Η ταινία αρχίζει εξαιρετικά και το ίδιο εξαιρετικά προχωρεί. Στο τέλος μόνο συναισθανόμαστε ότι «κάτι» έλειπε και δεν φταίει το φινάλε, που κάποιοι θεατές του χρεώνουν αυτό το «κάτι» που έλειπε, το φινάλε είναι κι αυτό μια χαρά, το «κάτι» θα το πούμε πιό κάτω.
Αρχίζει λοιπόν εξαιρετικά βάζοντας μας ΑΜΕΣΩΣ σε κλίμα. Στη χειμωνιάτικη Αντίπαρο, που θα μπορούσε στη θέση της να είναι κι ένα οποιοδήποτε άλλο νησί με τουριστική κίνηση το καλοκαίρι κι ερημιά τον χειμώνα. Υποδεχόμαστε λοιπόν στο νησί μαζί με τον Δήμαρχο, ή μάλλον «κατεβαίνουμε» κι εμείς στο νησί από το ίδιο βαπόρι με τον κεντρικό ήρωα και μας υποδέχονται ο δήμαρχος που τον παίζει θαυμάσια ο ΠΑΥΛΟΣ ΟΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, και η μουντάδα του χειμωνιάτικου τοπίου, καθώς κι οι έρημοι δρόμοι, ο τρόπος ζωής τον χειμώνα , οι φιλόξενοι κάτοικοι που αμέσως γίνονται φιλικοί, τα ταβερνάκια που είναι ο μόνος χώρος για να σκοτώσει εκεί κανείς την πλήξη του. Άλλη επιλογή δεν έχει ώσπου να έρθει το καλοκαίρι και να γίνει ξανά το σώσε όπως υπόσχεται στον ήρωα ένα βράδυ στο ταβερνάκι ο πονηρός τύπος του νησιού, ο Τάκης, που τον παίζει κι αυτόν πολύ εύστοχα ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΟΡΤΕΚΗΣ, τον οποίο είχα προσέξει και στο «ΜΙΚΡΟ ΨΑΡΙ» του ΓΙΑΝΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ, ο οποίος Οικονομίδης εμφανίζεται και στην ταινία, αποδοτικά κι αυτός ,στο ρόλο ενός φιλικά διακείμενου ντόπιου.
Είναι από τις καλές φορές που μια ελληνική ταινία σε βάζει αυτομάτως στο κλίμα της κι αυτό το κλίμα σου γεννά συναισθήματα. Γαλήνης από τη μια, πλήξης από την άλλη, περιέργειας ενδιάμεσα.
Ο ήρωας μας είναι γιατρός, 40 και κάτι όπως ορίζεται, κι έχει πάει να αναλάβει το ιατρείο του νησιού. Το σενάριο γράφει θαυμάσιες σκηνές στο πρώτο μέρος που όλες έχουν να κάνουν με τον τρόπο ζωής του συγκεκριμένου γιατρού, στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, στο χειμώνα. Μόνος ο γιατρός, μοναχικός τύπος, κάθε άλλο παρά γόης, κλειστός δείχνει, όχι πολύ κοινωνικός, δεν μαθαίνουμε σχεδόν τίποτε για τον εαυτό του ως προς το παρελθόν του. Πέραν του ότι είναι μόνος. Ελπίζουμε ότι παρακάτω κάτι θα μάθουμε ώστε να μας γίνει πιο ολοκληρωμένος.
ΚΙ έρχεται το καλοκαίρι, κι η ταινία δεν αλλάζει κλίμα, μα το νησί είναι που αλλάζει «κλίμα» (ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΗΣ στη φωτογραφία κάνει μια πολύ καλή δουλειά με το χειμωνιάτικο και το καλοκαιρινό φως του νησιού- όπως κι ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΕΣΛΕΜΕΣ στη μουσική συνοδεία- έρχονται κι οι δύο από τις βραβευμένες επιτεύξεις τους στο «ΤΕΤΑΡΤΗ 04.45»), κόσμος, φασαρία, τουρισμός, μπάρ, γκόμενες, γκόμενοι, κυριολεκτικά ένας χαμός. Ο γιατρός θα νιώσει ένα «πετάρισμα» στην καρδιά για μια Ελληνίδα τουρίστρια, κάπως «ξεπεταγμένη» που τον επισκέφτηκε στο ιατρείο μαζί με τον τρελο-παρέα της, θα γίνει ακόλουθος της παρέας, θα ερωτευθεί κάργα την τουρίστρια, θα αρχίσει να προβάλλει ερωτικές διεκδικήσει, να χάνει τον έλεγχο του, να χάνει στη συνέχεια τα αβγά και τα πασχάλια. Για μια ακόμα φορά θα έρθει να αποδειχτεί ότι τα ταμεία στον έρωτα κλείνουν αρνητικά κι ο γιατρός θα πληρώσει το τίμημα του. Θα καταλήξει ένα τραγικό πρόσωπο, όχι πως δεν ήταν εξ αρχής για λύπηση έτσι όπως τον παρακολουθούσαμε στη μοναχική του κατάσταση κι έτσι όπως τον σχεδίασε και τον στόλισε και τον ζωγράφισε στην κάθε του λεπτομέρεια ο ΜΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ που βάζει από τώρα υποψηφιότητα για το βραβείο της Ελληνικής Ακαδημίας του επόμενου χρόνου.
