Το έργο δεν είναι ένα έργο γύρω από τους άστεγους μα γύρω από τη σχέση του συγγραφέα ΑΛΑΝ ΜΠΕΝΕΤ στα νιάτα του με μια εκκεντρική, άστεγη κυρία που ζει σαν αληθινή κλοσάρ σε ένα βανάκι κι ο συγγραφέας της επέτρεψε να το παρκάρει έξω από την πόρτα του σπιτιού του και να μείνει εκεί για κάμποσα χρόνια. Με τον κόσμο γύρω, να σχολιάζει αυτή την παράδοξη άφιξη κι εγκατάσταση στην κάπως αριστοκρατική γειτονιά. Οσο εκκεντρική είναι η κυρία άλλο τόσο εκκεντρικοί είναι κι οι γείτονες που την σχολιάζουν, άλλο τόσο εκκεντρικός είναι κι ο συγγραφέας που παλεύει με δύο εκδοχές του εαυτού του.
Ηταν λέει αληθινό θέμα, είναι αληθινό και το πρόσωπο, κι ο συγγραφέας είναι αληθινός, είναι και γνωστός, είναι ο Αλαν Μπένετ που έχει γράψει μεταξύ άλλων και το «Η τρέλα του Γεωργίου Γ’» καθώς και το «The History Boys», που και τα δύο μεταφέρθηκαν στην οθόνη από τον ιδιο σκηνοθέτη, τον ΝΙΚΟΛΑΣ ΧΑΥΤΝΕΡ, που μεταφέρει και τούτο εδώ.
Με άλλα λόγια, θεατρική είναι η αφετηρία του έργου κι αν δεν ήταν θεατρικό, με αυτό το θέμα δεν ξέρω τι κινηματογράφος θα έβγαινε.
Βέβαια, κι ως θεατρικό, ως έργο δηλαδή, είναι κάτι «μικρό» που του δίνει διαστάσεις το ιδιάζον βρετανικο χιούμορ αλλά του αφαιρεί δυνατότητες η απουσία ποίησης. Δεν είναι ούτε καθ’ υποψίαν μια «Τρελλή του Σαγιό», δεν έχει τέτοιες φιλοδοξίες. Θεατρικό, όμως, του Αλαν Μπένετ, που το ερμήνευσε η ΜΑΓΚΥ ΣΜΙΘ, άρα εργάκι για μεγάλη θεατρίνα και σε αυτή την ηλικία που να τις βρείς, άρα έτοιμο και για τον κινηματογράφο με σκηνοθέτη τον Χάυτνερ, ο οποίος αφενός δεν έχει τα skills, που λένε κι οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι, για να κάνει κινηματογράφο- που δεν ξέρουν όμως ούτε οι κριτικοί πώς να τον ορίσουν, απλώς αμολούν ένα περί «θεατρικού» και νομίζουν ότι έτσι «καθάρισαν» ενώ στην ουσία ο Χάυτνερ μπορεί και δίνει με κινηματογραφικό τρόπο την κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού, που ποτέ δεν είναι στατικό, που είναι γεμάτο κοντινά πλάνα , κάτι δηλαδή εντελώς κινηματογραφικό (θυμόμαστε και τις «Μάγισσες του Σάλεμ» από το θεατρικό του Αρθουρ Μύλερ) , που δεν βάζει ποτέ τους ηθοποιούς να παίζουν «μετωπικά», όπως θα έκανε στο θέατρο, παίζουν όπως θα έπαιζαν και στον κινηματογράφο . Ανάλογα με το πώς ορίζει η γωνία λήψης. Αρα, δεν είναι απολύτως «θεατρικό» όλο αυτό. .Στο «The history boys», όμως, προδόθηκε η απουσία των κινηματογραφικών ικανοτήτων διότι μια παράσταση που μάγευε στην αίθουσα «Ολιβιέ» του Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας, κυρίως με την κινηματογραφικότητα του σκηνικού της, στην οθόνη από τον Χάυτνερ δεν μπόρεσε να βρεί την κινηματογραφική αναλογία της μαγείας και κατέληξε στην πεζότητα.
