Καταρχάς θα ήθελα να διευκρινίσω ότι η φράση που χρησιμοποιώ δεν μου πολυαρέσει, αυτό περί του αν μια ταινία δικαιώνει έναν αγώνα. Η ταινία είναι ταινία, ο αγώνας είναι αγώνας, η Τέχνη είναι Τέχνη, η Ζωή είναι Ζωή. Η Τέχνη εμπνέεται από τη Ζωή και πολλές φορές, ακριβώς επειδή είναι και πρέπει να είναι ανεξάρτητη αλλά και εμπροσθοφυλακή ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ και Ζωή κι έρχεται η Ζωή μετά να μιμηθεί αυτά που της όρισε η Τέχνη. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για μένα σε αυτό το τελευταίο περί της Τέχνης που δημιουργεί Ζωή, χωρίς να έχει τίποτε κοινό με τις «Σουφραζέτες» θα είναι πάντα η «Dolce Vita» του Φελίνι, όπου ο Φελίνι με εκείνη την ταινία «υποχρέωσε» τη Ρώμη να συμπεριφέρεται όπως η «Ρώμη» της ταινίας του, αφού πλέον οι θεατές-επισκέπτες της Αιώνιας Πόλης πήγαιναν να τη δουν με τα μάτια της ταινίας. Πριν από τον Φελίνι δεν είχαμε δει ποτέ τη Ρώμη έτσι, τη βλέπαμε αλλιώς, πάντα πανέμορφη αλλά μία «άλλη».
Το ζητούμενο λοιπόν στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις «Σουφραζέτες» είναι αν η ταινία δικαιώνεται ως ταινία κι όχι αν από αυτήν περίμενε να δικαιωθεί ο αγώνας των γυναικών.
Τότε γιατί τη χρησιμοποίησα;
Αχ! Μα επειδή στο τέλος κι ενώ τα καθαρώς καλλιτεχνικά και κινηματογραφικά προβλήματα έχουν αρχίσει να διαφαίνονται στην αρχή του δεύτερου μέρους, εκεί λίγο πριν από το 50ό λεπτό, μας το «γυρίζει» στο Μάθημα , σαν να πήγαμε να παρακολουθήσουμε Μάθημα σε Σχολείο, να μας πει σε τίτλους την εξέλιξη του γυναικείου ζητήματος και να μας βάλει στο τέλος και την επιμορφωτική λίστα ανά χώρα κι ημερομηνία που οι γυναίκες κατάκτησαν το δικαίωμα του εκλέγειν. Ασε που στη λίστα δεν είδα την Ελλάδα αλλά το προσπερνώ διότι μπορεί και να έφταιγαν τα ψιλά γράμματα κι η όραση μου…
Όμως, ξαφνικά, στο τέλος είδα να πάνε να φορτώσουν στην ταινία ένα βάρος που η ίδια δεν σηκώνει. Λόγω αυτού που είναι.
Το πρώτο μέρος είναι σχεδόν θαυμάσιο. Είναι το μέρος που χτίζει την ιστορία. Μας γνωρίζει τα πρόσωπα, τις γυναίκες του story, την εποχή (Αγγλία αρχές 20ού αιώνα), και πράγματι συμπονούμε τα πρόσωπα, «ταυτιζόμαστε», κατανοούμε το δράμα τους, κάνουμε σκέψεις. Για το πόσα έχουν τραβήξει οι γυναίκες στη δυτική κοινωνία (στην ανατολίτικη «τραβάνε» ακόμα), για το πώς τις μεταχειρίζονταν, ποια ήταν η θέση μέσα στο σπίτι κλπ, και στο συγκεκριμένο φιλμ η ιστορία αναφέρεται σε γυναίκες εργαζόμενες εκείνης της εποχής, σχεδόν σκλάβες, τόσο των αφεντικών όσο και των συζύγων.
Η ιστορία της κεντρικής ηρωίδας που την υποδύεται η καλή και "λίγη" ΚΑΡΕΙ ΜΑΛΙΓΚΑΝ είναι συνταρακτική. Από παιδάκι στα βάσανα, σιδερώτρα, στο σπίτι την περιμένει ένας άντρας που δεν την καταλαβαίνει κι όταν εκείνη μπλέκεται με το «κίνημα» ο άντρας την «αδειάζει» κι επιτρέπει να δοθεί το παιδί τους προς υιοθεσία σε πλούσια οικογένεια μια κι η γυναίκα καταδικάστηκε για την εμπλοκή της στον αγώνα αλλά και «στιγματίστηκε» κοινωνικά.