Να πω εδώ ότι είναι εξαιρετικό και το κορίτσι που παίζει την Ελληνίδα τουρίστρια, την Αννα, η ΕΛΛΗ ΤΡΙΝΓΚΟΥ, με αλήθεια στο παίξιμο της αλλά και με αποχρώσεις στα όρια που βάζει το σενάριο στην ηρωίδα της και στις συμπεριφορές της.
Να πω επίσης πως εκτός από το κλίμα που είναι ένα επίτευγμα του σκηνοθέτη, έχουμε κι ένα ακόμα εξίσου σημαντικό επίτευγμα, την ροή , την κλιμάκωση, το ρυθμό, όπου ένα μοντάζ που δεν φαίνεται (κι άς έγραψε κάτι ο κριτικός του «Variety» για μια σκηνή πως τον πείραξε , λέει, ένα τραγούδι που τους συνόδευε σε μια διαδρομή με το μηχανάκι- και φυσικά το βρίσκω επουσιώδες ώστε να συμφωνήσω μαζί του) δίνει ακόμα και διαστάσεις θρίλερ καθώς περιμένουμε εναγωνίως να συμβεί κάτι που μάλλον μας προδιαθέτει για «επερχόμενο κακό» (μοντέρ ο ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΣΤΡΑΤΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ).
Και νομίζω πως ήρθε η στιγμή να προβάλλω τη δική μου ένσταση σε κάτι, ως προς το σενάριο κι ως προς αυτό που αφήνει αμήχανους θεατές, όπως άκουγα κατά την έξοδο μου από τη γεμάτη αίθουσα που το παρακολούθησα για το τι συμβαίνει ακριβώς στο φινάλε με την κοπέλα, το οποίο και δεν θα αποκαλύψω. Το φινάλε δεν έχει κανένα πρόβλημα. Διότι αν είναι έτσι ή αν είναι αλλιώς είναι θέμα δευτερεύον κι έχει να κάνει με το πώς το αντιλαμβάνεται, ή και πως θα το ήθελε, ο κάθε θεατής. Άλλωστε η σχέση με τα έργα είναι και προσωπική. Του κάθε θεατή εννοώ. Το πρόβλημα είναι με τον ίδιο τον ήρωα. Διότι, αυτό που παρακολουθούμε είναι περισσότερο μια ψυχοπαθολογική περίπτωση παρά ένας άνθρωπος που συμπιέζεται από το περιβάλλον ή από την κοινωνία. Μια ψυχοπαθολογική περίπτωση δεν αποκτά ποτέ καθολικότητα, παραμένει «περιστατικό», caso, αφήνει την αίσθηση του ανολοκλήρωτου, ο θεατής κάτι αισθάνεται αλλά δεν ξέρει που να το αποδώσει. Αν είχαμε μάθει κάτι για αυτόν , για την ερωτική του ζωή, για την προτεραία κατάσταση πριν πάει στο νησί, ή για τους λόγους που τον οδήγησαν να δεχτεί την πρόταση να πάει εκεί στην «εξορία του Αδάμ», θα μας ήταν πιο πλήρης ο ήρωας, πιο ολοκληρωμένος. Αλλιώς δαγκώνει τη λαμαρίνα και χάνει τα λογικά του από τον έρωτας ένας καθηγητής σαν κι εκείνον στο «Γαλάζιο Αγγελο», και γίνεται τραγικό πρόσωπο, αλλιώς ένα πρόσωπο που δεν δείχνει να ήταν και στα καλύτερα του τον καιρό που προηγήθηκε, πριν γνωρίσει την τουρίστρια, ένα πρόσωπο που έδειχνε ότι μέσα του κάτι δεν παλεύεται σωστά και δεν μάθαμε και τι ήταν αυτό.
Το έργο έτσι καταλήγει να είναι μια τραγωδία που ο έρωτας ήταν η αφορμή της, δεν καταλήγει να είναι η τραγωδία του έρωτα.