Η ταινία διαθέτει όλα τα στοιχεία που θα την χαρακτήριζαν «ελληνική» με μια σύγχρονη αντίληψη για ένα κινηματογράφο που να απευθύνεται σε ευρύ κοινό και συγχρόνως να έχει και ποιότητα, διαθέτει όμως και τα σφάλματα που συναντάμε κυρίως σε ελληνικές ταινίες και να που εδώ οι υπεύθυνοι δεν είναι Ελληνες κινηματογραφιστές αλλά Γερμανοί συνάδελφοι τους.
Αναφέρομαι στο φινάλε της ταινίας όπου τέτοιο φινάλε μόνο σε ελληνική ταινία θα κατηγορούσαμε και δεν κατάλαβα το πώς ο Γερμανός σκηνοθέτης που σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δείχνει ΙΚΑΝΟΤΑΤΟΣ καθώς κι οι σεναριογράφοι, όπου ο ένας εκ των δύο είναι ο σκηνοθέτης (ο συνεργάτης ονομάζεται ΙΠΕΚ ΤΣΟΥΜΠΕΡΤ κι είναι η σύζυγος του σκηνοθέτη) , που επίσης έχουν γράψει ένα καλά δομημένο σενάριο (αν και «μαρτυρά» καταβολές, έως ένα βαθμό από το «Τρέξε Λόλα τρέξε») να καταφεύγουν σε μιά τέτοια ασάφεια και να χύνουν την καρδάρα. Διότι το γενικό πλάνο με την Ελληνίδα ηρωίδα στο κρεβάτι του νοσοκομείου όπου οι θεατές περιμένουμε εναγωνίως να μάθουμε αν έσωσε τελικά το έμβρυο που φέρει στην κοιλιά της ή αν το έχασε, δεν μας ξεκαθαρίζει αν η ηρωίδα κλαίει η αν γελάει. Από τέτοια απόσταση που αποφάσισε να την κινηματογραφήσει, χωρίς να της κάνει ένα κοντινό ώστε να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Και το αμέσως επόμενο καρέ όπου η Γερμανίδα ηρωίδα ψεύδεται στον άνδρα της ότι συναντήθηκε με την Ελληνίδα… άντε τωρα να βρεις άκρη.Το έσωσε το μωρό η μια; Γιατί η άλλη να πει ψέματα;
Δίνω πολύ μεγάλη έμφαση σε τούτο το φινάλε διότι με άφησε εντελώς αμήχανο στο να καταλάβω με βεβαιότητα τι συνέβη κι όχι να υποθέσω ούτε να μυρίσω τα νύχια μου, μα το ίδιο συνέβη και με τους θεατές που έβγαιναν από την αίθουσα οι οποίοι ήθελαν να δηλώσουν ευχαριστημένοι από το έργο που είχαν δει αλλά οι δημιουργοί προτίμησαν να τους αφήσουν αμήχανους.
Μου έκανε εντύπωση που άνθρωποι οι οποίοι έδειχναν σε όλη τη διάρκεια του φιλμ ότι ξέρουν πολύ καλά τη δουλειά τους, έδωσαν τόσο μικρή σημασία στην έννοια φινάλε και στο όνομα της «ελλειπτικότητας» δεν κατάλαβαν ότι θυσίαζαν τη συνολική υπόσταση του έργου.
Το φινάλε είναι καθοριστικό στα έργα, είναι αυτό που μπορεί να ανεβάσει στα ύψη ή και να ρίξει στα τάρταρα ένα έργο, ακριβώς επειδή είναι η τελευταία εντύπωση.
Όμως..αυτά τα. .δυσάρεστα συνέβησαν μόλις στο τελευταίο λεπτό. Θα ήταν λοιπόν αδικία να μέναμε προσκολλημένοι σε αυτό διότι μέχρι εκείνη την «καταραμένη» στιγμή του τέλους, το έργο ήταν έως κι εξαιρετικό και στο θέμα του και στην ανάπτυξη του και στον τρόπο έκθεσης των περιστάσεων και στη δομή του και στο ρυθμό του (το είδα χωρίς διάλειμμα και δεν συναισθάνθηκα την ανάγκη του αν κι είμαι οπαδός της παλαιάς αυτής σχολής που θέλει το διάλειμμα για «μια ανάσα» του θεατή) μα και στα πλαίσια των συμπαραγωγών με το εξωτερικό που το βρήκα ευοίωνο.
Εκτίμησα τον τρόπο που το σενάριο «παντρεύει» τις δύο χώρες, Ελλάδα και Γερμανία, στα χρόνια της κρίσης, που κάνει ένα έργο της εποχής της κρίσης και εντάσσει απολύτως τα πρόσωπα σε αυτήν, χωρίς να κάνουν έργο «για» την κρίση και να λένε λόγια βαριά και παχιά.
