Το χτεσινό μου «τυχαίο», ήταν τέτοιο κατά το ήμισυ διότι κινήθηκα με αφετηρία το ότι ήθελα να δω το ντοκυμαντέρ του ΜΕΝΑΛΟΥ ΚΑΡΑΜΑΓΓΙΩΛΗ «Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ» και παιζόταν στο ίδιο πρόγραμμα με ένα που λεγόταν «ΜΑΚΡΟΒΟΥΤΙ», το οποίο πιθανόν να μην έβλεπα σε άλλη περίπτωση. Για μια ακόμα φορά, το σύστημα «μου» είχε λειτουργήσει.
ΚΙ επειδή προβλήθηκε πρώτο το «ΜΑΚΡΟΒΟΥΤΙ» της ΙΡΙΝΑ ΜΠΟΙΚΟ θα ξεκινήσω από αυτό.
«ΜΑΚΡΟΒΟΥΤΙ»
Αν ήταν ταινία μυθοπλασίας, θα είχαμε σήμερα να μιλάμε για τον «Ντάνιελ Ντέι Λιούις» ή για τον «Εντι Ρεντμέιν» και για το πώς μετέβαλαν το σώμα τους σε λάστιχο και το πρόσωπο τους σε πεδίο έκφρασης αλλά και δραματικής αλήθειας και θα… οσκαρολογούσαμε.
Όμως δεν συνέβη κάτι τέτοιο διότι βρέθηκα ενώπιον ντοκυμαντέρ. Για το οποίο δεν ήξερα τίποτα. Και το οποίο ξεκίνησε με μαυρόασπρη φωτογραφία και με φάτσα κάρτα ένα παραμορφωμένο άνθρωπο , ένα σακατεμένο πλάσμα, που αρχίζει να αφηγείται στο φακό τη δραματική του περίπτωση. Ουκρανή είναι η σκηνοθέτης, η οποία μας καλωσόρισε στην προβολή σε άπταιστα ελληνικά, με τα οποία περιέγραψε εν συντομία τα συναισθήματα της για την ταινία της , Αρμένιος από ό, τι κατάλαβα στη συνέχεια, ο ήρωας. Ο οποίος γεννήθηκε ως ένα φυσιολογικό κι υγιέστατο μωρό αλλά σε ηλικία 8 μηνών έπεσε από τα χέρια της μητέρας του. Και συνέβη αυτό που συνέβη.
Μα από την πρώτη στιγμή , ούτε για δευτερόλεπτο δεν «κλώτσησα», σε στυλ «τι ήρθα να δώ» ή «πώς θα το αντέξω». Με καθήλωσε από την πρώτη εικόνα, από την πρώτη αφήγηση. Το μόνο που είπα στα δέκα πρώτα λεπτά είναι «θα ζητήσει άραγε συγγνώμη η ζωή από αυτό το πλάσμα που το καταδίκασε έτσι;». Μα δεν χρειάστηκε διότι την απάντηση μου την έδωσε ο ίδιος ο ήρωας, ο οποίος τελικώς ήταν ΑΥΤΟΣ που ζητούσε τη δική του συγγνώμη καθώς αφηγείτο την Οδύσσεια του και τη διαδρομή του. Με την καταφυγή του στην Τέχνη, που τον απέτρεψε από την αυτοκτονία, με τη ζωή που παρακάτω του επιφύλασσε δώρα κι ανταλλάγματα για το κακό που του προξένησε, με μια γυναίκα που τον λάτρεψε, και τελικώς τον παντρεύτηκε κι έκαναν και παιδί , με τον ίδιο να καλλιεργεί αναγκαστικά το πνεύμα του και να καταλήγει στο ότι κάποιος λόγος υπήρχε για να του συμβούν όλα αυτά, με τον ίδιο να ανακαλύπτει στο τέλος και τον λόγο κάνοντας μια δριμύτατη αυτοκριτική για τα πάθη του που θα τον είχαν παρασύρει αν δεν είχε μεγαλώσει ως «ατυχηματίας» και δεν θα είχε φτάσει σε αυτά τα επίπεδα οικογενειακής ευτυχίας και καλλιέργειας, να καταλήγει σε ντοστογιεφσκικό ήρωα με αγωνίες «μπεργκμανικές» πάνω στη «σιωπή» του Θεού και στη βαθύτατη εξήγηση περί του γιατί ο Ανθρωπος αισθάνεται πάντα μόνος, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Κι όλα αυτά, επειδή η σκηνοθέτης όχι μόνο είναι ικανή κι ανθρώπινη αλλά επειδή ξέρει και τη δουλειά της και κυρίως το ότι ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ. Ναι, διότι το ντοκυμαντέρ της είχε ΣΕΝΑΡΙΟ. Είχε δομή, είχε αφήγηση, είχε κεντρικό ήρωα, είχε αρχή μέση και τέλος όχι με τη σειρά του… Γκοντάρ αλλά του… Αριστοτέλη. Θυμήθηκα και πάλι το περιστατικό στη Σάμο, σε ένα συνέδριο για το ντοκυμαντέρ προ 18ετίας περίπου με εκείνη τη δόλια την Αμερικάνα που βγήκε να μιλήσει για τις ανάγκες του σεναρίου ΚΑΙ στο ντοκυμαντέρ, και τους Ελληνάρες από κάτω που τη χλεύαζαν. Όπως κάνει πάντα η Αγνοια απέναντι στη Γνώση.
