Οι άλλες γυναίκες είναι η ΖΑΝ ΜΟΡΩ, η ΡΟΜΥ ΣΝΑΙΝΤΕΡ κι η ΡΟΖΑΝΑ ΣΚΙΑΦΙΝΟ ενώ σε μικρότερους ρόλους εμφανίζονται δύο Κεντρο-Ευρωπαίες που ξεπετάχτηκαν από αυτή την ταινία κι έκαναν κάποια καριέρα στη συνέχεια, η Αυστριακή ΣΕΝΤΑ ΜΠΕΡΓΚΕΡ κι η Γερμανίδα ΕΛΚΕ ΖΟΜΕΡ.
Δεν πρόκειται για «ταινία γυναικών», πρόκειται για ταινία ανδρών μια και το φιλμ παρακολουθεί την πορεία, τη διαδρομή, μιάς ομάδας στρατιωτών καθώς κλιμακώνεται ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και τους «ζούμε» σε ιστορίες που βιώνουν από τα μέρη από τα οποία περνούν. Οι γυναίκες, όμως, «σηματοδοτούν» την πορεία τους.
Πρώτα περνάμε από την Ιταλία, όπου εκεί έχουμε ατμόσφαιρα ιταλικού σινεμά όπου βλέπουμε τη δεύτερη καλή γυναικεία ερμηνεία που είναι από τη ΡΟΖΑΝΑ ΣΚΙΑΦΙΝΟ , περνάμε από η ΓΑΛΛΙΑ για ένα ενδιαφέρον επεισόδιο στο οποίο παίζει η ΖΑΝ ΜΟΡΩ (όχι κάποιο από τους μεγάλους ρόλους της) και το οποίο εκτυλίσσεται μέσα σε ένα σπίτι, έχουμε μετά Γερμανία με την ΡΟΜΥ ΣΝΑΙΝΤΕΡ που ακόμα δεν έχει ωριμάσει τελείως ωστόσο της φαίνεται ο συνδυασμός δυναμικού κι εύθραυστου κι έχουμε και τη ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ στο Κατεχόμενο Βέλγο να παίζει , όπως είπα στον πρόλογο, τον καλύτερο γυναικείο ρόλο του σεναρίου, μιάς ΠΟΛΩΝΕΖΑΣ που εμπορεύεται τον Πόλεμο, που ζει από αυτόν, μιάς τυχοδιώκτριας που έχει παραδοθεί στο κυνήγι της επιβίωσης και δεν έχει αυταπάτες για το τι θα επακολουθήσει στη μοιρασιά που αναπόφευκτα θα έρθει. Και πάνω στο ποιοι θα είναι οι «νικητές» και ποιοι οι «ηττημένοι», «νικητές» κατά την ηρωίδα – που απηχεί και τη θέση του φιλμ- είναι αυτοί που επιβιώνουν σε τέτοιους καιρούς, oι υπόλοιποι είναι απλώς τα μόνιμα θύματα.
Στη Μελίνα, εκτός από το ρόλο έχουν δώσει και τον άνδρα σταρ της ταινίας ως παρτενέρ, τον ΤΖΩΡΤΖ ΠΕΠΑΡΝΤ, με τον οποίο παίζεται το love affairτης Πολωνέζας. Η Μελίνα είναι θαύμα στο ρόλο της κι ο Καρλ Φόρμαν της έχει προβάλει το ταμπεραμέντο, το οποίο η Μελίνα χρωματίζει θαυμάσια ενώ συγχρόνως την ελέγχει μην και ξεφύγει προς over-acting μεριά, κίνδυνος μεγάλος πάντα για τις Μεσογειακές πρωταγωνίστριες στις διεθνείς παραγωγές. Και για τη Μελίνα προσωπικώς. Κι ειδικά εδώ που δεν παίζει Μεσογειακή ηρωίδα αλλά Πολωνέζα.
Να μιλήσουμε για τους άντρες της ταινίας, που εκτός του Τζωρτζ Πέπαρντ που είναι εκείνο τον καιρό ο σταρ, οι άλλοι είναι ο ΤΖΩΡΤΖ ΧΑΜΙΛΤΟΝ, που επίσης έχει καλό ρόλο κι ακολουθούν νεώτεροι αφού το έργο έχει να κάνει με στρατιώτες άρα θέλει νέους. Σε αυτούς τους νέους περιλαμβάνεται κι ο ΑΛΜΠΕΡΤ ΦΙΝΕΥ σε ρόλο Ρώσου, που είναι ήδη γνωστός από το «Σάββατο βράδυ Κυριακή πρωί» αλλά ακόμα δεν έχει εκτοξευτεί (θα συμβεί την ίδια χρονιά η εκτόξευση αλλά με άλλη ταινία που θα είναι όλη πάνω του, τον «Τομ Τζόουνς» του Τόνι Ρίτσαρντσον), ο νεότατος ΠΗΤΕΡ ΦΟΝΤΑ κι ο ΜΩΡΙΣ ΡΟΝΕ αλλά κι ο ΕΛΑΙ ΓΟΥΑΛΑΣ, που είναι λίγο μεγαλύτερος και φυσικά δεν παίζει ρόλο… φαντάρου.
