Ως γνήσιο έργο ΤΕΧΝΗΣ είναι δύσκολο. Γι αυτό κι ο θεατής πρέπει να πάει ενημερωμένος και προμελετημένος. Ώστε να ξέρει τι πάει να δει και να του αφεθεί για να μπορέσει να μυηθεί. Διότι ως τέτοιο έργο είναι πάνω από όλα ένα έργο ΥΠΟΒΟΛΗΣ κι όχι αφήγησης, εξιστόρησης. Βεβαίως κι έχει αφήγηση αλλά η προσπάθεια του που καταλήγει σε επίτευγμα είναι να σε υποβάλει σε αυτό που θέλει ο σκηνοθέτης κι αυτό είναι μια μύηση στην έννοια ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ.
Μια πολιτισμική «σύγκρουση» είναι το μοτίβο στο οποίο κινείται το φιλμ, το οποίο είναι δράμα, αλλά και μας μεταφέρει σε μια περιοχή του Αμαζονίου όπου ένας Γερμανός εξερευνητής το πάλαι ποτέ κι ένας Αμερικανός συνάδελφος του 40 χρόνια αργότερα, σε κοινή αναζήτηση πραγμάτων, μυήθηκαν και «ιάθηκαν» από τον ίδιο «μέντορα»- «shaman» τον αποκαλούν, καθώς έψαχναν για ένα θεραπευτικό φυτό της περιοχής. Αυτός ο shaman είναι ένα πολιτισμικό απομεινάρι, ένας τελευταίος ηγέτης, μιάς περιοχής που αποψιλώνεται κι ως φύση κι ως ανθρώπινο στοιχείο από την ξένη εισβολή, την επέλαση των Δυτικών, που ακόμα και καλοπροαίρετα έρχονται κάτι να του βρουν για να του το πάρουν. Κι όταν αφαιρείς, διαταράσσεις την ισορροπία της φύσης, του πολιτισμού, του περιβάλλοντος.
Ο Σίρο Γκιέρα μας μεταφέρει σε ένα Αμαζόνιο μαυρόασπρο, το έχει γυρίσει μαυρόασπρο το φιλμ, σαν να μη θέλει να γοητευθούν οι δυτικοί προπαντός θεατές από τον έγχρωμο Παράδεισο του Αμαζονίου και θελήσουν να κάνουν οργανωμένες επιδρομές ώστε να μη μείνει τίποτε όρθιο. Το μαυρόασπρο γίνεται κι αποτρεπτικό στοιχείο για την εμπορικότητα της ταινίας διότι κι εγώ ο ίδιος, δεν το κρύβω, πως ήθελα το χρώμα για να ταξιδέψω καλύτερα σε εκείνα τα μέρη. Όμως ο Γκιέρα με την επιλογή του αυτό που μας δείχνει είναι ότι πρόκειται για πραγματικό καλλιτέχνη, που δεν θέλει να γίνει ασύμμετρος ή , το κυριότερο, ασυνεπής με το έργο του και με το περιεχόμενο του, δεν θέλει να προβάλει τουριστικά τον Αμαζόνιο. Συμμορφώθηκα αμέσως με την ταινία, κατάλαβα πως ο Αμαζόνιος στον οποίο ο Κολομβιανός σκηνοθέτης ήθελε να με ταξιδέψει, ήταν ο δικός «του» Αμαζόνιος, το σύμβολο ενός πολιτισμού που ακόμα και τα κινηματογραφικά συνεργεία όταν τον επισκέπτονται, κάτι θέλουν κι αυτά να του πάρουν: Το χρώμα, που του δώρισε σπάταλα ο Θεός , η Φύση, το Σύμπαν, και βέβαια ως τέτοιο που είναι, μαγεύει, γοητεύει κι ανοίγει την όρεξη στις τουριστικές επιδρομές.
Εδώ θα δούμε ένα άλλο Αμαζόνιο, κοιτίδα πολιτισμών που κρύβει, ανθρώπων που ζυμώθηκαν με αυτόν και με την ζούγκλα του, και τα όσα κρύβει είναι «ιάματα» αιώνων.
Δεν κάνει κήρυγμα η ταινία, οι άνθρωποι που μιλούν, εκείνοι που υποφέρουν, οι άλλοι που καραδοκούν είναι που δηλώνουν την βαθιά ύπαρξη της ταινίας κι αυτό που στο βάθος-αλλά και στην επιφάνεια!- εκπροσωπεί.
Κι είναι αυτό που αποκομίζουν κι οι δύο Δυτικοί εξερευνητές, πως το ταξίδι στην περιοχή αυτή του Αμαζονίου (στην Κολομβιανή περιφέρεια του, αν το κατάλαβα σωστά μα και λόγω εθνικότητας του σκηνοθέτη), που ξεκινά να μοιάσει με βοτανολογική εμπειρία, καταλήγει σε ένα ταξίδι εσωτερικό και των δύο. Σε ένα ταξίδι ανακάλυψης των εαυτών τους, σε μια διαδρομή που με τη βοήθεια του σοφού Καραμακάτε, του shaman που λέγαμε στην αρχή, θα μάθουν το μυστικό της ίασης και ποιο πραγματικά είναι. Όπως κι οι θεατές μαζί με αυτούς, που θα παρασυρθούμε από τα λόγια του shaman, να μάθουμε να ακούμε το ποτάμι τι έχει κάθε φορά να μας πει, να μάθουμε να «διαβάζουμε» τα θροΐσματα των φύλλων από τα δένδρα, να κατανοήσουμε τη βαθύτερη έννοια της λέξης πολιτισμός, να αντιληφθούμε πως κι αυτοί που αναζητούν καλοπροαίρετα, όπως ανέφερα και σε προηγούμενη παράγραφο, δεν έχουν στην ουσία αντιληφθεί ότι ο πολιτισμός αλλά κι η θεραπεία δεν είναι ένα ορθολογιστικό κομμάτι, δεν είναι ένας καρπός που τον κόψαμε και τον μεταφυτεύσαμε ή τον γευτήκαμε μα είναι μέρος ενός όλου που έτσι κι αφαιρεθεί ,διαταράσσει τα γύρω του και που όλα αυτά μαζί κουβαλούν Σοφία αιώνων, που ενστικτωδώς ο ντόπιος, ο «ιθαγενής», ο «άγριος» μπορεί και τα προσεγγίζει επειδή τα φέρει εντός του.
Γι αυτό και λέω πως ο θεατής σε αυτό το έργο δεν πρέπει να πάει ανενημέρωτος.
ΥΓ. Για σκεφθείτε να γίνει το έργο κλασικό και να βρεθεί στο διάβα του ένας χυδαίος έμπορας που για να το κάνει πιο ελκυστικό και να το πουλήσει σε τηλεοράσεις, να θελήσει να το «χρωματίσει».