Παρόμοιας δύναμης είναι κι οι ιστορίες των άλλων γυναικών, που έχουν supportingρόλους στην υπόθεση (εξαιρετική η ΕΛΕΝΑ ΜΠΟΝΑΜ ΚΑΡΤΕΡ που παίζει έναν κανονικό άνθρωπο κι όχι καρικατούρα αλά Τιμ Μπάρτον στις οποίες εντρυφά συχνά – πυκνά) ενώ το πλαίσιο «δουλεύεται» εξαίρετα από την υπεύθυνη σκηνογραφίας που έχει εισηγηθεί ένα μουντό μπλέ για κυρίαρχο χρώμα και που στήνει υποβλητικά set για όλων των ειδών τους χώρους που κινούνται τα πρόσωπα. Όπως επίσης αυτή η μουντάδα «εποχής» έχει φωτιστεί θαυμάσια.
Οι ιστορίες κλιμακώνονται καλά, συνυφαίνονται εξίσου καλά με το κοινωνικό-ιστορικό πλαίσιο , βλέπουμε την αθέτηση των υποσχέσεων από το επίσημο κράτος, την οργάνωση και τον ξεσηκωμό των γυναικών και στη μέση η ηρωίδα η κεντρική όπου το δράμα της κλιμακώνεται και κορυφώνεται όταν της παίρνουν το παιδί.
Μετά, κινηματογραφικά και καλλιτεχνικά μιλώντας, το δράμα σαν να σταματά. Σαν να μην έχει άλλο κι επαναλαμβάνει πράγματα. Είναι λίγες οι μέρες που την έχω δει και το δεύτερο μέρος, από ένα σημείο και μετά, δεν μου έχει αφήσει τίποτε, δεν μου έχει μείνει. Με έχει πάει απευθείας στο φινάλε όπου διαβάζω όλη αυτή την έκθεση που σας είπα και πιο πάνω και με συγχωρείτε αλλά το έργο που είδα δεν είναι τόσο πυκνό και περιεκτικό στην ολότητα του ώστε να δηλώνει αυτή τη θέση που από τη φύση του νομίζει πως την έχει επειδή πραγματεύεται θέμα από αυτό το ιστορικό κεφάλαιο.
Τι φταίει και συμβαίνει αυτό; Η σεναριογράφος ΑΜΠΙ ΜΟΡΓΚΑΝ είναι πεπειραμένη και ξέρει καλά τη σεναριακή δομή. Δεν δικαιολογείται ότι στο δεύτερο μέρος συμβαίνουν οι «ατέλειες» που επισημαίνω. Μήπως κι η σκηνοθέτης ΣΑΡΑ ΓΚΑΒΡΟΝ είναι που θέλει να του δώσει διαστάσεις ιστορικού κηρύγματος και στο δεύτερο μέρος δεν ζητά πράγματα ή προσπερνά πράγματα για να καταλήξει στην στατιστική έκθεση;
Ενπάση περιπτώσει, δεν εξετάζω και δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχει παρασκήνιο στη συνεργασία, με ενδιαφέρει αυτό που κάνει εντύπωση ενώ όλα πηγαίνουν τόσο καλά στο πρώτο μέρος του έργου.
Μήπως κι έχει να κάνει και με αυτό που κάθε τόσο διαβάζουμε ότι τα γυναικεία θέματα μπορούν να τα χειριστούν καλύτερα οι γυναίκες διότι είναι δικά τους;
Θεωρώ πως στην Τέχνη το ταλέντο πάει μαζί με το βίωμα και στον κινηματογράφο τις καλές ταινίες που έχω δει για γυναικεία ζητήματα και για γυναίκες ηρωίδες τις έχουν κάνει άντρες. Σε αυτού του είδους τους διαχωρισμούς, εγώ δεν πιστεύω.
Η σκηνοθέτης δεν με έπεισε πάντως με αυτή την ταινία και φαίνεται ξεκάθαρα για το πόσο «ξεκούδουνα» χρησιμοποιεί την ΜΕΡΥΛ ΣΤΡΗΠ σε μια guest εμφάνιση, όπου δεν καταλαβαίνουμε πολλά ούτε για το πρόσωπο που υποτίθεται ενσαρκώνει. Να πήγε για φιλική εξυπηρέτηση της σεναριογράφου η οποία της είχε γράψει τη «ΣΙΔΗΡΑ ΚΥΡΙΑ» του τρίτου της Οσκαρ; Ο, τι και νάναι ούτε η Στρηπ δικαιώνεται σε τίποτε από αυτή τη σύντομη συμμετοχή ούτε η σκηνοθέτης παίρνει κάποιο credit.
Τώρα θα κάνω κι αυτοκριτική.
Διότι ξαναδιαβάζω το κείμενο και το βρίσκω αυστηρό . Και δεν δικαιολογείται για ολόκληρη την ταινία. Δεν ένιωθα έτσι ως το «διάλειμμα». Τόσο πολύ να με «χάλασε» αυτή η φροντιστηριακή ολοκλήρωση του τέλους; Η μήπως φταίει το ότι το φροντιστήριο δεν προήλθε από ένα ανάλογο σενάριο, από ένα έργο μεγάλων ανθρωπίνων διαστάσεων, από ένα έπος κυριολεκτικό;