Μια Ελληνίδα, η Ελενα, οικονομικά ζορισμένη, αποφασίζει να πάει στη Γερμανία, στην Φρανκφούρτη συγκεκριμένα, και να δουλέψει εκεί, παρά τις αντιρρήσεις του Ελληνα φίλου της, ο οποίος αρνείται να την ακολουθήσει. Τα πράγματα όμως στη Γερμανία δεν πάνε τόσο καλά για την Ελενα όσο τα υπολόγιζε, τελικώς πιάνει δουλειά ως babysitter για να φροντίζει το κοριτσάκι ενός ζευγαριού που κι οι δύο εργάζονται. Και πάνω που πιάνει δουλειά ως «νταντά» του παιδιού, ανακαλύπτει τη δική της εγκυμοσύνη. Κι είναι κι ανασφάλιστη. Στην προσπάθεια της να διαχειριστεί τα προβλήματα θα πέσει θύμα του «ενός κακού μύρια έπονται» …. και μια μέρα που έχει βγάλει το παιδί βόλτα και σταματά σε ένα φούρνο να του αγοράσει κάτι για να φάει, επιστρέφει και στο καρότσι που άφησε στην είσοδο του φούρνου, δεν υπάρχει μωρό..!! Τρελαίνεται, πανικοβάλλεται, εξαφανίζεται. Και τότε η Γερμανίδα μάνα, κυριευμένη από αγωνία αλλά κι από ενοχές, αρνούμενη να δεχτεί τις «τεμπέλικες» εξηγήσεις που της δίνουν οι Αρχές της χώρας της, αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα, να ψάξει να βρει την Ελενα και ίσως και το μωρό της…Και δεν θα πω άλλα, η υπόθεση στην Ελλάδα περιπλέκεται αρκετά και με πολύ ικανοποιητικό τρόπο. Διότι η εξαφανισμένη Ελενα κατηγορείται και για απαγωγή παιδιού.
Ωραίο δεν «ακούγεται»; Κι ωραίο είναι! Και τα σεναριακά ευρήματα είναι ωραία όπως του να γεμίσει η Γερμανίδα την Αθήνα με φωτογραφίες του παιδιού και της Ελενας και να την «κυνηγήσουν» τώρα οι Αρχές της δικής μας χώρας, όπως κι ο ρόλος του διερμηνέα που μπαίνει στη ζωή της και τον παίζει θαυμάσια και με ανταπόκριση του φακού στο πρόσωπο του ο ΑΚΥΛΛΑΣ ΚΑΡΑΖΗΣΗΣ -δεύτερο σφάλμα του σεναρίου ότι ο ρόλος του Καραζήση σήκωνε περισσότερη αξιοποίηση κι «εμπλοκή» στα προσωπικά της Γερμανίδας αφού έχουμε δει ότι υπάρχει και μία «στενότητα» στη σχέση με τον άνδρα της αν κι έχει προηγηθεί ένα εν Γερμανία εύρημα που μας έχει δώσει εξηγήσεις για τη σχέση τους. Και του Καραζήση τα φανερωμένα προσόντα θα αξιοποιούσε αλλά και στην ιστορία-κατεπέκταση και στην ταινία- θα έδινε μια παραπάνω διάσταση.
Εξαιρετική η Γερμανίδα ηθοποιός, η ΓΙΟΡΝΤΙΣ ΤΡΙΜΠΕΛ, καλή ηθοποιός κι ωραία γυναίκα, με αβίαστο κι αληθινό παίξιμο, με συναίσθημα κι ελεγχόμενη «υστερία» στις σκηνές των δικαιολογημένων προσωπικών εκρήξεων και με πολύ όμορφα, καθόλου ψυχρά, μάτια. Κι οι Ελληνες συμπρωταγωνιστές τα πάνε καλά, η ΧΑΡΑ ΜΑΤΑ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ που την είδαμε και στον «Νοτιά» κι ο ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΤΟΤΣΙΚΑΣ που παίζει τον υπομονετικό φίλο της Γιαννάτου.
Ω, ναι, τον υπομονετικό φίλο και τον παίζει πολύ καλά ως υπομονετικό, όπως κι η Γιαννάτου παίζει πολύ καλά την ξεροκέφαλη Ελενα, τέτοιο εκνευριστικό άτομο ισχυρογνωμοσύνης, να θέλει να κάνει το δικό της και να τα κάνει παντού μαντάρα και να επιμένει…, υπήρχαν στιγμές που με έβγαλε από τα ρούχα μου - που λέμε.
Εννοείται πως αυτό είναι ΥΠΕΡ του σεναρίου αλλά και της ηθοποιού που έφτιαξαν ένα ολοκληρωμένο χαρακτήρα με τον οποίο ο θεατής να ζει συναισθήματα.