Δεν άξιζε απλώς το τυχαίο θα το είχα χάσει αν ακολουθούσα το «πρόγραμμα», μα άξιζε και για δεύτερο λόγο διότι τόσο «γέμισα», που σε άλλη περίπτωση δεν θα είχα μείνει στην αίθουσα για επόμενο, θα είχα βγει ώστε να το κρατήσω μέσα μου όσο περισσότερο γίνεται. Και τότε, θα έχανα το ντοκυμαντέρ του Καραμαγγιώλη για το οποίο ξεκίνησα και το οποίο ακολουθούσε.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Ο ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΑΡΑΜΑΓΓΙΩΛΗΣ με έπεισε για ένα ακόμα πράγμα στο οποίο πιστεύω: ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ και ΚΛΑΨΑ είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, παντελώς άσχετα μεταξύ τους. Η ευαισθησία έχει να κάνει με τις κεραίες, με το τι συναισθάνεται κανείς πως συμβαίνει γύρω του. Και ψάχνει να το βρει, να το προσεγγίσει, να το εκθέσει, να το δώσει. Κι όχι με το πόσο εύκολα κλαίει, που προσωπικά μου είναι κι αντιπαθές επειδή καταλήγει στην εντύπωση.
Που στο διάολο το βρήκε αυτό το θέμα ο Καραμαγγιώλης; Στις φυλακές της Αυλώνας λοιπόν έχουν φτιάξει σχολείο. Με κανονικούς εκπαιδευτικούς. Που έρχονται και κάνουν μαθήματα στους φυλακισμένους οι οποίοι θέλουν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους. Κι εκεί μέσα βρίσκεται ένας Λιθουανός ο οποίος συνελήφθη για ναρκωτικά με το που είχε έρθει στην Ελλάδα, τον έβαλαν φυλακή, κι αυτός εκεί μέσα αποφάσισε όχι μόνο να μάθει τα ελληνικά αλλά να πάει και σχολείο κανονικά. Για να αποδείξει ότι είναι μαθηματική διάνοια, πήρεκαι βραβείο από τη Μαθηματική Εταιρεία, τελικώς αποφυλακίστηκε, σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο, γλύτωσε και την απέλαση..Κι όλα αυτά χάρη αφενός στον εαυτό του αλλά ΚΑΙ στους δασκάλους, στους εκπαιδευτικούς που με αυταπάρνηση πάνε εκεί και διδάσκουν φορτώνοντας το ήδη φορτωμένο πρόγραμμα τους. Είναι καταπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο ο Καραμαγγιώλης ξετυλίγει το θέμα του, με απίστευτες εικόνες μέσα από τη φυλακή, με μια άλλη προσέγγιση της έννοιας «ταινία φυλακών»- πόσο μάλλον «ντοκυμαντέρ φυλακών»-πως παρεμβάλει τις δηλώσεις και τις παρεμβάσεις των εκπαιδευτικών, πως φτιάχνει κινηματογραφικά την προσωπικότητα του αληθινού ήρωα του, του Ρόκας (έτσι λένε τον Λιθουανό), πως μαθαίνουμε τα πάντα γι αυτόν, πως ερχόμαστε σε επαφή και με τη δημιουργία μιάς φιλίας με ένα άλλο παιδί που ήταν από εντελώς άλλη αιτία φυλακισμένος (συμμετείχε στα επεισόδια για τη δολοφονία Γρηγορόπουλου), πως δίνει το παρόν στην πρώτη μετά από χρόνια φυλάκισης τριήμερη άδεια του φίλου, μάθαμε ακόμα και για τις φιλίες των φυλακών, χάρη στην ανθρωπιά που έψαξε να αναδείξει και το κατάφερε στον υπέρτατο βαθμό ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης.
Αισθάνθηκα πραγματικά καλύτερος άνθρωπος μετά από αυτό το διπλό πρόγραμμα.
Μωρέ και σήμερα στο «τυχαίο» θα το ρίξω κι ό, τι θέλει ας γίνει.