηνή, κάθε πλάνο, είναι και μια λεπτομερής ψυχολογική εξέταση τόσο διακριτικά και τόσο ελλειπτικά διατυπωμένη αλλά κι αναλυτικά σταλμένη στον παραλήπτη της, στο θεατή της.
Η πρωταγωνίστρια ΜΠΡΙ ΛΑΡΣΟΝ είναι ένα μεγάλο ταλέντο που αποκαλύπτεται . Μεγάλο κι ώριμο για την ηλικία της. Ο ρόλος της μαμάς είναι συγκλονιστικός αλλά κι ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί, όπως είπα και στον πρόλογο τον εντυπωσιακό πιτσιρικά για να δώσει πάσες στην «μαμά» , πάσες ερμηνευτικές, που τις παίρνει η ηθοποιός και καταλήγει σε δημιουργία. Αποκαλύπτοντας ότι είναι πολύ «γεμάτη» ηθοποιός και συγχρόνως ενώ ο ρόλος της προσφέρει πολλές σκηνές με ξεσπάσματα, εκείνη κατορθώνει να τον διαχειριστεί με σπάνια λιτότητα, να δώσει την ψευδαίσθηση στο θεατή του απολύτως πειστικού χωρίς από την άλλη να τον ρίξει στο υποπαίξιμο και στην εξ αυτού μίζερη διάθεση. Είμαι, και δεν το κρύβω, και το έχω διατυπώσει ευκαιρίας δοθείσης στις κριτικές μου, επιφυλακτικός με αυτές τις κοπέλες που βγαίνουν ως πρωταγωνίστριες στα λεγόμενα «ανεξάρτητα» και τις διέπει μια ασημαντότητα στην εμφάνιση, δεν έχουν πάνω τους ίχνος από γυναικεία λάμψη , και τις χαρακτηρίζει επίσης κι ένας τρόπος ερμηνείας που δήθεν γίνεται ρεαλιστικός αλλά στην ουσία πρόκειται για την ατονία που φέρνει το υποπαίξιμο, ώστε να τις περνάω από ψιλό κόσκινο. Η Μπρι Λάρσον δεν είναι τέτοιο πράγμα. Το αντίθετο.
Η Μπρι Λάρσον δείχνει πως έχει έντονη προσωπικότητα και συγχρόνως δηλώνεται ΠΑΝΕΤΟΙΜΗ ως ΗΘΟΠΟΙΟΣ. Βουτά στον αέρα κάθε πάσα που τις ρίχνει ο καλοσκηνοθετημένος πιτσιρικάς παρτενέρ της κι αυτή μεγαλουργεί με λιτά εκφραστικά μέσα αλλά και με δραματική δύναμη στο αιτούμενο από την πάσα που έλαβε. Στα δε κοντινά της, που τα επαναλαμβάνει ο σκηνοθέτης, καταλαβαίνεις, εισπράτεις, και την εκφραστική δύναμη των ματιών της, όχι γουρλώματα και τέτοια, αλλά τρόπο κοιτάγματος της κάμερας που είναι στημένη για να της καταγράψει εσωτερικό συναίσθημα.
Επίσης, έχουν προσλάβει καλούς ηθοποιούς για το δεύτερο μέρος της ιστορίας, για τους ρόλους των μελών της οικογένειας, με την ΤΖΟΑΝ ΑΛΛΕΝ, η οποία πήγε και «πειράχτηκε» κι αυτή όπως κάνουν κι άλλες-γιατί;, κάνοντας ένα δικό της τύπο μητέρας που είναι και γιαγιά αλλά και ταλαιπωρημένη σύζυγος μα και δικαιωμένη ως ερωμένη, όπως θαυμάζεις και πάλι τα του σκηνοθέτη όταν στήνει τις οικογενειακές σκηνές πόσο είναι προσεγμένες κι αυτές στη λεπτομέρεια των αντιδράσεων του κάθε χαρακτήρα και κάνει αξιοπρόσεκτους τους ηθοποιούς, από αυτές τις λεπτομέρειες. Μου άρεσαν κι η «μπατσίνα» η Αφρο-Αμερικάνα, μου άρεσε ο φίλος της Τζόαν Αλεν, το ίδιο κι ο ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΕΙΣΥ με το ρόλο τον περιορισμένο.
Κάπου εδώ θα σταματούσα αλλά δεν μπορώ να μην το πω: Η ταινία έρχεται ως ΦΥΣΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ από το μεγάλο σινεμά του παραγνωρισμένου από τους σύγχρονους θεωρητικούς, ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΙΛΕΡ, κι είναι κι ένας από τους λόγους που δεν τα πηγαίνω καλά μαζί τους, από τον «ΣΥΛΛΕΚΤΗ» (The collector) όπου μάλιστα ο Γουάιλερ – και λόγω σεναρίου φυσικά- το είχε εξ ολοκλήρου απομονωμένο μέσα στο δωμάτιο κι εκεί καταλάβαινες τι σημαίνει ΜΕΓΑΛΗ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ και ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΝΤΕΚΟΥΠΑΖ.