Πρόκειται για ένα ΘΑΥΜΑΣΙΟ φιλμ που δίνει όμως τις βάσεις για να το λοξοκοιτάξουν ευρωπαικοί κι αμερικανικοί φορείς και κυρίως οι κινηματογραφικές Ακαδημίες τους.
Οι «βάσεις» είναι η καχυποψία, πρώτον και κύριον, για το αν πράγματι υπάρχουν «ενοχές» από μεριάς Γερμανών και τι είδους είναι αυτές.
Στα τελευταία χρόνια, κι ειδικά μετά την Πτώση του Τείχους, έχουμε δει ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ φιλμ από τη ΓΕΡΜΑΝΊΑ στα οποία ανασκαλίζουν το ένοχο παρελθόν, τις σχέσεις με τους Ναζί. Και βεβαίως σε έργα, όπως ήταν το «ΣΟΦΙ ΣΟΛ», που μου είχε αρέσει πολύ, ή «Η ΠΤΩΣΗ¨, τα πράγματα ήταν πιο «ομαλά» για την απενοχοποίηση. Στο πρώτο μας έδειχναν ένα κεφάλαιο από την αντίσταση των ίδιων των Γερμανών ενάντια στο Ναζισμό, στα χρόνια του Χίτλερ, με μια ιστορία που διαδραματιζόταν στους κόλπους της σπουδάζουσας νεολαίας. Κάτι σαν το δικό μας «Πολυτεχνείο». Πως δεν ήταν όλοι με τους Ναζί κι ότι μέσα στα Πανεπιστήμια υπήρχαν θύλακες Αντίστασης. Στην «Πτώση», ήταν οι τελευταίες ώρες του Χίτλερ, όπου τον Χίτλερ και ποιος δεν ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ να τον μισεί- εννοώ και μεταξύ των Γερμανών..
Τούτο εδώ, όμως, σκοντάφτει κάπου αλλού στην υποδοχή του από τους μη Γερμανούς, την ίδια ώρα που θα μπορούσε να θεωρηθεί από μεριάς ΓΕΡΜΑΝΩΝ ως η μεγαλύτερη τους ΥΠΕΡΒΑΣΗ. Διότι το φιλμ, δεν πάει να βγάλει λάδι κανέναν Γερμανό της εποχής εκείνης, αντίθετα τους ενοχοποιεί ΟΛΟΥΣ.
Η υπόθεση τοποθετείται στο 1958, πολύ σοφά, αλλά δεν πρόκειται μόνο για σεναριακή επινόηση, υπάρχει και ιστορική βάση, ότι στη δεκαετία 60 ενέσκηψε ζήτημα δικών με την «επωνυμία» «Φρανκφούρτη- Αουσβιτς» κι εκεί παίχθηκαν νομικά παιχνίδια που είχαν να κάνουν με το χρόνο παραγραφής των αδικημάτων μια κι είχαν περάσει πολλά χρόνια από το τέλος του Πολέμου….
Ενας νεαρός Εισαγγελέας λοιπόν ξεκινά να σκαλίσει εν μέσω «γερμανικού θαύματος» κι ηρεμίας ,που έχει επέλθει στη γερμανική ζωή μετά τις καταστροφές του Πολέμου και το φτύσιμο από τους λαούς του κόσμου ( που έτρεξαν, όμως, οι «νικητές», να εργαστούν στα εργοστάσια των ηττημένων και να τους βοηθήσουν σε αυτό το «θαύμα» τους) μια υπόθεση, η οποία καίει όταν την πιάνεις. Διότι το ξετύλιγμα της έρευνας που είναι και το ξετύλιγμα της υπόθεσης του έργου στήνει μια εξαιρετική πλοκή, άκρως ενδιαφέρουσα, όπου ο μοναχικός πλέον Εισαγγελέας βρίσκεται ενώπιον εχθρών συμπατριωτών που ξαναβγάζει στη φόρα όσα εκείνοι όχι μόνο θέλουν να ξεχάσουν αλλά και τα έχουν θαμμένα βαθιά. Για να καταλήξει το φιλμ πως ΟΛΟΙ οι Γερμανοί ήταν ΕΝΟΧΟΙ στον άλφα ή βήτα βαθμό.
Η ταινία παρακολουθείται με αδιάπτωτο, όπως έλεγαν κι οι παλιοί κριτικοί, ενδιαφέρον τόσο ως story όσο και ως αποκαλύψεις μα κι ως ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ. Ο σκηνοθέτης που την έχει αναλάβει είναι ΙΤΑΛΟΣ. Ονομάζεται ΤΖΟΥΛΙΟ ΡΙΤΣΑΡΕΛΙ, πήγε για σπουδές στο Μόναχο, έμεινε στη Γερμανία και σκηνοθετεί εκεί. Η αφηγηματική του ροή είναι θαυμάσια το δε οπτικό κομμάτι με την αναπαράσταση της εποχής (1958 και μετά), την «αμερικανοποίηση» της ζωής και της διασκέδασης στη Γερμανία, τα κοστούμια όπου παρελαύνει όλο εκείνο το υπέροχο, προπαντός για τις γυναίκες, ντύσιμο του ’50,οι μουσικές επιλογές που «αμερικανίζουν» όπως συνέβαινε και στον υπόλοιπο κόσμο, τα σπίτια , ο διάκοσμος και μια πολύ λουσάτη φωτογραφία, φτιάχνουν το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει ΠΕΡΙΤΥΛΙΓΜΑ για ένα τέτοιο φιλμ.
Ο δε πρωταγωνιστής ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΦΕΛΙΝΓΚ με τη «διαστροφική» ηρεμία στην έκφραση αλλά κι ένα νεύρο υπόγειο που πυροδοτεί το πάθος του ήρωα κι ο ηθοποιός το μεταπλάθει σε λιτότητα κι έλεγχο εκφραστικών μέσω, είναι τέλειος. Τον είχε κάνει «cast» κι ο Ταραντίνο στο «Αδοξοι μπάσταρδοι»- όταν τον δείτε θα τον θυμηθείτε.
Κάπου εδώ αρχίζουν κι οι «ενστάσεις» των διαφόρων, που άλλες τις συμμερίζομαι κι άλλες όχι. Οι ενστάσεις μελών –κινηματογραφιστών της Ευρωπαικής Ακαδημίας αφορούν στο ότι ο σκηνοθέτης είναι Ιταλός που του έγινε ανάθεση κατά κάποιο τρόπο άρα δεν είναι ένα θέμα που πραγματικά καίει τους Γερμανούς όσο το ότι ξέρουν πως αυτή τη στιγμή τούτα τα θέματα «πουλάνε» επειδή υπάρχει μια δυσαρέσκεια γενικευμένη εναντίον της Γερμανίας. Δεν θεώρησαν δηλαδή ότι το έργο έγινε από την εσωτερική παρόρμηση κάποιου Γερμανού σκηνοθέτη που ήθελε να βγάλει στη φόρα τα εγκλήματα των συμπατριωτών του- ε, καλά δεν περιμέναμε και τον Ευριπίδη με τις «Τρωάδες». Οι Ευρωπαίοι το προσπέρασαν επιδεικτικά και δεν το έβαλαν υποψήφιο σε ΚΑΜΙΑ κατηγορία.
Οι Αμερικάνοι, με τη σειρά τους, στη δική τους Ακαδημία, αν και το πέρασαν το έργο στη «βραχεία λίστα των 9 ταινιών», δεν το ψήφισαν για την πεντάδα- εδώ καταλαβαίνω πως θα σκέφτηκαν πως δεν φέρνει κάτι καινούργιο ή πιο αποκαλυπτικό από ό, τι κάποια άλλα έργα των προηγούμενων χρόνων εκ Γερμανίας, πάνω στο θέμα, κι ότι αφηγηματικά (ΚΙ ΕΔΩ ΕΧΟΥΝ ΔΙΚΙΟ!) δεν πάει παραπέρα το σινεμά από εκεί που το είχαν πάει οι ίδιοι με την τελικώς αξεπέραστη ως σήμερα «ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΝΥΡΕΜΒΕΡΓΗΣ» («ΤΑ ΑΠΟΡΡΗΤΑ ΤΗΣ ΝΥΡΕΜΒΕΡΓΗΣ» ήταν ο ελληνικός τίτλος) του ΣΤΑΝΛΕΥ ΚΡΑΜΕΡ. Και σε μια χρονιά που το ίδιο το Ολοκαύτωμα εκτίθεται καλλιτεχνικά με ένα εντελώς διαφορετικό και προσωπικό τρόπο στο «Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ», ο «Λαβύρινθος της σιωπής» δεν τους φάνηκε ξεχωριστή ευρωπαική κινηματογραφική πρόταση.
Όλα αυτά, με ένα τρόπο ισχύουν. ΟΜΩΣ, εδώ έχουμε ένα φιλμ. Το οποίο στο τέλος – τέλος έγινε για να το δουν θεατές που θα πάνε στον κινηματογράφο. Εδώ λοιπόν, ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ, λέω πως πρόκειται για μια ΥΠΕΡΟΧΗ ταινία, από τις ωραιότερες που είχα δει στο ξεκίνημα της σαιζόν, που σε κρατά διαρκώς «αναμμένο» κατά την παρακολούθηση, που σε γοητεύει με το κλίμα στο οποίο σε βάζει, που δεν αφήνεις τον πρωταγωνιστή από τα μάτια σου όπως και τις ατάκες καθώς πέφτουν οι υπότιτλοι, που σου ανοίγει την όρεξη για συζήτηση όταν βγεις από την αίθουσα.. Με σκηνογραφική καλαισθησία και χρώμα, με αφήγηση, γνώση αλλά και με σκηνοθετικό πάθος αυτο-ελεγχόμενο διότι κι ο Ιταλός πρέπει να είναι «προσεκτικός» στο χειρισμό ενός τέτοιου «καυτού» γερμανικού θέματος.