Η αξία της ταινίας είναι στην προσέγγιση του πολεμικού είδους που ακούγεται και θαρραλέα για εκείνη την εποχή μια και το γενικό νόημα του έργου είναι πως στον πόλεμο δεν υπάρχουν «νικητές» παρά μόνο «επιζήσαντες». Είναι μια δραματική θεώρηση του ζητήματος, ένας στοχασμός που όμως βγαίνει από μια πολεμική ταινία η οποία ακολουθεί τους κανόνες του είδους, περιλαμβάνει σκηνές δράσης, διακρίνεται από καλή ροή και σφιχτό ρυθμό παρόλο ότι θα μπορούσε κανείς να την κατηγορήσει και για «αποσπασματικότητα» με την έννοια ότι οι ιστορίες δεν πλέκονται η μία στην άλλη αλλά παρατίθεται η μία κατόπιν της άλλης. Δεν είναι υποχρεωτικώς κακό αυτό, δεν είναι και το καλύτερο όμως αν δεν θες ως σκηνοθέτης να διακινδυνέψεις να σου βγει η ταινία σαν να ήταν …. «σπονδυλωτή» Ο Καρλ Φόρμαν το γλυτώνει όλο αυτό λόγω δύο προσόντων που είναι μεγαλύτερα του σκηνοθετικού του: Το προσόν του σεναριογράφου και το προσόν του παραγωγού. Είναι τα δύο προσόντα που δύο χρόνια πριν, έκαναn τα ¨Κανόνια του Ναβαρόνε» θρίαμβο διότι εκεί είχε αναθέσει τη σκηνοθεσία σε σκηνοθέτη , ειδικευμένο στις περιπέτειες, τον Τζ.Λι Τόμσον (για τον οποίο έγραψα στην «Επιστροφή από τις στάχτες» που δημοσιεύεται κι αυτή στα «Ξεχασμένα» του PANTIMO.GR). Εδώ, όμως, ήθελε και να σκηνοθετήσει διότι κάπου το αισθάνθηκε πιο προσωπικό το έργο, λόγω μηνύματος και λόγω προσωπικής του προϊστορίας. Ο Φόρμαν ήταν στη λίστα του μακαρθισμού, αυτοεξορίστηκε στην Αγγλία όπου παρέμεινε εκεί κι όταν η θύελλα πέρασε, ήταν ο σεναριογράφος της «Γέφυρας του ποταμού Κβάι» που την υπέγραψε με ψευδώνυμο και το Οσκαρ σεναρίου πήγε στο ψευδώνυμο( μετά βέβαια τον αποκατέστησαν τόσο στο Οσκαρ που του παραδόθηκε με το όνομα του όσο και στα creditsτης ταινίας)
Σήμερα, αν δει κανείς την ταινία θα διαπιστώσει πως αν και ¨»ξεχασμένη», είναι πιο κοντά στο πνεύμα των πολεμικών ταινιών που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια. Εκείνη την εποχή, όμως, επισκιάστηκε αφενός από το θρύλο των «Κανονιών του Ναβαρόνε» με το οποίο το σύγκριναν καθώς και με ένα άλλο πολεμικό φιλμ, την «Πιο μεγάλη μέρα του πολέμου» που ήταν εποποιία της Απόβασης στη Νορμανδία, χωρίς όμως περιεχόμενο αλλά με all star cast-παρέλαση διασημοτήτων- κι έτσι κάπως «συμπιέστηκε»
Πάντως, είχε σχετική επιτυχία στον ενεστώτα της, στην Ελλάδα μάλιστα μεγάλη όπου οι «ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ-ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ», οι οποίοι τότε στην «αυτοκρατορία» τους αντιπροσώπευαν και την «Columbia», έφεραν στην Αθήνα του 1964 τον Τζορτζ Πέπαρντ και τη Μελίνα κι έκαναν μια λαμπερή πρεμιέρα στο «Παλλάς» από εκείνες που ανέβαζαν στην Ελλάδα το διεθνές statusτης Μελίνας. Της Μελίνας χωρίς Ντασέν!... Που τότε, μόνο οι φίλοι της την έλεγαν «Μελίνα», το κοινό την αποθέωνε ως «Μερκούρη».
Και μια και μιλάμε για τη Μελίνα Μερκούρη, θα κλείσω με κάτι σχετικό, με τα κοστούμια που της έχει κάνει και πάλι η ΝΤΕΝΗ ΒΑΧΛΙΩΤΗ, μόνο εκείνης, δουλειά για την οποία η Ντένη υπερηφανευόταν και δεν έπαυε να την μνημονεύει σε κάθε ευκαιρία.