TOOBRITISH κι η ερμηνεία της ΜΑΓΚΥ ΣΜΙΘ. Το παίξιμο της οποίας, εδώ που τα λέμε, είναι τρομερά ΕΞΕΖΗΤΗΜΕΝΟ. Δεν είναι κινηματογραφικό παίξιμο αυτό, όμως, από την άλλη μία εκκεντρική ηρωίδα πως μπορεί να παιχθεί με τόνους ρεαλιστικούς κι «αμερικάνικους» ή με την μέθοδο της Σχολής Στανσλάβσκι είτε για «Actors Studio» μιλάμε είτε και για Μόσχα, , όταν είναι γραμμένη με αυτό τον τρόπο. Πως μπορεί να παιχθεί χωρίς «εκζήτηση» η εκκεντρικότητα η οποία ορίζει ένα χαρακτήρα σε όλα του τα σημεία;
Η Μάγκυ Σμιθ βέβαια έχει επενδύσει πάνω σε αυτό, είναι μια ηθοποιός που εδώ και 50 χρόνια, έφερε τον θεατρικό της αέρα στην οθόνη κι εδώ είναι που φαίνεται η μεγάλη τέχνη της, ότι το εμπλούτιζε σταδιακά, λίγο – λίγο. Στην αρχή έβαλε στοιχεία του θεατρικού αέρα που είπαμε και σιγά σιγά ο κινηματογράφος με τη σειρά του άρχισε να της προσφέρει δικές του εκκεντρικές ηρωίδες ή εκείνες που προέρχονταν από το βρετανικό θέατρο , διότι με τα χρόνια αποδεικνυόταν ότι καμία άλλη δεν θα μπορούσε να το κάνει έτσι , διότι καμία άλλη δεν έδωσε τόσο κόπο και μόχθο στο να παίζει εκκεντρικές Βρετανίδες στην οθόνη. Βέβαια, είδαμε τη διαφορά του παιξίματος της στις αμερικάνικες ταινίες της, πόσο εκεί τις προσάρμοζε στον αμερικάνικο ερμηνευτικό και δη κινηματογραφικό τρόπο με ΑΠΟΘΕΩΣΗ την ερμηνεία της ως ηρωίδα του Νιλ Σάιμον στο «California Hotel» που της εξασφάλισε το δεύτερο της Οσκαρ. Το εξεζητημένο παίξιμο στην απογείωση της εκκεντρικότητας της το επέτρεψε ο Τζορτζ Κιούκορ όταν τόλμησε να σκηνοθετήσει την 38χρονη Μάγκυ σε ρόλο 80χρονης παράδοξης ηρωίδας του Γκράχαμ Γκρην στο «Ταξίδια με τη θεία μου». Και της αναγνωρίστηκε η θεατρική ποιότητα κι αξία σε ένα παίξιμο με το οποίο σκηνοθέτες του κινηματογράφου θα είχαν θέμα. Ηταν πιο εξεζητημένο το παίξιμο της κι από το «Η δεύτερη νιότη της Τζην Μπρόντυ», το έργο που ουσιαστικά την καθιέρωσε στο σινεμά χαρίζοντας της το πρώτο της Οσκαρ, όπου εκεί μιλούσαμε ακόμα για θεατρικό αέρα, με τον οποίο έδινε ανατάσεις στην επίσης ιδιόρρυθμη ηρωίδα της. Όμως ήταν ακόμα προσεκτική κι αυτοελεγχόμενη.. Μετά την ταινία του Κιούκορ, άρχισαν να της το ζητάνε όλο και περισσότερο, παράλληλα η καριέρα στο θέατρο πήγαινε από θρίαμβο σε θρίαμβο , την έχω θαυμάσει σε πολλές παραστάσεις στο Λονδίνο (μπορεί και συνδυάζει την εκκεντρικότητα με την κωμικότητα και την επιβλητική παρουσία στη σκηνή απολήγοντας στην αποθέωση του γκροτέσκο), όπου με τα χρόνια αυτό που της ζητούσαν κι αυτό που έκανε όλο και πιο αφημένη σε αυτό, ήταν η «θεατρικότητα» αφού της πρόσφεραν κυρίως τέτοιες ηρωίδες. Στην ηλικία που είναι κι εξακολουθεί να βρίσκει ρόλους σε σκηνή κι οθόνη ως πρώτο όνομα, είναι λογικό να την «πουλάνε» στο κοινό με αυτό το trademark.
Πάντως δεν μπορούμε να μιλάμε για «πειστική», όπως διάβασα κάπου, ερμηνεία όταν παίζει έτσι κι όταν ο ρόλος είναι κι αυτός έτσι. Πειστικότητα δεν είναι, είναι , όμως, η μαγεία του ξεπερασμένου στις μέρες μας θεατρινισμού, που, όμως, για να τον υπηρετήσεις και να τον λειτουργήσεις, πρέπει να είσαι μεγάλος κι αληθινός ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ . Δείτε, όμως, τις πέντε ερμηνείες που προκρίθηκαν φέτος για το Οσκαρ και θα μπορέσετε άνετα να καταλάβετε ότι αυτό της Μάγκυ Σμιθ δεν είναι παίξιμο για βράβευση σε συνθήκες κι απαιτήσεις φακού κι οθόνης.
.